Ως τόπος λογοτεχνικής δράσης, η Σαντορίνη αποδείχθηκε θησαυρός, αφού έχει πάμπολλα στοιχεία εντοπιότητας που μπορούν να αξιοποιηθούν μυθοπλαστικά, όπως ο τρύγος και γενικά η ενασχόληση των ανθρώπων με την αμπελουργία.

 

-Το νέο σας μυθιστόρημα «Ένα πιάτο λιγότερο» έχει ως φόντο τα Ιουλιανά του 1965. Γιατί επιλέξατε αυτή την περίοδο;
Κεντρικό συμβάν της ιστορίας είναι ο θάνατος ενός νεαρού εργάτη, λίγες μέρες μετά την τυχαία ανακάλυψη μιας αρχαίας επιτύμβιας στήλης σε κάποια οικοδομή στην οποία δουλεύει στη Σαντορίνη. Η οικογένειά του βυθίζεται σε πένθος, παράλληλα όμως ανακύπτει και ένα «πρακτικό» ζήτημα – πρέπει να διασωθεί η στήλη. Χρειαζόμουν λοιπόν ένα σκηνικό υπόβαθρο μεγάλης κοινωνικοπολιτικής αναταραχής που να εξυπηρετεί δύο σκοπούς: Αφενός να δικαιολογεί μια σειρά δυσκολιών που θ’ αντιμετωπίσει η Αρχαιολογική Υπηρεσία στη διάσωση της στήλης και αφετέρου ν’ αναδεικνύει ξεκάθαρα ότι το πένθος έχει τη δύναμη να επισκιάζει τα πάντα, ακόμα και την ενεργή συμμετοχή του ανθρώπου σε ιστορικές εξελίξεις του τόπου του. Και τα Ιουλιανά προσφέραν ακριβώς ένα τέτοιο σκηνικό.

-Πώς επιλέξατε τη Σαντορίνη ως τον τόπο όπου ξετυλίγεται η πλοκή του βιβλίου;
Η ιστορία του βιβλίου βασίστηκε σε πραγματικό συμβάν – στην τυχαία ανακάλυψη μιας αρχαίας πλάκας στη Σαντορίνη το 2012. Η μυθοπλασία που έφτιαξα με αφορμή το συμβάν αυτό εκτυλίσσεται λοιπόν στον πραγματικό της τόπο, αλλά σε διαφορετικό χρόνο. Το δε ευτύχημα ήταν πως, ως τόπος λογοτεχνικής δράσης, η Σαντορίνη αποδείχθηκε θησαυρός, αφού έχει πάμπολλα στοιχεία εντοπιότητας που μπορούν να αξιοποιηθούν μυθοπλαστικά, με κυριότερο τον τρύγο και γενικά την ενασχόληση των ανθρώπων με την αμπελουργία.

-Ποια είναι η πρόκληση κάθε φορά που αρχίζετε να γράφετε ένα νέο βιβλίο;
Η αλήθεια είναι πως η πρόκληση δεν μου είναι ποτέ εμφανής όταν αρχίζω να γράφω κάτι. Μόνο στην πορεία συνειδητοποιώ ότι το δυσκολότερο πράγμα στη συγγραφή είναι η ιστορία να μην εκβιάζει το –όποιο– συναίσθημα από τον αναγνώστη. Ο αναγνώστης, εν ολίγοις, να νιώθει ό,τι θέλει και μπορεί να νιώσει με βάση τις πράξεις των ηρώων του βιβλίου, όχι με βάση τις «λεκτικές παραινέσεις» του συγγραφέα. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο στη μυθοπλασία. Δεν το καταφέρνω πάντα, πάντως αυτό επιδιώκω.

-Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με την συγγραφή;
Ομολογώ πως δεν έχω καταλάβει ακόμη. Υποψιάζομαι όμως ότι από μικρή έψαχνα να βρω έναν τρόπο να πω μερικά πράγματα που δεν μπορούσα να πω με τον προφορικό λόγο. Δοκίμασα κι άλλες τέχνες, αλλά στα βιβλία βρήκα τελικά τη φωλιά μου.

-Ποιους συγγραφείς θα θέλατε να γνωρίσετε από κοντά και γιατί;
Αυτό τον καιρό αισθάνομαι ότι θα προτιμούσα να οργανώσω ένα «λογοτεχνικό σαλόνι», όπως τα παλιά που γινόντουσαν σε σπίτια ή σε γραφεία εκδοτών, και να έρθουν όλοι οι συγγραφείς της γενιάς μου. Και καλεσμένους να έχουμε μαθητές σχολείων που θα μας διάβαζαν κείμενά τους.

-Ποια βιβλία διαβάσατε πρόσφατα και σας άρεσαν;
Μια συλλογή με αφηγήματα του Αντώνη Συριανού, το «Οι Καστρωμένες» – δύσκολο βιβλίο, γραμμένο στην τηνιακή ντοπιολαλιά, αλλά εντέλει απολαυστικό. Επίσης, ένα πολύ ωραίο μυθιστόρημα, το «Ο τελευταίος φύλακας» του Δημήτρη Οικονόμου, όπως και μια εξίσου ωραία συλλογή διηγημάτων, το «Αποδοχή κληρονομιάς» του Ανδρέα Νικολακόπουλου.

 

 

Φιλελεύθερα, 13.12.2020.