Ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης θυμάται μια παλιά ιστορία με τον Στέλιο Καζαντζίδη, τον οποίο συγκρίνει με τον Ντιέγκο Μαραντόνα.

Ένα μεσημέρι, γύρω στο 1960, έγινε στο κέντρο της Αθήνας η πιο αυθόρμητη διαδήλωση. Δεν είχε κομματική καθοδήγηση ούτε πολιτικά αιτήματα. Δεν επρόκειτο -με τον αυστηρό ορισμό της λέξης- καν για διαδήλωση.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης είχε κατέβει απλώς από το αυτοκίνητο του για να αγοράσει τσιγάρα από ένα περίπτερο στα Χαυτεία. Καθώς είχε ηλιόλουστο καιρό, αποφάσισε βολτάρει ως το Σύνταγμα. Αυτό ήταν. Ο περιπτεράς έβαλε λουκέτο και τον ακολούθησε. Οι καστανάδες άφησαν τις φουφούδες τους κι έσπευσαν στο κατόπι του. Οι μπογιατζήδες με τις μπατανόβουρτσες υπό μάλης -έκαναν πιάτσα τότε στην Ομόνοια- ενώθηκαν με την πομπή. Σούσουρο απλώθηκε στην οδό Σταδίου, «περνάει ο Στέλιος!»… Εμποροϋπάλληλοι ξεπόρτιζαν από τα μαγαζιά για να τον αντικρύσουν, διαβάτες ξέχναγαν τον προορισμό τους, πιτσιρικάδες τον περικύκλωναν για ένα αυτόγραφο, για να ρουφήξουν απλώς τον αέρα που έβγαινε από τα πνευμόνια του. Ώσπου να φτάσουν στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, η κυκλοφορία είχε διακοπεί.

«Θεός ο Καζαντζίδης τότε στην Ελλάδα…» μού είπε ο σεβάσμιος πλέον φίλος μου, που είχε σταθεί -ισχυριζόταν- μάρτυρας του περιστατικού. Κι εγώ βεβαίως δεν ανέτρεξα στην ειδησεογραφία της εποχής για να τον τσεκάρω. Η αλήθεια υπερβαίνει ορισμένες φορές την ακρίβεια.

Θεός επί της γης ολόκληρης ο Μαραντόνα. Αφότου πρωτοέπαιξε σε μεγάλες διοργανώσεις μέχρι τον θάνατό του, και ας είχε κρεμάσει τα παπούτσια του εικοσιτρία χρόνια πριν. Θεός που θα μείνει ανεκθρόνιστος ποιός ξέρει για πόσες δεκαετίες ακόμα.

Γιατί όμως συγκρίνω τον Μαραντόνα με τον Καζαντζίδη και όχι με κάποιο δικό μας παιχταρά, τον Χατζηπαναγή, τον Δομάζο, τον Νίκο Αναστόπουλο, ο οποίος έφερε -αδίκως- το προσωνύμιο «ο κόντος»; Διότι οι θρύλοι τους έχουν πλαστεί από κοινό υλικό σε εξαιρετικά γενναιόδωρες και για τους δύο δόσεις. Διότι αμφότεροι υπήρξαν οι πιο πολυφίλητοι γιοί της λαϊκής μούσας.

Σκεφτείτε το διαφορετικά. Υποθέστε πως ο Μαραντόνα διέθετε την ίδια ακριβώς ποδοσφαιρική ιδιοφυία, δεν είχε όμως μεγαλώσει στις φαβέλες αλλά σε ένα αστικό σπίτι. Ότι η φωνή τού έφηβου Καζαντζίδη δεν είχε αντιλαλήσει στις προσφυγογειτονιές, που τις αλώνιζε ως υπαίθριος μανάβης, μα σε κάποιο ωδείο. Και τότε προφανώς οι εραστές της μπάλας και του τραγουδιού θα υποκλίνονταν στο χάρισμά τους. Δεν θα τους λάτρευαν ωστόσο. Δεν θα τους ένοιωθαν σάρκα από τη σάρκα τους.

Το ταλέντο είναι η εκδίκηση των ταπεινών και καταφρονεμένων. Δεν αγοράζεται, δεν κληρονομείται ούτε προκύπτει καν απ’τη σκληρή δουλειά. Φυτρώνει σαν το μανιτάρι, στο πιο χέρσο συχνά έδαφος. Εάν το καλλιεργήσεις ματώνοντας τα γόνατά σου στην αλάνα, τα δάχτυλά σου στις χορδές, θα λάμψεις. Αν όμως δεν το έχεις, το πολύ να γίνεις ένας Σαλιέρι που θα τρέμει -σύμφωνα με τον μύθο- την εμφάνιση ενός Μότσαρτ.

Τόσο ο Μαραντόνα όσο και ο Καζαντζίδης όχι απλώς υπενθύμιζαν διαρκώς την κοινωνική τους προέλευση αλλά και ένοιωθαν Άγιοι Απόστολοι της φτωχολογιάς.

Αυτοβιογραφούμενος ο Καζαντζίδης, στεκόταν επίμονα στους διωγμούς που είχε υποστεί η οικογένειά του από το μετεμφυλιακό κράτος και οι οποίοι τού είχαν αφήσει μια εντονότατη καχυποψία προς τους «κυρίους στα κασμίρια τους σφιγμένους», καχυποψία που στα στερνά του έτεινε σε μανία καταδίωξης. 

Ο Μαραντόνα, ενώ στα πρώτα νιάτα του στάθηκε οπαδός του νεοφιλελεύθερου προέδρου της Αργεντινής Κάρλος Μένεμ, ταυτίστηκε στη συνέχεια με τη λατινοαμερικάνικη Αριστερά. Χτύπησε τατουάζ με τον Τσε Γκεβάρα, αγκαλιάστηκε με τον Φιντέλ Κάστρο, συνέδραμε τον Ούγκο Τσάβες. Έτσι του επέβαλε η συνείδηση του. Κάθε διαφορετική στάση θα φάνταζε ξιπασμένη. Νεόπλουτη.

Βοήθησαν (και δεν αναφέρομαι σε -απολύτως αξιέπαινες- κινήσεις φιλανθρωπίας) τη φτωχολογιά; Της έδωσαν αναμφίβολα περηφάνεια και αυτοπεποίθηση. Πόσοι πιτσιρικάδες δεν τούς είδαν ως παραδείγματα, ως αποδείξεις ότι το μέλλον τους δεν καθορίζεται αναγκαστικά από το έχειν των γονιών τους; Πως δεν υπάρχουν άβατα και στεγανά; «Καν’το όπως ο Ντιέγκο… Καν’το όπως ο Στέλιος…»

Κακά τα ψέμματα εντούτοις. Άλλο να φτύνεις αίμα «στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές» κι άλλο να θρυμματίζονται τα τζάμια, να ραγίζουν οι καρδιές όταν ανοίγεις το στόμα σου και τραγουδάς τον καημό του μετανάστη. Και στον κατήφορό σου ακόμα, και στην παρακμή σου, άλλο να φτιάχνεσαι εισπνέοντας βενζινόκολλα κι άλλο να σπας την κοκαϊνη με χρυσή πιστωτική.

Οι διαδρομές του Μαραντόνα και του Καζαντζίδη μάς υπενθυμίζουν πως στο καζίνο της ζωής οι έσχατοι γίνονται κάποτε πρώτοι. Η τράπουλα ξαναμοιράζεται πολλές φορές. Όχι όμως ότι τα χαρτιά δεν είναι σημαδεμένα. Τα έχει σημαδέψει -ανεξίτηλα, αυθαίρετα και άδικα πολλές φορές, κατά τα γούστα, κατά τα τσαλίμια της- η μέγιστη όλων των θεών. Εκείνη στην οποία και οι Ολύμπιοι ακόμα, κι ο ίδιος ο Δίας, υποτάσσονταν. Η Μοίρα.-

Φιλελεύθερα, 6.12.2020.