Με «οδηγό» αποσπάσματα από το τελευταίο της βιβλίο «Το σκισμένο τούλι» που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Διόπτρα, η σπουδαία δημοσιογράφος και συγγραφέας «φωτίζει» αθέατά της κομμάτια μέχρι σήμερα, στις δημόσιές της παρεμβάσεις, στα κείμενά της, στον ισχυρό γραπτό και προφορικό της λόγο.
«…Είναι μερικοί άνθρωποι που γεννιούνται φοβισμένοι. Ούτε καλοί ούτε κακοί. Απλώς φοβισμένοι. Έτσι ζουν κι έτσι πεθαίνουν. Προσπαθούν να μικρύνουν το μπόι τους, να περάσουν απαρατήρητοι, αόρατοι, κανείς να μην τους δει, κανείς να μην τους ταράξει. Κι έτσι ήσυχα κι ευγενικά σχεδόν, γίνονται στα γεράματα ένα με το χώμα που θα τους σκεπάσει. Χωρίς να βλάψουν κανέναν και χωρίς να ωφελήσουν κανέναν…» (σελ.99).
– Τι σε έκανε να μην είσαι φοβισμένη στη ζωή σου; Όπως ξέρεις πάρα πολύ καλά, εμένα η ζωή μου ήταν πολύ τρομακτική από μόνη της – ήταν λίγο θρίλερ. Σκέψου πώς είναι ένα παιδί που είναι υπερπροστατευμένο μέχρι τα εννιά δέκα του χρόνια, που μεγαλώνει με τόση αγάπη, τόσα χάδια, τόσα φιλιά, και ξαφνικά, μέσα σε δύο χρόνια, πεθαίνει ο πατέρας και μπαίνει φυλακή η μάνα για αντιστασιακούς λόγους. Όπως καταλαβαίνεις, λοιπόν, η ζωή μου ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Έζησα διάφορα πράγματα. Άλλωστε, δεν πιστεύω ότι κανείς γεννιέται ατρόμητος. Και τώρα φοβάμαι. Όταν το 2012 -σύμπτωση, ήμουνα στην Κύπρο τότε- είχα ξεκινήσει μια επίθεση στη «Χρυσή Αυγή» και άρχισαν να μου έρχονται απειλητικά σημειώματα στο σπίτι και αναγκάστηκα από την τσέπη μου να πληρώσω ανθρώπους να μου φυλάνε την οικογένειά μου πρωτίστως -γιατί σ’ αυτό το σπίτι είναι η μάνα μου, είναι το παιδί μου, είναι ο άντρας μου- πώς δεν φοβόμουνα; Αλλά, ξέρεις τι γίνεται; Είναι θέμα επιλογής! Καταρχάς, δεν υπάρχει άνθρωπος που να μη φοβάται γι’ αυτούς που αγαπάει – αυτός που δεν φοβάται γι’ αυτούς που αγαπάει είναι απλά αναίσθητος. Επιλογή είναι, με φόβο μεν, αλλά πρέπει να κάνεις αυτό που πρέπει, να γράφεις αυτό που πρέπει και να λες αυτό που πρέπει. Και πάντα προστατεύοντας, πρωτ’ απ’ όλα, τους δικούς σου ανθρώπους. Ο πατέρας μου κι η μητέρα μου ήταν δύο άνθρωποι ατρόμητοι, πάρα πολύ γενναίοι άνθρωποι στον τρόπο ζωής τους κι, όπως καταλαβαίνεις, πάντα με ενθάρρυναν -η μητέρα μου ακόμη και τώρα- και ποτέ δεν μου είπαν «κοίτα τη δουλίτσα σου, κοίτα τον εαυτούλη σου, μην μπλέκεις, μην ανακατεύεσαι εκεί που δεν σε σπέρνουν». Αυτή είναι η ανατροφή που πήρα.
– Όσοι σε διαβάζουμε πάντως, έχουμε την εντύπωση για σένα πως είσαι μια ατρόμητη γυναίκα…Πως «τίποτα δεν φοβίζει την Έλενα Ακρίτα!». Πάντα υπάρχει φόβος. Και νομίζω πως ένα μεγάλο επίτευγμα του ανθρώπου είναι να καταφέρνει να λέει αυτό που πρέπει να πει φοβούμενος. Γιατί το να έχεις άγνοια κινδύνου δεν σε καθιστά γενναίο, σε καθιστά ηλίθιο. Οι ήρωες της Ιστορίας δεν ήταν άνθρωποι που είχαν άγνοια κινδύνου· ήταν άνθρωποι που, παρά την απόλυτη συναίσθηση του κινδύνου που είχαν, επέλεξαν να αγωνιστούν για κάτι. Εγώ αγωνίζομαι για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τα δικαιώματα των ζώων, των μειονοτήτων, της LGBTQ κοινότητας –είναι επιλογή μου! Έχει μεγάλη διαφορά αυτό και θέλω να το επισημάνω: Ήρωας είναι αυτός που γνωρίζει τον κίνδυνο αλλά, παρόλα αυτά, τον αψηφά και κάνει την υπέρβαση.
«…σε ένα διαμέρισμα που μύριζε λεβάντα, πατατούλες τηγανητές, απορρυπαντικό βιολέτα και κολόνια 4711. Αυτές οι μυρωδιές ήταν το σπίτι της, αυτές οι μυρωδιές ήταν το λιμάνι της, αυτές οι μυρωδιές ήταν ο τόπος ο ιερός, ο άγιος…» (σελ.20).
– Το δικό σου σπίτι τι μυρωδιές είχε; Δεν υπάρχει πιο επώδυνο πράγμα από τις μυρωδιές των παιδικών μας χρόνων. Όταν περνάω π.χ. απέξω απ’ το σπίτι το Πάσχα, μυρίζει πασχαλιά και θυμάμαι που ήμασταν μικρά παιδιά και πηγαίναμε και στολίζαμε τον Επιτάφιο στην Αγία Φιλοθέη…Είναι σαν να φοράς μία κολόνια του Dior αλλά εσένα να σου θυμίζει την παλιά κολόνια, τη Μενούνος, που είχαμε στην Ελλάδα, που μας έβαζαν όταν ήμασταν άρρωστοι και μύριζε λεμόνι. Αυτές είναι οι μυρωδιές που πονάνε και αυτές είναι οι μυρωδιές που αγαπάμε. Γιατί η όσφρηση είναι το πιο ισχυρό διαβατήριο για να γυρίσεις πίσω στα παιδικά σου χρόνια…
– «Αναζήτησες» πολλές φορές τον μπαμπά σου αφότου πέθανε; Σήμερα, προτού μιλήσουμε, έβλεπα στον ύπνο μου το σπίτι των Μελέαγρων, στη Λευκωσία, στον Άγιο Ανδρέα. Κι έκλαιγα στον ύπνο μου. Γιατί αυτό το σπίτι το έχω ταυτίσει με κάποια από τα Καλοκαίρια μου, με γιορτές, με Χριστούγεννα. Είναι μεγάλος ο ίσκιος, βαρύς. Αλλά δεν είναι φόρτος. Είναι ομπρέλα. Σαν ένας μεγάλος πλάτανος είναι ο πατέρας μου και σαν να κάθομαι από κάτω και με προστατεύει. Πολύ συχνά, ακόμη και τώρα, λέω «αχ, βρε μπαμπά, και να ζούσες, αυτόν τον άνθρωπο πολύ θα τον αγαπούσες…». Ή θα χαιρόταν για μένα που έμαθα να φροντίζω τον κήπο μας, που τον λάτρευε… Μπορεί να σου φανεί περίεργο, αλλά δεν επικαλούμαι τον πατέρα μου σε επιτυχίες καριέρας, στα επαγγελματικά· περισσότερο για τα μικρά καθημερινά τον επικαλούμαι που ήξερα ότι αγαπούσε και που τα ζήσαμε μαζί –όσο προλάβαμε: Τον κήπο, τον καφέ που του έψηνα όπως ακριβώς του άρεσε όταν ήμουν έξι χρονών, αυτά που μου έλεγε, τα χάδια του· σε αυτά μνημονεύω τον μπαμπά μου. Στα υπόλοιπα τον μνημονεύουν οι άλλοι – και τους ευχαριστώ που τιμούν τη μνήμη του.
«…γλίστρησαν από το στόμα της οι τέσσερις πιο παιδικές, πιο αθώες λεξούλες του κόσμου: “Θέλω τη μαμά μου”» (σελ.59).
– Πότε επιστρέφεις στη μητέρα σου –το πιο σταθερό στη ζωή του κάθε ανθρώπου; Αυτό το «του κάθε ανθρώπου» είναι μύθος. Δεν πιστεύω ότι όλες οι μανάδες είναι τέλειες, δεν πιστεύω ότι όλες οι μανάδες είναι γενναιόδωρες, δοτικές· υπάρχουν γυναίκες που είναι κακές, εγωίστριες, που είναι κακοποιητικές, στενόμυαλες –μανάδες είναι κι αυτές όλες. Εγώ είχα την τύχη να έχω τον τέλειο συνδυασμό, με την έννοια ότι είχα μια μητέρα που ήτανε διανοούμενη, απίστευτα αξιόλογος άνθρωπος και ταυτόχρονα μία μαμά μαμαδένια. Αυτός ο συνδυασμός, ότι η μητέρα μου με ενθάρρυνε να διαβάζω, συζητούσε μαζί μου τα βιβλία, με πήγαινε από πολύ μικρή να βλέπω καλές ταινίες, να δω μπαλέτο, κι απ’ την άλλη ήτανε μία μαμά που σε χουχούλιαζε όταν ήσουν αρρωστούλα, που σου έκανε κοτόσουπες, που σου έστυβε χυμό πορτοκάλι και σου έφερνε μικρά βιβλιαράκια για να περάσει η ώρα σου και το μικρό τρανζίστορ… Καμιά φορά της λέω «νοσταλγώ τις μέρες που ήμουνα άρρωστη στο πατρικό μου σπίτι», που ήτανε Χειμώνας, που δεν πήγαινα σχολείο, που με φρόντιζε η μαμά μου, που έμπαινε στο δωμάτιο ένας ήλιος… Αυτός ο ήλιος που μόνο από τις αναμνήσεις μπορεί να βγει, που ζει μέσα σου. Η μαμαδένια μαμά μού έπαιρνε τον πυρετό, φρόντιζε να φοράω καλτσάκια στο κρεβάτι για να μην κρυώσω, με πρόσεχε πολύ… Παλιά, όταν δούλευα στο «Βήμα», είχα γράψει «θέλω να ξαναρρωστήσω στο παιδικό μου κρεβάτι…». Νομίζω πως αυτό τα συνοψίζει όλα.
– Εσύ, ήσουνα μια μαμαδένια μαμά με τον Παύλο; Ήμουνα. Νομίζω πως ήμουνα εντελώς στα πρότυπα της μάνας μου. Μου λέει ο γιος μου, ο οποίος είναι τώρα 28 χρονών, «μαμά, δεν έκανες λάθη». Την εποχή που το παιδί κρίνει τη μάνα, την περάσαμε πολύ εξ απαλών ονύχων –δεν κατάλαβα εφηβεία με τον γιο μου. Και δεν κατάλαβα εφηβεία γιατί από πολύ μικρός που ήτανε, συζητούσαμε μαζί τι θα ήθελε να κάνουμε –τα «πρέπει» μπορεί να ήτανε σε άλλα πράγματα, αλλά δεν ήτανε στον ελεύθερό του χρόνο. Ναι, ήμουνα μαμαδένια. Δεν είχε περάσει βράδυ, μέχρι που ο ίδιος το ήθελε, που να μην του διαβάσω τα παραμύθια του Τριβιζά, όταν μεγάλωσε λίγο Άλκη Ζέη, Ζωρζ Σαρρή κ.λπ. Και βέβαια τα «101 σκυλιά της Δαλματίας», τα οποία επί έναν ολόκληρο χρόνο ήθελε κάθε βράδυ να τα διαβάζουμε, με αυτό τον τονισμό των λέξεων, να μην ξεχάσω ούτε συλλαβή –365 φορές τουλάχιστον είχα διαβάσει με τον ίδιο τρόπο τα «101 σκυλιά της Δαλματίας». Η μάνα είναι οι πατάτες οι τηγανητές, η μάνα είναι το χάδι, η μάνα είναι το να βρίσκεις στο μπάνιο την καθαρή σου πετσετούλα που έχει επάνω παιδικά σχεδιάκια, η μάνα είναι το χέρι που σε σφίγγει δυνατά όταν πας για τα ψώνια τα Χριστούγεννα και φοβάται μη σε χάσει από την πολυκοσμία… Αυτό ήταν η μάνα μου και αυτό είμαι κι εγώ.
«…Μικρά κεφαλάκια, μικρών ανθρώπων…» (σελ.217).
– Εκτός απ’ τους «μικρούς» ανθρώπους, μου έχεις μιλήσει κατά καιρούς για «καλούς» και «κακούς» ανθρώπους. Πώς τους διαχωρίζεις πια; Εγώ τους κακούς τους λέω, λιγότερο κομψά, σκατόψυχους. Κάνουνε μπαμ. Είναι ο άνθρωπος που τον νοιάζει η πάρτη του, ο άνθρωπος που είναι σεξιστής, μισογύνης, ρατσιστής, ομοφοβικός, που είναι χεσμένος από τον φόβο του για όλα αυτά που δεν ξέρει, που γράφει στο διαδίκτυο «ψόφους» και «καρκίνους» στα παιδιά των άλλων. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι αυτοί που θα σε δουν στον δρόμο και δεν πρόκειται ούτε καν να σκύψουν για να δουν αν είσαι ζωντανός ή αν πέθανες –απλά θα προχωρήσουν. Είναι οι άνθρωποι που κακοποιούνε τα ζώα, που τα πετάνε στους δρόμους, είναι οι άνθρωποι που χτυπάνε τα παιδιά τους –αυτοί είναι οι κακοί άνθρωποι. Θεωρώ δε ότι έχουν και πολλά κοινά μεταξύ τους. Ένας φασίστας, ένας Χρυσαυγίτης, θα μισεί τους gay –δεν μπορεί να μην τους μισεί! Μισεί τους μαύρους, θα χλευάσει το παιδάκι που είναι λίγο παχύσαρκο, τους ανθρώπους με ιδιαίτερες ικανότητες –δεν μπορεί να μην τους μισεί όλους αυτούς! Αν δε στα παιδιά που λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο στο σχολείο τους απέναντι στα άλλα παιδιά κάνοντάς τους bullying, από το σπίτι τους λειτουργεί η ανατροφή του τύπου «παιδάκι είναι, τι πειράζει;», τότε θα γίνουν τέρατα, θα γίνουν αυτοί που έχουμε σήμερα μπροστά μας.
– Υπέφερες πολύ στη ζωή σου από τέτοιους ανθρώπους- τέρατα; Έχω ένα γερό αμυντικό σύστημα, το οποίο βεβαίως πληρώνω με το αίμα της ψυχής μου -αλλά αυτό αφορά εμένα- όμως, όχι, δεν επέτρεπα να έχουν χώρο στη ζωή μου. Όπου έβλεπα τοξικό άνθρωπο, με κακοποιητική συμπεριφορά ή με κακοποιητικό λόγο, τον απομάκρυνα με συνοπτικές διαδικασίες. Όχι, δεν έχω τέτοιες εμπειρίες. Ακόμη και όταν ο γιος μου ήταν μικρός, προσπαθούσα να τον καθοδηγήσω, να είναι ψυχικά «οπλισμένος» σ’ αυτά τα πράγματα. Είναι αυτά τα «άνθη του κακού», που λέει ο Μποντλέρ, τα οποία δεν επέτρεψα να καρποφορήσουν στο δικό μου εύφορο έδαφος.
– Γιατί προτιμάς τη δικαστική οδό σε κάποιες περιπτώσεις και δεν αδιαφορείς –απλά να αδιαφορείς; Έχω την εντύπωση πως αυτό το «μην ασχολείσαι», το «γιατί ασχολείσαι;», έχει εκθρέψει ό,τι πιο χυδαίο, βίαιο, άθλιο, έχουμε ποτέ συναντήσει στη ζωή μας, στο περιβάλλον μας και στην κοινωνία μας. Εγώ είμαι της άποψης ότι τα φίδια πρέπει να τα πνίγεις μωρά στην κούνια. Απ’ την άλλη, πιστεύω πως η δικαιοσύνη είναι το ύψιστο αγαθό –πραγματικά, πιστεύω πολύ στη δικαιοσύνη, με όλα της τα λάθη και τα στραβά. Ένας τίμιος άνθρωπος εκεί θα πάει και εκεί θα διαμαρτυρηθεί· δεν μπορώ να προκαλέσω τον άλλον και να του πω «ρε, αν είσαι άντρας, βγες να πλακωθούμε στο ξύλο!». Είμαι και πολίτης και πολιτισμένη και θεωρώ πως η απάντηση σε όλα είναι η δικαιοσύνη. Όχι, δεν θα τους αφήσω! Θα τους πνίξω μωρά! Γιατί μετά, εάν δεν το κάνω εγώ τώρα, θα το βρεις μετά εσύ μπροστά σου Γιάννη, θα το βρει ένας κολλητός σου, θα το βρει το παιδί μου, θα το βρει η μάνα σου. Κάποιος πρέπει να αναλάβει το κόστος και να το σταματήσει όσο γίνεται τώρα. Και επειδή όλοι αυτοί είναι χέστηδες, τίποτα δεν τους σταματάει τόσο όσο αν τους πονέσεις στην τσέπη! Αν δεις για πότε όλοι αυτοί από ανθρωπάρια γίνονται ανθρωπάκια και σου γράφουν και σε παρακαλάνε και σου κλαίγονται και «χίλια συγγνώμη», θα έφτυνες το χώμα που πατούνε…
«…αυτή την άτιμη τη ρίζα που τόσο μοναδικά φανερώνει την παραίτηση…» (σελ.37).
– Το έζησες; Έζησες την παραίτηση σε στιγμές της ζωής σου; Είμαι ένας άνθρωπος που έχει παλέψει και έχει αγωνιστεί με την κατάθλιψη, επί χρόνια –όλα αυτά τα έχω ζήσει στο πετσί μου, όπως καταλαβαίνεις: Την παραίτηση της ρίζας, την παραίτηση της ρόμπας και της παντόφλας, την παραίτηση ότι δεν μπορείς να πας από το δωμάτιό σου στην κουζίνα. Εννοείται πως τα έχω ζήσει όλα αυτά. Γι’ αυτό και όταν τα έχεις ζήσει και τα περιγράφεις, ταυτίζονται και οι άλλοι. Ξέρεις τι μου γράφουν τώρα με το «σκισμένο τούλι» οι γυναίκες; «Είστε η φωνή που δεν ήξερα ότι έχω, είστε η φωνή μας, γράφετε σαν να ξέρετε εμένα προσωπικά». Ε, δεν υπάρχει μεγαλύτερο παράσημο απ’ αυτό.
«…Φοβάμαι και νιώθω τόση δα μικρή, ένα κουβαράκι που κυλάει χωρίς σταματημό και δεν σταματάει ποτέ… και… και… φοβάμαι …πόσο φοβάμαι…» (σελ.152).
– Αυτό είναι το αποτέλεσμα της παραίτησης; Αυτά που αναφέρω για την κατάθλιψη της Μάρως στο βιβλίο είναι εντελώς προσωπικά μου βιώματα. Στη Μάρω έχω βάλει την Έλενα…
– Φοβάσαι μήπως επανέλθει το τέρας της κατάθλιψης; Συνέχεια. Η υποτροπή είναι μέσα στο παιχνίδι. Εκεί ξέρεις πως πρέπει να στηριχτείς στον γιατρό σου, να μιλήσεις μαζί του, μερικές φορές πρέπει να κάνεις και το χατίρι στην κατάθλιψη, να την αφήσεις να περάσει το δικό της –ο πανικός ακινησίας που παθαίνω εγώ· δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Αλλά, μετά, σιγά-σιγά, πρέπει να το ξεπεράσεις. Γιατί, όταν έχεις δώσει τέτοια μάχη, τόσα χρόνια, λυπάσαι τον κόπο σου, λυπάσαι τα δάκρυα που έχεις χύσει, τον πόνο που πέρασες -που γίνεται και σωματικός πόνος- κι όταν έχεις κάνει τόσες θυσίες κι έχεις περάσει τόσα πολλά για να μπορέσεις να έχεις μια δημιουργική ζωή -όσο μπορείς- μέχρι το επόμενο βήμα που πάλι θα σε ξαναχτυπήσει, ε, δεν τ’ αφήνεις, δεν παρατάς πια τον αγώνα.
– Δύσκολα μπορεί να σε φανταστεί κανείς να κλαις… Δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς για μένα πάρα πολλά πράγματα. Είμαι πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, απίστευτα γενναιόδωρος και δοτικός και θέλω να προσφέρω. Είναι πράγματα για τα οποία δεν μιλάω ποτέ· τα ξέρουν μόνο αυτοί που πρέπει να τα γνωρίζουν.
– Αν σου ζητούσα να μου εξηγήσεις τι σημαίνει για σένα ευτυχία, τι θα μου έλεγες; Δεν μπορεί να υπάρχει προσωπική ευτυχία και να μην υπάρχει γύρω μας κοινωνική γαλήνη, να μην υπάρχει ισότητα, ισονομία, να μην υπάρχουν γελαστά πρόσωπα όταν πας να ψωνίσεις ένα βιβλίο ή μια μπλούζα, να μη βλέπεις μάτια που λάμπουν και πρόσωπα που γελούν. Είναι μια ουτοπία να μιλάμε για ευτυχία στον πλανήτη αυτό, του 21ου αιώνα.
Info: Το τελευταίο βιβλίο της Έλενας Ακρίτα «Το σκισμένο τούλι» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Διόπτρα.
xatzigeorgiou@yahoo.com
Φιλελεύθερα, 22.11.2020.