Όλη η εμπειρία της ανάγνωσης, σύμφωνα με τον Κύπριο συγγραφέα, είναι μια διαρκής άσκηση πνευματικής ευελιξίας, τροποποίησης της σκέψης και της οπτικής σου. Και αυτό πετυχαίνει ο ίδιος μέσα από τα βιβλία του. Το τελευταίο του, με τίτλο «Εκεί που ζούμε», κέρδισε πρόσφατα το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2019.
– Γεννήθηκες στη Λευκωσία αλλά μεγάλωσες στην Αθήνα. Ποιοι οι δεσμοί σου με το νησί; Έχω περάσει τα περισσότερα παιδικά καλοκαίρια μου στην Κύπρο, καθώς και πολλές γιορτές, ενώ σχεδόν όλοι οι συγγενείς μου ζουν στο νησί. Ωστόσο, τα τελευταία πολλά χρόνια έχω χάσει την επαφή μου, οπότε δεν νιώθω κομμάτι της κυπριακής κοινωνίας με τον τρόπο που νιώθω κομμάτι της ελλαδικής – δεν ξέρω καν για τι είδους κοινωνία πρόκειται ακριβώς. Ενημερώνομαι βεβαίως για όσα συμβαίνουν, και συχνά με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά δεν είναι το ίδιο – τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη βιωματική σχέση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η Κύπρος καταλαμβάνει λιγότερο χώρο μέσα μου από παλιά, αλλά η εικόνα που έχω γι’ αυτήν είναι κατά κάποιον τρόπο πολύ προσωπική, κατάλληλη μόνο για ιδιωτική χρήση. Στο μυαλό μου έχω περισσότερο την Κύπρο των γονιών μου ή αυτήν των αρχών της δεκαετίας του ενενήντα, και πρέπει να διανύσω κάποια απόσταση για να φτάσω στη σημερινή. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό – ίσως είναι καλό να έχεις κάποια απόσταση να διανύσεις.
– Μεγάλωσες σ’ ένα σπίτι όπου οι γονείς σου διάβαζαν; Η μητέρα μου διάβαζε και υπήρχαν πάντα βιβλία στο σπίτι, όπως και στο σπίτι των παππούδων μου στην Κύπρο, όπου βρισκόμασταν συχνά τα καλοκαίρια. Υποθέτω ότι χωρίς αυτό το αρχικό ερέθισμα η σχέση μου με το διάβασμα θα είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Ως παιδί μαθαίνεις μέσω της ανάγνωσης να διευρύνεις τον χρόνο και τον χώρο που σου έχει δοθεί, συμβολικά αλλά και κυριολεκτικά. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι για να το πετύχεις, αλλά τα βιβλία είναι απ’ τους καλύτερους. Ένα σπίτι με βιβλία είναι πάντα πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο δείχνει το σχεδιάγραμμα του μηχανικού.
– Ποια ήταν τα πρώτα σου βιβλία; Σειρές παιδικών βιβλίων που πουλούσαν τότε οι πλασιέ, αλλά και πολλά κλασικά μυθιστορήματα διασκευασμένα για παιδιά. Ο αναμενόμενος Ιούλιος Βερν, Άλκη Ζέη, Ζωρζ Σαρή, Λότη Πέτροβιτς, Μαρία Γκρίπε και πολλή Ένιντ Μπλάιτον. Το βιβλίο που με έκανε να διαισθανθώ όμως ότι υπάρχουν περισσότερα πράγματα στη λογοτεχνία απ’ ό,τι πίστευα μέχρι τότε ήταν το «Τα νεφελόψαρα ζούνε στη θάλασσα» της Πόλα Φοξ. Ένα βιβλίο που μου άρεσε χωρίς να καταλάβω ακριβώς τον λόγο, οπότε, υπό μία έννοια, έπρεπε να τον ψάξω.
– Είναι κάποιοι συγγραφείς που επέδρασαν στη σκέψη σου και σε επηρέασαν στη συγγραφή; Περισσότεροι από όσους μπορώ να ανακαλέσω. Όλη η εμπειρία της ανάγνωσης είναι μια διαρκής άσκηση πνευματικής ευελιξίας, τροποποίησης της σκέψης και της οπτικής σου. Πρώιμα ή εξωλογοτεχνικά αναγνώσματα μπορεί να έχουν ασκήσει πολύ μεγαλύτερη επίδραση απ’ όση είναι κανείς πρόθυμος να αναγνωρίσει ή να θυμηθεί. Σε κάθε περίπτωση, πολύ σημαντικοί για μένα ήταν συγγραφείς που έτυχε να διαβάσω όταν ξεκίνησα να γράφω στα σοβαρά, όπως ο Ροθ, ο Σάλιντζερ, ο Ρίτσαρντ Φορντ, ο Βόνεγκατ, ο Χάινριχ Μπελ, ο Ουελμπέκ, ο Κουμανταρέας, ο Ταχτσής, ο Σκαρίμπας και πολλοί άλλοι.
– Έχεις πει σε μια συνέντευξη ότι το μεγαλύτερο κίνητρο στο γράψιμο είναι να βρεις το συναρπαστικό μέσα στο τετριμμένο. Πώς το πετυχαίνεις; Φαντάζομαι ότι το πρώτο βήμα είναι να το θέλεις, να πιστεύεις δηλαδή πως υπάρχει κάτι εκεί πέρα που αξίζει να ανασυρθεί. Δεν θα έλεγα ότι είναι τόσο επίτευγμα όσο επιλογή: Να υιοθετήσεις μια οπτική γωνία που αφαιρεί από τα πράγματα τη συνηθισμένη τους όψη. Συχνά, απλώς και μόνο όταν αναγορεύεις κάτι σε άξιο αφήγησης, σταματάει να είναι τετριμμένο.
– Ποιο μέρος της διαδικασίας της συγγραφής απολαμβάνεις περισσότερο; Το ίδιο το γράψιμο, τι άλλο; Η έρευνα είναι καλή, αλλά απαιτεί υπομονή και το πρόβλημα είναι ότι δεν σταματάει ποτέ – αν το πάρεις στα σοβαρά, τότε όλη η ζωή σου μπορεί να μετατραπεί σε έρευνα. Γιατί όλα, βέβαια, μπορούν να γίνουν λογοτεχνία. Το ίδιο το γράψιμο από την άλλη, οι ώρες που είσαι απορροφημένος σε αυτό, είναι μια πολύ σαφέστερα οριοθετημένη εμπειρία, και γι’ αυτό πιο καθαρή. Η στιγμή που το βιβλίο φτάνει στους αναγνώστες έχει επίσης την αξία της. Είναι ένα βήμα που ολοκληρώνει τη διαδικασία, χωρίς αυτήν δεν μπορεί να νοηθεί ίσως η συγγραφή. Αλλά και πάλι, ο πυρήνας του όλου πράγματος βρίσκεται στη στιγμή που κάθεσαι και γράφεις.
– Μέσα από τη γραφή έμαθες πράγματα για σένα που δεν γνώριζες; Δεν νομίζω ότι υπάρχουν οριστικές αλήθειες γύρω από τον εαυτό μας, οι άνθρωποι δεν είμαστε κλειστά σύνολα πληροφοριών που μπορεί κανείς να μάθει και να εξαντλήσει – πιο πολύ θυμίζουμε ίσως παιχνίδια με ψηφίδες που ανανεώνονται και αναδιατάσσονται διαρκώς. Υπό αυτή την έννοια, βρήκα πράγματι ορισμένες καινούργιες διατάξεις του εαυτού μου γράφοντας – ίσως μάλιστα να τις δημιούργησα για να μπορέσω να γράψω.
– Το βραβευμένο σου μυθιστόρημα «Εκεί που ζούμε» εκτυλίσσεται σ’ ένα 24ωρο. Γιατί έδωσες αυτό τον τίτλο και γιατί επέλεξες αυτή τη φόρμα; Ο τίτλος προέρχεται από ένα στίχο του Λάρκιν, έναν επιγραμματικό ορισμό της ημέρας – αλλά δεν εξαντλείται εκεί. Περιγράφει νομίζω καλύτερα από οτιδήποτε άλλο τους στόχους που, έστω και ασυναίσθητα, είχα γράφοντας το βιβλίο. Μόλις τον σκέφτηκα, ήμουν σίγουρος ότι θα ήταν ο τελικός τίτλος. Ήταν ταυτόχρονα μια περιγραφή, μια δήλωση και μια προτροπή, λειτουργούσε για μένα σε τόσα επίπεδα, ώστε ήταν αδύνατον να σκεφτώ κάτι άλλο.
– Ο ήρωάς σου, ο 35χρονος Αντώνης Σπετσιώτης, περνά την αγωνία του χαμένου χρόνου. Είναι μια αγωνία που ζουν πολλοί νέοι λόγω των κρίσεων που συνδέονται με την οικονομία αλλά και την πανδημία; Υπάρχει η αγωνία που περιγράφετε, και σε κάποιον βαθμό διακατέχει και τον Σπετσιώτη, θα έλεγα όμως πως το ίδιο το βιβλίο είναι ένα παιχνίδι πάνω στην ιδέα ότι δεν υπάρχει χρόνος που πραγματικά χάνεται. Αυτό δεν έχει ως στόχο να ωραιοποιήσει βεβαίως την πραγματικότητα, αλλά να υποδείξει μια οπτική που ίσως αναγκαστικά υιοθετούν πολλοί συνομήλικοι του Σπετσιώτη για να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα, έστω και με την αίσθηση ότι «πάνε χαμένοι».
– Υπάρχουν βιωματικά στοιχεία στο βιβλίο; Δεν πρόκειται για αυτοβιογραφικό βιβλίο, όμως τα περισσότερα από τα περιβάλλοντα και οι χώροι του είναι βιωμένα – η δικηγορία, το κέντρο της Αθήνας, τα Πατήσια, η ηλικία του Σπετσιώτη. Κατά κάποιον τρόπο, σε αυτό το βιβλίο έπρεπε να είναι έτσι. Το μυθιστόρημα ήταν κουρδισμένο με τόση ακρίβεια στον συγκεκριμένο βιωματικό τόνο, που δεν γινόταν να αλλάξει – τουλάχιστον όχι χωρίς να αλλοιωθεί το περιεχόμενό του με τρόπους που δεν θα μπορούσα να ελέγξω.
– Ο Αντώνης ετοιμάζεται να μεταναστεύσει στο εξωτερικό για μια καλύτερη ζωή. Εσύ σκέφτηκες ποτέ να φύγεις εκτός Ελλάδας; Όχι στα σοβαρά, αν και δεν είμαι σίγουρος για τον λόγο. Ίσως δεν χρειάζεται να υπάρχει λόγος, ούτε για να φύγεις ούτε για να μείνεις – εννοώ ότι δεν χρειάζεται λόγος που να μπορεί απαραίτητα να αναχθεί σε κάτι πέρα από την προσωπική ιστορία του καθενός, που τον έφερε εδώ ή εκεί. Κάπου λέει ο Πλούταρχος: «Εμείς όμως κατοικούμε σε πόλη μικρή, από την οποία δεν φεύγουμε για να μη γίνει μικρότερη». Ωραία θα ήταν να μπορούσα να επικαλεστώ κάτι ανάλογο, αλλά φοβάμαι πως δεν μπορώ.
– «Η κρίση κάνει την έννοια της επιτυχίας σχετική όπως ήταν πάντα κατά τη γνώμη μου» γράφεις στο βιβλίο. Τι σημαίνει για σένα επιτυχία; Σε ένα πρώτο επίπεδο να πετυχαίνεις τον στόχο που κάθε φορά θέτεις, αν υποθέσουμε ότι αυτό είναι πάντα μετρήσιμο. Σε δεύτερο επίπεδο τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα και συχνά αποφεύγει κανείς να το ψάξει για να μη στενοχωρηθεί. Ας κάνω κι εγώ το ίδιο.
– Περιγράφεις στο βιβλίο πολύ ζωντανά τον δικηγορικό κόσμο, τα δικαστήρια της Ευελπίδων. Είναι ένας χώρος που γνωρίζεις από προσωπική εμπειρία και σου έδωσε την ευκαιρία να ξετυλίξεις πολλές όψεις της κοινωνίας; Γνωρίζω καλά τον χώρο, καθώς έχω δικηγορήσει στο παρελθόν, για αρκετά χρόνια. Είναι πράγματι ένα επάγγελμα ανοιχτό, με την έννοια ότι ασκώντας το εκτίθεσαι στους κραδασμούς των πραγμάτων που συμβαίνουν έξω από το γραφείο σου, στον ασαφή χώρο που οριοθετούμε ως κοινωνία. Και λέω «ασαφή», γιατί αρκετές φορές δεν είναι εύκολο να επιλέξεις αν θα δεις κάτι ως κοινωνικό ή ως ιδιωτικό. Η δικηγορία βρίσκεται στην τομή αυτών των δύο περιοχών. Αυτά με τα οποία έρχεσαι αντιμέτωπος καθημερινά εκεί είναι τόσο πλούσια και εύγλωττα, ώστε δεν χρειάζεται να ψάξεις για συμβολισμούς και αλληγορίες, για κάτι που να «αντιπροσωπεύει» την πραγματικότητα. Απλώς πλέεις μέσα στην πραγματικότητα. Αυτή την αίσθηση ήθελα και για το βιβλίο, εξού και η επιλογή του επαγγέλματος του Σπετσιώτη.
– Οι δικηγόροι σήμερα χαίρουν της εκτίμησης που είχε κάποτε αυτό το επάγγελμα; Δεν θα έλεγα πως οι δικηγόροι έχαιραν ποτέ ιδιαίτερης εκτίμησης στην ελληνική κοινωνία. Μια σειρά αρνητικά στερεότυπα συνόδευαν πάντα την εικόνα που είχαν οι περισσότεροι για το συγκεκριμένο επάγγελμα, άσχετα αν ταυτόχρονα επιδίωκαν να δουν τα παιδιά τους να το ασκούν, και αυτή η αντίφαση είναι πολύ εύγλωττη. Όπως και να έχει, η πραγματικότητα των δικηγόρων σήμερα είναι πολύ διαφορετική από την αντίστοιχη των παλιότερων δεκαετιών, ακόμα και των πολύ κοντινών. Για τους νεότερους νομικούς, δικηγορία συχνά σημαίνει απλώς να ασκείς ένα από τα πιο αγχώδη επαγγέλματα που υπάρχουν για μια από τις πιο χαμηλές αμοιβές που προσφέρονται. Κανείς δεν ξέρει πώς βρίσκονται ακόμα άνθρωποι που το κάνουν.
– Παρακολουθείς τη δουλειά Κυπρίων συγγραφέων της γενιάς σου; Ποια η άποψη σου για τις νέες συγγραφικές προσπάθειες Κυπρίων δημιουργών; Δεν παρακολουθώ συστηματικά τα τεκταινόμενα, αλλά έχω διαβάσει πολλά αξιόλογα βιβλία από νεότερους Κύπριους συγγραφείς τα τελευταία χρόνια και είναι προφανές ότι υπάρχει άνθηση. Αυτό που βρίσκω πολύ ενθαρρυντικό είναι το γεγονός ότι πρόκειται για μια λογοτεχνία ανοιχτή, που επικοινωνεί με τις ευρύτερες τάσεις της ελληνικής αλλά και της ξένης λογοτεχνίας, διερευνώντας ταυτόχρονα σε κάποιες περιπτώσεις τα γνωρίσματα της κυπριακής ιδιαιτερότητας.
– Ποια είναι η σχέση σου με τα social media; Έχω έναν λογαριασμό στο Facebook, αν και δεν είμαι πολύ ενεργός με δημοσιεύσεις. Σε γενικές γραμμές, δεν μοιάζει και ιδανικό περιβάλλον για διάλογο.
– Πιστεύεις ότι αυτά εμποδίζουν ή εμπλουτίζουν το γράψιμο και το διάβασμα; Μακροπρόθεσμα, αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο διαβάζουμε και γράφουμε, αλλά και ευρύτερα τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούμε. Είναι εντελώς άστοχο να συζητήσουμε αν τον αλλάζουν προς το καλύτερο ή το χειρότερο. Απλώς τον αλλάζουν.
– Άρχισες ήδη να γράφεις το επόμενο βιβλίο σου; Δεν θα το έλεγα, αλλά οι σημειώσεις που κρατώ αρχίζουν σιγά-σιγά να δείχνουν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.
– Πώς βιώνει ένα συγγραφέας τη συνθήκη του εγκλεισμού; Εξαρτάται από τον συγγραφέα, όπως και από τον καθένα μας γενικότερα. Προσωπικά, διαχειρίζομαι καλά τον χρόνο που περνάει κανείς μακριά από τις κοινωνικές συναναστροφές, ενώ έτσι κι αλλιώς δουλεύω εδώ και χρόνια από το σπίτι, οπότε οι αλλαγές στην καθημερινότητά μου δεν είναι δραματικές, όχι ακόμη τουλάχιστον. Ωστόσο, όσο η παρούσα κατάσταση και η ανάγκη που την προκαλεί παρατείνονται, τόσο χάνουμε όλοι μας πράγματα, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνουμε.
– Τι σου λείπει περισσότερο αυτή την περίοδο; Ποτέ δεν ασκούμε πραγματικά έλεγχο σε όλα όσα μας αφορούν και μας επηρεάζουν, αλλά ακόμα και η ψευδαίσθηση του ελέγχου είναι σημαντική. Υποθέτω ότι αυτό μου λείπει, η ψευδαίσθηση του στοιχειώδους ελέγχου. Σε ένα γενικότερο επίπεδο, μπορώ να πω ότι απουσιάζει η σοβαρή συζήτηση για την ισομερή κατανομή των βαρών που έχουν προκύψει από την πανδημία. Είναι σαφές ότι αυτή τη στιγμή προέχει η αντιμετώπιση του υγειονομικού κινδύνου, αλλά σωστή αντιμετώπιση είναι μόνο η δίκαιη αντιμετώπιση. Έχω την αίσθηση πως δεν συζητάμε όσο και όπως πρέπει γι’ αυτή τη διάσταση.
* Το βιβλίο του Χρίστου Κυθρεώτη «Εκεί που ζούμε» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.
Φιλελεύθερα, 20.12.2020.