Τασούλα Επτακοίλη – Φωτεινή Τσαλίκογλου: «Θέλαμε να βιώσουμε την καραντίνα βαθιά μέσα στο πετσί μας, να αντλήσουμε από αυτήν αποθέματα μιας άλλης δύναμης και όχι έτσι στα γρήγορα να την αφήσουμε πίσω μας».

– Η καραντίνα ήταν μια αφορμή, αλλά τι άλλο σας ενέπνευσε να γράψετε από κοινού το βιβλίο «Με βλέπεις;» κατά τη διάρκειά της; Τ.Ε. Η αλλαγή του βλέμματός μας, την οποία διαπιστώσαμε από τις πρώτες κιόλας μέρες του εγκλεισμού, την περασμένη άνοιξη. Διαφοροποιήθηκε ο τρόπος που κοιτούσαμε πλέον όσα συνέβαιναν έξω μας και μέσα μας. Έγινε πιο επίμονος και διεισδυτικός. Όχι πάντα ψύχραιμος, αλλά σίγουρα πιο ουσιαστικός.

– Η αλληλογραφία μεταξύ σας λειτούργησε ως διέξοδος σ’ αυτή τη δύσκολη περίοδο;  Φ.Τ. Ως ένα βαθμό μπορεί να πει κάποιος ότι ήταν μια διέξοδος. Δεν είμαι βέβαιη όμως αν το ζητούμενο ήταν η διέξοδος από τη δυσκολία. Ήταν φορές που ένιωθα ότι δεν θέλαμε να  διαχειριστούμε την καραντίνα έχοντας κατά νου τη διέξοδο. Θέλαμε να τη βιώσουμε βαθιά μέσα στο πετσί μας, να αντλήσουμε από αυτήν αποθέματα μιας άλλης δύναμης και όχι έτσι στα γρήγορα να την αφήσουμε πίσω μας. Μιλάω για μένα, αλλά νομίζω ότι και οι δύο με κάποιο τρόπο θέλαμε να βγάλουμε από αυτή τη δυσκολία ένα «μεδούλι». Να το γευτούμε σε όλες του τις πικρές και  αλλόκοτα άγνωστες γεύσεις του. 

– Γράφει η Φωτεινή Τσαλίκογλου ότι αυτούς τους δύο μήνες γίνατε «βουτηχτές». Τι έφεραν στην επιφάνεια αυτές οι «βουτιές» σας; Φ.T. Ήρθαμε κοντά σε στοιχεία της καταγωγής μας. Σε μνήμες που φάνταζαν ξεχασμένες. Θυμηθήκαμε. Νοσταλγήσαμε τους μεγάλους απόντες μας. Όπως γράψαμε στο οπισθόφυλλο, «Ένα πλάσμα που θυμάται είναι ο άνθρωπος, υποκλίνεται σε ό,τι έχει χαθεί, αλλιώς δεν υπάρχει αύριο». Επανασυνδεθήκαμε με αγαπημένους μας που έχουμε χάσει. Ίσως ακόμα να είδαμε και κάτω από ένα άλλο πρίσμα, μιας μεγαλύτερης, για παράδειγμα, γενναιοδωρίας, τους δικούς μας σήμερα ανθρώπους.  

– «Μόλις βγούμε από το κουκούλι του φόβου, από μέσα μας θα αναβλύσει ό,τι χειρότερο ή ό,τι καλύτερο έχουμε» λέει η Τασούλα. Τελικά ο εγκλεισμός δεν μας έχει αλλάξει; Τ.Ε. Θα έπρεπε να μας έχει αλλάξει. Ήταν μια ευκαιρία να δούμε κατάματα τον εαυτό μας, χωρίς ωραιοποιήσεις και άλλοθι, να επαναπροσδιορίσουμε τις προτεραιότητές μας και να ζήσουμε πιο συνειδητά. Επίσης, να ανακαλύψουμε το «εγώ» μας ως κομμάτι ενός «μαζί», ενός ενιαίου οργανισμού, μιας κοινότητας. Φοβάμαι όμως ότι αυτό λειτούργησε έτσι για πολύ λίγους συνανθρώπους μας.

– Με το δεύτερο κύμα της πανδημίας πιστεύετε ότι θα πρέπει να προσαρμοστούμε σε μια νέου είδους «κανονικότητα»; Τ.Ε. Όλα δείχνουν ότι ο χειμώνας θα είναι δύσκολος κι ότι θα αργήσουμε να ξαναβρούμε τα πατήματα μιας νέας κανονικότητας. Δεν σας κρύβω ότι με τρομάζει το μετά. Κάθε μέρα συνειδητοποιώ πως αυτή η πρωτόγνωρη κρίση δημόσιας υγείας φέρνει σε μέρος των πολιτών εντονότερη καχυποψία, βαθύτερο εθνικισμό, μεγαλύτερο φόβο για τον «φορέα», άρα και τον ξένο. Πώς θα τα διαχειριστούμε όλα αυτά; Από την άλλη, σκέφτομαι πως η ανθρωπότητα έχει περάσει πολλές μεγάλες κρίσεις και συνεχίζει να πηγαίνει μπροστά. Μακάρι αργότερα, όταν δεν θα κινδυνεύουμε πια, με το προνόμιο της ασφάλειας και της συναισθηματικής απόστασης από τα γεγονότα, να δούμε ό,τι συνέβη με άλλο μάτι, να γίνουμε πιο ευαίσθητοι, να συνειδητοποιήσουμε ότι η αγάπη και η ενσυναίσθηση είναι… φάρμακα.

 

Φιλελεύθερα, 1.11.2020.