Η γυναίκα-ίνδαλμα του ελληνικού κινηματογράφου την Παρασκευή είχε τα γενέθλιά της. Έγινε 81 ετών. Δημοσιεύματα αναφέρουν πως περνάει πια πολύ δύσκολα με την υγεία της – γι’ αυτό και το φετινό «χρόνια πολλά» στη Μάρθα, έχει ιδιαίτερη σημασία για εκείνην.

Την είχα δει παλιά, σε κάποιο παλιό γκαράζ της λεωφόρου Καβάλας, μέσα σε σκόνη, ψηλά, καρφωμένη με πράσινες πινέζες, λίγο πιο πάνω από τα κεφάλια των αγοριών που εκείνη την ώρα άλλαζαν τα φανάρια σε ένα μικρό αμάξι που μόλις είχε έρθει για επισκευή. Αφίσα μεγάλη με τους ποδοσφαιριστές του Ολυμπιακού ξαπλωμένους στα πόδια της, σαν αυλικοί που φωνάζουν «Μά-ρθα, Μά-ρθα» κι αυτή ιέρεια στο γήπεδο, όρθια, καστανή, με τα χέρια σηκωμένα, μία sexy βασίλισσα στον φυσικό της θρόνο. Ανάμεσα στο κοινό, στο κοινό της. Από κάτω, με μικρά γράμματα, η υπενθύμιση των ημερομηνιών: 1967, «Μια κυρία στα μπουζούκια». Ο ιδιοκτήτης υπήρξε θαυμαστής της, μου περιέγραφε σκηνές με αυτόν να κυνηγάει να δει τη Μάρθα σε γυρίσματα, στους δρόμους, «σε ένα τυροπιτάδικο πρόλαβα να τη δω μόνο ένα βράδυ στην Μαρίκας Κοτοπούλη, μια στιγμή μόνο, και το κρατάω σαν τώρα στο μυαλό μου, σαν το ανεκπλήρωτο, το ανέφικτο. Έπεφτα στο κρεβάτι μου και τη φανταζόμουνα γυμνή. Μεγάλη καψούρα η Μάρθα». Και αυτό υπήρξε. Έστω κι αν η ίδια, εκείνο το απόγευμα της Παρασκευής του 2008 που συναντηθήκαμε στο σπίτι της, στα Ιλίσια, θέλει να το αποποιηθεί. Σαν μία καλή μεν ανάμνηση, που όμως πρέπει να μείνει στο συρτάρι. Αυτή, η μοιραία γυναίκα. «Εγώ;». «Ναι, εσείς, κυρία Καραγιάννη μου».

Είναι αυτή για την οποία οι άντρες σέρνονταν (κυριολεκτικά) για μια ματιά της, ένα ψίθυρό της -έστω-, ένα «γεια σου», μπροστά στα ωραιότερα πόδια της μεγάλης οθόνης. Η ωραία, το sexy θηλυκό των κινηματογραφικών ονείρων της δεκαετίας του ‘60 («Ζητείται ψεύτης», «Μερικοί το προτιμούν κρύο», «Κάτι να καίει», «Κορίτσια για φίλημα», «Ξυπόλητος πρίγκιψ», «Θαλασσιές χάντρες», «Γοργόνες και μάγκες», «Μαριχουάνα στοπ» και δεκάδες άλλες). Η Αλίκη ήταν πιο ναζιάρα, η Τζένη πιο σοφιστικέ, η Ζωή πιο «βόρεια». Όταν το έργο ήθελε γέλιο και τσαχπινιά, μπικίνι, σεξ, φτερά και λαϊκό τσα τσα, υπήρχε μόνο ένα κορίτσι: Όνομα Μάρθα, επώνυμο «κούκλα». Της το λέω έτσι ακριβώς όπως το είχα διαβάσει κάποτε, και γελάει. Πίσω της, ήταν καρφωμένοι στον τοίχο μία σειρά από πίνακες που έχει ζωγραφίσει η ίδια, το σκυλί της ήσυχο να μας κοιτάει, στοίβες βιβλία σημειωμένα με σελιδοδείκτες στο χαμηλό τραπεζάκι, εικόνες αγίων. «Σώπα, μωρέ. Τι σταρ; Εγώ σταρ; Αυτά είναι κουταμάρες!».

Επέμενε. «Κάποτε, στη ζωή μου, πέρασα και εγώ από το στάδιο ενός λαμπερού πλάσματος, αλλά δεν το κράτησα. Δεν είμαι αυτό, δεν αγωνίστηκα ποτέ να γίνω σταρ, εγώ ζούσα τη ζωή μου. Το σταριλίκι ήρθε από τον κινηματογράφο επειδή ο ίδιος ο κινηματογράφος εκπέμπει σταριλίκι, όχι εγώ. Αυτά τα δύο, πολλοί συνάδελφοί μου, τα μπερδεύουν. Δεν μπορώ να έχω παράπονο από την καριέρα μου, ό,τι έδωσα πήρα – αν και μου άρεσε πολύ και το σινεμά και το θέατρο. Εγώ όμως δεν ήμουνα δοσμένη στην καριέρα μου. Πρωταγωνίστριά μου ήταν η ζωή μου!».

«Χορτασμένη από τον έρωτα;». «Πολύ! Είμαι ευχαριστημένη από τη ζωή μου. Κάποτε, όταν ήμουνα πολύ νέα,  ήθελα να κάνω παιδιά. Στα σαράντα μου σκέφτηκα ότι μάλλον δεν θα κάνω ένα παιδί και μετά ένα εγγόνι να με πει “γιαγιά”, είχα βάλει ως ορόσημο την ηλικία για να μην ασχοληθώ ξανά με αυτό το θέμα. Κουταμάρα. Μέσα μου μάλλον φοβόμουνα πάρα πολύ». «Τι φοβόσασταν;». «Όταν ήμουνα είκοσι ετών έχασα ένα παιδί. Το έχασα άσχημα. Ένα παιδί πρόωρο. Σαν τραύμα είναι αυτό, ξέρεις. Τότε ήμουνα παντρεμένη με τον Μίμη Στεφανάκο. Άκουγα μέσα στον ύπνο μου κλάμα παιδιού και ξυπνούσα. Είχα επηρεαστεί πολύ, μου άλλαξε το μέσα μου, την ιστορία μου. Τώρα όμως δεν μου λείπει ένα παιδί, είναι πολύ παλιά ιστορία αυτό. Έχω ένα καλό ως άνθρωπος, που μπορεί να είναι και κακό: Διαθέτω επιλεκτική μνήμη. Αυτά που δεν θέλω, δεν τα θυμάμαι. Σου ανέφερα τώρα το συγκεκριμένο γεγονός, δεν θα το ξαναθυμηθώ. Δεν με ενδιαφέρει. Ό,τι κακό πέρασε από τη ζωή μου, το έχω ξεχάσει». «Και τους έρωτες;». «Τη στιγμή που συμβαίνει αυτό το “κακό”, το ζεις. Πάντοτε ήμουνα άνθρωπος των σχέσεων. Ερωτευμένη και μέσα σε σχέσεις. “Χτυπήθηκα” πάρα πολύ για όλους τους άντρες που πέρασαν από τη ζωή μου, δεν θα έχει σήμερα κανένας τους παράπονο. Στον έρωτα, ξέρεις, υπάρχει ένα μυστικό: Δεν πρέπει να τα δίνεις όλα. Και το φυσιολογικό, στα είκοσί σου χρόνια, είναι να ερωτεύεσαι έναν ποδοσφαιριστή -όπως ερωτεύτηκα εγώ- και όχι τον Σαρτρ. Αν, όμως, στα πενήντα σου συνεχίζεις να ερωτεύεσαι κάποιον ποδοσφαιριστή και όχι τον Σαρτρ, τότε έχεις πρόβλημα, είναι πράξη ανωριμότητας. Από κάποια ηλικία κι έπειτα, σταμάτησε να με ενδιαφέρει το θέμα έρωτας. Στα πενήντα μου κοιτούσα να ερωτευτώ κάποιον αλλά δεν μπορούσα, δεν ήθελα κανέναν. Από την άλλη, μου αρέσουν οι νέοι άντρες, δεν ζητούσα να τα φτιάξω με κάποιον της ηλικίας μου – ούτε γι’ αστείο. Μ’ αρέσει το νιάτο! Ούτε σε κακό μου όνειρο δεν ήθελα τον μεγάλο άντρα. Παρόλα αυτά, στα πενήντα μου χρόνια, είχα πάρα πολύ μεγάλο σουξέ. Τεράστιο! Το πιστεύεις; Όσοι δεν πρόλαβαν στα είκοσί μου, ήρθαν στα πενήντα μου. Όλοι όσοι με είχαν απωθημένο. Εγώ όμως, δεν ήθελα κανέναν, δεν μου βγήκε. Μετά είπα “χέστηκα”, και τελείωσε εκεί το θέμα έρωτας. Σήμερα απολαμβάνω τους φίλους μου, να παίρνω ευχαρίστηση από τις κουβέντες μας, να παίρνω νόημα, να τους ευχαριστιέμαι. Η φιλία είναι σημαντικότερη από τον έρωτα. Αναμφισβήτητα!».

«Αγαπήσατε πολύ στη ζωή σας;». «Θα σου εξομολογηθώ κάτι: Μπορεί και να μην έχω αγαπήσει ποτέ στη ζωή μου κάποιον περισσότερο από εμένα. Εγώ δεν ένιωσα ότι έπρεπε να γίνω θυσία για τον άλλον, να δώσω ένα κομμάτι μου δώρο στον άλλον, να θυσιαστώ, να του προσφέρω την προσωπική μου ευχαρίστηση. Ναι, ήμουνα ερωτευμένη, αλλά αυτό που λέμε “αγάπη”, μπορεί να μην μου έχει συμβεί ποτέ. Να μην μπόρεσα να αγαπήσω κάποιον άντρα, πιο πολύ απ’ ότι αγαπούσα τον εαυτό μου». «Νομίζω μεγαλώνετε πολύ ωραία, κυρία Καραγιάννη. Το απολαμβάνετε…». «Πολύ! Τα μεγαλώματά μου, τα γεράματά μου, έρχονται πολύ γλυκά. Είναι και νόμος της φύσης: Δεν μπορείς από τη μία μέρα στην άλλη να γίνεσαι, από τριανταπέντε ετών, εξήντα. Αν αυτό έχει συμβεί σε κάποιους ανθρώπους, τότε μάλλον είναι κάτι τρομακτικό, κάτι επώδυνο. Δεν ξυπνάς μεγάλος. Τα γεράματα έρχονται μέσα από διαδικασίες και, τελικά, δεν τα καταλαβαίνεις. Υπάρχουν γυναίκες που δεν εννοούν να καταλάβουν ότι πατάνε τα εβδομήντα με αποτέλεσμα να ντύνονται έξαλλα, να κάνουν διάφορες αστειότητες. Εγώ αυτά δεν τα καταλαβαίνω. Είναι παράλογο και γελοίο. Βεβαίως, σε αυτές τις περιπτώσεις, παίζει ρόλο και το ταμπεραμέντο!». «Αυτό που είχατε κι εσείς…». «Λες;». 

xatzigeorgiou@yahoo.com

Φιλελεύθερα, 8.11.2020.