16 χρόνια μετά το θάνατο της κορυφαίας συγγραφέως και αγωνίστριας της Αριστεράς, που πέθανε στις 23 Σεπτεμβρίου του 2004, δικά της λόγια από μία παλιά συνάντηση, στο σπίτι της, στου Ζωγράφου.

Στη συνάντησή μου, πριν από δύο χρόνια, με τον Νίκο Μπελογιάννη, του το είχα υποσχεθεί: «Κάπου έχω μία συνέντευξη της θείας σας, αλλά δυστυχώς έχει χαθεί. Αν τύχει και τη βρω θα σας τη στείλω για να την ψηφιοποιήσετε για το αρχείο σας». Βρέθηκε, τελικά, μέσα σε κάποιες ξεχασμένες κούτες, την άνοιξη, στον ελεύθερο χρόνο της εποχής του κορωνοϊού- ήταν για την φοιτητική εφημερίδα της «Προοδευτικής» παράταξης του ΑΚΕΛ στην Αθήνα, Ιανουάριος του 2000. Δεν είχα ξεχάσει, ωστόσο, ποτέ, στα χρόνια που ακολούθησαν, εκείνο το δυάρι της οδού Ιπποκρίνης: Τη μεγάλη βιβλιοθήκη, την ανοιχτή μπαλκονόπορτα που «κοιτούσε» στην απέναντι πολυκατοικία και στο στενό δρόμο, την ανοιχτή τηλεόραση, μερικά ξυσμένα μολύβια ακουμπισμένα στο ξύλινο γραφείο που είχε μπροστά της – το έντονό της βλέμμα και τα λευκά όμορφα χτενισμένα κυματιστά της μαλλιά. Είχε ζητήσει από τη γυναίκα που την φρόντιζε να μας ετοιμάσει καφέ ελληνικό μέτριο και ξεκίνησε να δοκιμάζει τα δάχτυλα κυριών που της είχα υποσχεθεί στο τηλέφωνο – «ήμουν εγώ μία μαγείρισσα, όταν μπορούσα να στέκομαι στην κουζίνα… Βέρα Μικρασιάτισσα!». Στο βάζο υπήρχαν χρυσάνθεμα, τα κοιτούσε και αισθανόταν ωραία, μυριζόταν και τον αχνιστό καφέ «για το πρωινό της μέρας», ενώ με ρωτούσε επίμονα για την Κύπρο και τους Τουρκοκύπριους – ύστερα κάτι θέλησε να μου διαβάσει που είχε γράψει το προηγούμενο βράδυ σε ένα κομμάτι χαρτί και είχε φυλάξει στο πλάι, μέσα σε ένα χαρτονένιο κουτάκι: «Μου γνέφει ο θάνατος…Έι, σ’ εσένα μιλώ. Κάνω πως χαμογελώ. Είμαι έτοιμη του λέω. Αλήθεια, πώς θα ‘ναι όταν σταματάει η καρδιά… Κρίμα… Όταν το μάθω δεν θα μπορώ να σας το περιγράψω…».

Τον φοβάστε;
Όχι. Δεν τον φοβάμαι το θάνατο. Αν θέλει ας έρθει. Εκείνο που φοβάμαι είναι το σκοτάδι… Θέλω τη σκέψη μου καθαρή, περήφανη και όρθια. Φτάνω τα εκατό. Δεν ξέρω τι θέλει ο Θεός. Να ξέρεις, όμως, πως περισσότερη σημασία στη ζωή μου ως τώρα δεν είχε ο Θεός. Αυτός παρουσιάζεται για να τρομάζουν οι άνθρωποι. Ό,τι έζησα ήτανε για την ανθρωπιά, τη φιλία, την αγάπη στον άνθρωπο. Τίποτε δεν μου έχει λείψει. Εγώ, θα φύγω γεμάτη.

Πότε κάνατε την πρώτη σας επανάσταση;
Όταν εγκατέλειψα το σπίτι που έμενα και απαρνήθηκα την περιουσία που μου είχε γράψει η θεία μου. Και πριν έκανα ό,τι ήθελα, αλλά τότε ήτανε το μεγάλο βήμα. Είπα: «Δεν θέλω τίποτα πια από εσάς». Ήθελα να φύγω. Έγινα δημοσιογράφος. Όταν βγήκε ο «Νέος κόσμος της γυναίκας» έγινα αρχισυντάκτρια. Δούλεψα πολύ στον Τύπο. Είχα και τις δημοσιογραφικές μου επιτυχίες… Η μεγάλη είδηση που έβγαλα -κι όχι ότι ήμουνα δαιμόνια καθόλου, αλλά μου έπεσε στα χέρια-, ήταν ότι οι Εγγλέζοι θα μας δώσουν στους Αμερικάνους. Κάποιος από τους Δεξιούς συναδέλφους είπε τότε: «Αυτή δεν είναι δημοσιογράφος, είναι πράκτορας!».

Μοιάζει να είναι βίωμά σας η αντίσταση…
Δεν είναι απλώς βίωμά μου. Τσουρουφλίστηκα στις αντιστάσεις μου. Τα «Ματωμένα χώματα» είναι για τα πρώτα χρόνια της ζωής μου. Αλήθεια, ξέρεις ότι αυτό το βιβλίο πέρασε δύο στρατοδικεία στην Τουρκία και ότι πάρθηκε απόφαση να πολτοποιηθεί; Στην «Εντολή» είχα μια πρόσθετη δυσκολία: Μιλούσα για οικογενειακά μου πρόσωπα και έπρεπε να αποφύγω το μελό. Νομίζω ότι ενώ τα «Ματωμένα Χώματα» είναι ένα κλασικό βιβλίο, με την «Εντολή» άνοιξα κατά κάποιο τρόπο καινούργιο δρόμο: Πώς μπορεί σήμερα να γράψει κανείς μυθιστόρημα-ντοκουμέντο. 

Στρατευμένη συγγραφέας;
Η στράτευση για μένα ήταν χρέος! Όπως κάνουν οι θρησκευόμενες, ας πούμε. Ήμουν υποχρεωμένη, ήταν τιμή μου η στράτευση, δεν σκεφτόμουν πια την προσωπική μου ευτυχία. Όταν είχα αναμιχθεί, όσο το έκανα, ήταν γιατί το πίστευα. Δεν είναι τυχαίο ότι πάντα η διανόηση ήταν Αριστερή. 

Το τίμημα σ’ αυτά ποιο ήταν;
Κοίτα, θα μπορούσα να είχα γράψει περισσότερα βιβλία (γελάει). Ξέρεις, στην αρχή ήμουν κυνηγημένη, κρυβόμουν, έτρεχα στις φυλακές, σε βουλευτές, φρόντιζα τον Νίκο, τον γιο της Έλλης… (σ.σ της αγωνίστριας Έλλης Παππά). Έχω απομονωθεί τελευταία. Έχω πάθει έντεκα εγκεφαλικά. Τα πρώτα τέσσερα ήταν το ’89, τότε που πήρα το Κρατικό Βραβείο για το σύνολο του έργου μου. Δεν θα το πιστέψεις, αλλά κάθε μέρα νιώθω να μου φεύγουν οι λέξεις… Διερωτώμαι αν είμαι εγώ…

Κι ο έρωτας μέσα σ’ όλα αυτά – υπήρξε ποτέ;
Ο έρωτας υπήρξε πολύ σημαντικός στη ζωή μου! Άλλωστε, αυτές οι μικρές χαρές της ζωής είναι που μας μένουν τελικά. Ο Πλάτωνας (σ.σ ο σύζυγός της) ήταν σ’ αυτό ο ιδανικός σύζυγος. Πιο καλός από τη λέξη «καλός». Το «καλός» είναι λίγο για τον Πλάτωνα. Έζησα μεγάλους έρωτες. Γιατί, πώς να το πω, έχω μέσα μου μια ζωντάνια. Ζωντάνια μικρασιάτικη ίσως. 

Δεν κάνατε παιδιά…
Ναι, το παιδί του Μπελογιάννη όμως, εγώ το μεγάλωσα, αφού η Έλλη έκανε δεκαέξι χρόνια φυλακή και εξορία. 

Τώρα δεν σας λείπει ένα δικό σας;
Πολύ. Όπως και να το κάνεις, είμαι μόνη. Καθώς βλέπεις, κινδυνεύω από την απώλεια συνειδήσεως. Κλείνουν σιγά σιγά οι καρωτίδες μου. Θα ήθελα να είχα ένα παιδί. Ήμουνα, όμως, βλέπεις, επαναστάτρια. Όχι πως το μετάνιωσα ή πως καταθέτω τώρα τα όπλα. Αλλά, ας έκανα λίγο πίσω κι ας έκανα αυτό το δώρο στον εαυτό μου. Η ζωή έχει μεγάλες χαρές. Ευτυχώς που έχω την αγάπη του κόσμου κι αυτό με κρατάει. Κοίτα τα λουλούδια εκεί. Μου τα έχει φέρει χθες μια δημοσιογράφος από κάποια εφημερίδα. Καταφέρνω, ευτυχώς, να μην καταντήσω μια γριαντόσσα. 

Τι είναι αυτό που σας επιβεβαιώνει πως υπήρξατε σ’ αυτή τη ζωή, κυρία Σωτηρίου;
Ο χρόνος. Ο χρόνος και το χάδι του κόσμου…

Υ.Γ. Η ψηφιοποίηση μέρους της συνέντευξης τής κ. Σωτηρίου, έπειτα από 20 χρόνια αφότου δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην «Προοδευτική άποψη», είναι αφιερωμένη στον Λάκη Χριστοδούλου, στη Χριστίνα Χριστόφια, στη Μαρία Δρυμιώτου και στον Αρτέμη Αρτεμίου – των ωραίων εκείνων χρόνων των «Προοδευτικών» αγώνων, όταν όλα ήταν ακόμη αθώα και μύριζαν χειλανθή λεβάντα. 

xatzigeorgiou@yahoo.com

Φιλελεύθερα, 27.9.2020.