46 χρόνια μετά, μια επιστροφή όχι όπως την ονειρευόταν. Η Άννα Μαραγκού μιλά για τη μέρα που είδε ξανά την πόλη της.
– Τι είδες και τι δεν «είδες» στο Βαρώσι, Άννα; Είδα «άλλους», είδα «τρίτους», είδα διάφορους που φορούσαν περισκελίδα την κόκκινη σημαία, είδα παιδάκια με πατίνια, είδα μαντιλοδεμένες γυναίκες… Δεν είδα τον πατέρα μου, τη μάνα μου, τη Νίκη, τον Θεοδόση Νικολάου, τον Γιώργο Φιλίππου Πιερίδη, τον θείο μου τον Μήτσο… Δεν είδα τους νόμιμους κατοίκους της πόλης να επιστρέφουν με ενθουσιασμό, να ανοίγουν την πόρτα του σπιτιού τους, να μπαίνουν μέσα με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, με σκούπες και φτυάρια για να μαζέψουν τα συντρίμμια της 46χρονης απουσίας. Είδα τα σπίτια, τις εκκλησιές, τις πολυκατοικίες… Τα δέντρα, τα τεράστια δέντρα που μεγάλωσαν, θέριεψαν και κάλυψαν την απουσία μας… Έκρυψαν τα σπίτια μας, την ντροπή μας για την απουσία μας, για την αδράνειά μας.
– Ποιο ήταν το χειρότερο από όσα διαπίστωσες εκεί; Το χειρότερο δεν «διαπιστώνεται». Είναι εσωτερική διεργασία, σε τρώει εκ των έσω. Γιατί βλέπεις και συναισθάνεσαι ότι το μέλλον θα είναι δύσκολο, ίσως ανυπόφορο και τελειωτικό. Σου φταίνε τα πάντα, γιατί στην αδικία δεν δουλεύει η λογική, δουλεύει το συναίσθημα… Ο σώζων εαυτόν σωθήτω…
– Ήταν δύσκολο για σένα το να αποφασίσεις να «επισκεφθείς» έπειτα από 46 χρόνια τον τόπο που έζησες τα καλύτερα χρόνια της ζωής σου; Ούτε στιγμή δεν πέρασε από τον νου μου να μην πάω. Στην αρχή ήθελα να πάω μόνη μου, να δω την πόλη στη σιωπή της. Εξάλλου, ήταν οφειλή πρώτα σε αυτούς που με ανάγιωσαν, στη Νίκη, στον θείο Μήτσο, στη βιβλιοθήκη του που στάθηκε η αιτία να οδεύσω προς τη σπουδή μου, στην ευρύτερη οικογένειά μου, στα ανίψια μου που γεννήθηκαν εκτός Αμμοχώστου που, πολλές φορές, διερωτώνται δικαίως για το πάθος της φωνής μου. Πλην, όμως, λύγισα. Δεν ένιωσα αρκετά δυνατή για να το επιχειρήσω ως «μοναχικός καβαλάρης». Επέλεξα συνειδητά να πάω με κόσμο που αγαπώ, με άλλους Βαρωσιώτες, με τον Παύλο και την Τούλα, με τον Νίκο και την Αννίτα, ανθρώπους με τους οποίους μοιράστηκα σκέψεις, θυμό, συναισθήματα, σε όλα αυτά τα μίζερα χρόνια. Τρίτη και 13 επιστρέψαμε ως «επαίτες του πεζοδρομίου».
– Είδες κάτι που να σε εξέπληξε ιδιαίτερα; Τα δέντρα! Τις λουλουδιές και εκείνα τα δέντρα που βγάζουν ένα κόκκινο λουλούδι που ήταν παντού στο Βαρώσι πριν φύγουμε… Το έψαξα μόλις επέστρεψα. Επιστημονικά το λένε Delonix Regia ή Flamboyant. Ιδιαίτερα στη λεωφόρο Κέννετυ, οι κορμοί πήραν εξωπραγματικές διαστάσεις και καλύπτουν προσόψεις, πολυκατοικίες –φαίνονται νάνοι οι άνθρωποι όταν στέκονται δίπλα τους… Η φύση είναι υπεράνω όλων –ήρθε εκείνη να καλύψει την απουσία μας.
– Θα ‘θελες, αν μπορούσες, να μπεις μέσα στο σπίτι σου παρά να το κοιτάς από απέναντι; Υπάρχει άνθρωπος που δεν θέλει να δει το σπίτι του, τον δικό του χώρο; Σκέφτομαι τη μεγάλη βεράντα, τα νέα δανέζικα έπιπλα που μόλις είχαν έρθει, τους τοίχους με τα κολλημένα αρχαία και τα κοχύλια, το υπνοδωμάτιό μας με τα έργα της μάνας μας, το παράθυρο στον δρόμο από το οποίο φεύγαμε η Νίκη και εγώ σκαστές το βράδυ, μέχρι και που μας κάρφωσε στη μάνα μας ο γείτονας και μας άφησαν «κατ’ οίκον περιορισμό» για ένα μήνα! Ξεχνάς το κύμα στον ύπνο σου, τις βάρκες, τον κόσμο, τα ξύλα, τη νιότη σου;
– Θα ξαναπήγαινες –ως «επισκέπτης»; Δύσκολο να το απαντήσω τώρα. Θέλω καιρό να διαχειριστώ την εμπειρία, τον θυμό, ιδιαίτερα μετά τα δικά μας ρεζιλίκια, τις «εκλογές» στα κατεχόμενα, τις δυσκολίες που είναι μπροστά μας. Θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες, από τη στάση της Πολιτείας μας κυρίως, ως προς τη θέλησή της να το παλέψει ειλικρινά, γιατί ακούγοντας την επομένη των «εκλογών» τα κούφια λόγια εκπροσώπου του κράτους μας, φοβάμαι.
– Η πιο ζόρικη, για σένα, στιγμή, ποια ήταν από την παραμονή σου στο Βαρώσι; Όταν συνειδητοποιήσαμε ότι όντως είμαστε επαίτες του πεζοδρομίου και γύρω μας τριγυρνούσε ένας κόσμος που βόλταρε στην οδό του πόνου μας.
– Τρέμεις ακόμη και στο ενδεχόμενο να κατεδαφιστούν όλα αυτά τα κτήρια και στη θέση τους να ανοικοδομηθεί «το Λας Βέγκας της Μεσογείου», όπως υποστήριξαν ήδη κάποιοι με βεβαιότητα πως είναι μέσα στα σχέδια της Τουρκίας; Το σίγουρο είναι ότι δεν θα δω το Λας Βέγκας! Θα μείνω με τον Δον Κιχώτη του Πολ Γεωργίου που φαίνεται από το παράθυρο, θα μείνω με τη σχεδία των ερώτων μου, θα μείνω με τα βιβλία και τις περιγραφές του Μαχαιρά και θα αφήσω παρακαταθήκη στα παιδιά μου την αγάπη μου για την πόλη μου. Εξάλλου, όπως λέει και η Νίκη, περαστικοί είμαστε όλοι…
– Είναι πια ουτοπικό να συνεχίζει να πιστεύει κάποιος πως το Βαρώσι θα γίνει στο μέλλον το Βαρώσι του 1974, Άννα; Εντελώς. Γιατί την πόλη τη φτιάχνουν οι κάτοικοί της. Δεν είναι παρθενογένεση, είναι προϊόν αγάπης, έγνοιας, σχέσης, έρωτα με τον γύρω χώρο. Οι άνθρωποι είναι η πόλη και η πόλη του 1974 χάθηκε ανεπιστρεπτί.
– Γιατί, νομίζεις, έγινε αυτή τη δεδομένη χρονική στιγμή η συγκεκριμένη κίνηση; Πού αποσκοπούν οι Τούρκοι; Οι Τούρκοι έχουν μια συνειδητοποιημένη διπλωματία και πολιτική. Πάντα έλεγαν ότι ήθελαν προσάρτηση των κατεχομένων, πάντα έλεγαν ότι ήθελαν δύο κράτη και ως «έτοιμοι από καιρό», όπως λέει και ο ποιητής, άρπαξαν την ευκαιρία. Όπως και το ‘74. Άρπαγες ήταν πάντα, άρπαγες στη Συρία, άρπαγες στην Αρμενία, άρπαγες όταν μπήκαν με τα γιαταγάνια στην Αγιά Σοφιά και στον Άγιο Νικόλαο. Έτσι και τώρα, άρπαξαν την ευκαιρία των εκλογών, να διώξουν τον Κύπριο Ακιντζί που τούς ήταν εμπόδιο και να εισαγάγουν μια μαριονέτα της Άγκυρας. Έναν άνθρωπο άγνωστο, εκφραστή του ταραξία της περιοχής, έναν άνθρωπο αδίστακτο που ασύστολα δήλωσε ότι στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πια θα υπάρχουν τα δύο κράτη, η οριστική διχοτόμηση του τόπου μας. Έναν άνθρωπο του οποίου η πολιτική έκφραση θα δώσει δύναμη και ισχύ στους εθνικιστές της Τουρκίας που θα κατακλύσουν και θα τουρκέψουν πια την Κύπρο. Απάντησα σε δεκάδες μηνύματα Τουρκοκύπριων συμπατριωτών μου σήμερα (σ.σ. Δευτέρα πρωί), που μου εξέφρασαν την οργή και τον θυμό τους για το αποτέλεσμα. Δεν χαιρεκακώ! Το ξέραμε, το παρακολουθούσαμε εκ του μακρόθεν, το αναμέναμε, το υποσκελίσαμε, το υπονομεύσαμε. Και ασχοληθήκαμε με άλλα, πιο προσοδοφόρα, πιο άτιμα. Νιώθω απέραντη ντροπή για την κατάντια του τόπου μου και φόβο για το μέλλον των παιδιών μου. Ξέρετε, ο Ακιντζί μας αποχαιρέτησε με μια ευχή: Καλή τύχη στους ανθρώπους της Κύπρου. Αυτό τα λέει όλα! Γιατί πια είναι η τύχη που κατευθύνει την ύπαρξή μας και όχι η λογική. Κρίμα, χίλιες φορές κρίμα! Τη δική μου την πόλη μάς την έδωσαν και την απορρίψαμε επτά φορές…
xatzigeorgiou@yahoo.com
Φιλελεύθερα, 25.10.2020.