«Η ζωή στις αλλόκοτες κοινωνίες των στρατοπέδων, του ενός φύλου και των πολλών διαφορετικών εθνικοτήτων, δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τη ζωή στην πατρίδα.»
– Τι σας ώθησε να αναδείξετε μια ανεξερεύνητη πτυχή της ελληνικής Ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου; Όταν αναπάντεχα έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Μπακόπουλου, όπου καταγράφει την εμπειρία του από τα ναζιστικά στρατόπεδα στα οποία μεταφέρθηκε ως όμηρος, εντυπωσιάστηκα τόσο ώστε αποφάσισα να αναζητήσω και άλλα σχετικά κείμενα. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι ξεκινούσε μια θελκτική επταετής ερευνητική και συγγραφική περιπέτεια, με κατάληξη τη συγκέντρωση υλικού 9.500 σελίδων, που στη συνέχεια συμπυκνώθηκε στις 500 σελίδες ενός βιβλίου, η συγγραφή του οποίου κατέστη για μένα ηθικό χρέος.
– Ποιες ήταν οι βασικές πηγές της έρευνάς σας; Ο εντοπισμός βιβλίων ανάλογης θεματολογίας. Όπως αποδείχθηκε, ήταν η ορθότερη προσέγγιση, επειδή οι αυτοτελείς εκδόσεις, συχνά πολυσέλιδες, παρέχουν τεράστιο όγκο πληροφοριών, αποτυπώνοντας λεπτομερώς ολόκληρη τη δοκιμασία αυτών των άτυχων ανθρώπων (τη σύλληψη και την κράτηση σε ελληνικά στρατόπεδα και στη φασιστική Ιταλία ή το δραματικό ταξίδι με το τραίνο ώς το Ράιχ, τον στρατοπεδικό βίο, την οδύσσεια του επαναπατρισμού με την περιπλάνηση σε μια κατεστραμμένη, χαοτική Ευρώπη), αλλά και τις σκέψεις τους, τα διλήμματα και τις μεταπτώσεις τους. Την έρευνα συμπλήρωσαν ανέκδοτα και χειρόγραφα ημερολόγια, προφορικές ή δημοσιευμένες μαρτυρίες και παλαιές συνεντεύξεις επιζώντων ομήρων και αιχμαλώτων.
– Τι σας έχει συγκλονίσει στις μαρτυρίες των Ελλήνων ομήρων και αιχμαλώτων στα ναζιστικά στρατόπεδα; Είναι συγκλονιστικές ώς την τελευταία τους λέξη, καθώς αποκαλύπτουν απροσδόκητες, ακραίες καταστάσεις: Η ζωή στις αλλόκοτες κοινωνίες των στρατοπέδων, του ενός φύλου και των πολλών διαφορετικών εθνικοτήτων, δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τη ζωή στην πατρίδα. Από τη συμβίωση με χιλιάδες αλλόφυλους και αλλόγλωσσους συγκρατούμενους, ώς τις αδιανόητες συνθήκες διαβίωσης, με τη βασανιστική πείνα και το κρύο, την εξαντλητική εργασία και τη σωματική βία, τον αδιάκοπο αγώνα για επιβίωση. Εξίσου συγκλονιστικές είναι και κάποιες άλλες παράμετροι, που αναδεικνύουν το μεγαλείο της ανθρώπινης ψυχής, όπως η πεισματική θέληση για ζωή, το θάρρος, η αλληλεγγύη και η μεγαλοθυμία.
– Συμπληρώνετε όντως τη μνήμη του κόσμου με το βιβλίο σας. Αυτό δεν είναι και κύριο καθήκον της εκπαίδευσης στην Ελλάδα –και όχι μόνο– η οποία έχει μείνει στα ίδια και τα ίδια; Είναι νομίζω αυτονόητο, πως η διατήρηση και η συμπλήρωση, με νέα στοιχεία, της μνήμης, είτε πρόκειται για άτομα είτε για έθνη είτε για την ανθρώπινη κοινότητα εν γένει, έχουν θεμελιώδη σημασία για την αυτογνωσία και εξέλιξη στο μέλλον. Η διδασκαλία της Ιστορίας στην Ελλάδα βελτιώθηκε αποφασιστικά τα τελευταία χρόνια. Μένουν ωστόσο πολλά να γίνουν, από την ποιοτική και ποσοτική επιλογή της ύλης ως τον τρόπο με τον οποίο αυτή παραδίδεται.
– Στο βιβλίο κάνετε ειδική αναφορά στις γυναίκες ομήρους. Πώς θα τις σκιαγραφούσατε; Νέα κορίτσια κάτω των 20, αλλά και μεγαλύτερες γυναίκες, υπέστησαν τα ίδια (ενίοτε και περισσότερα) με τους άνδρες δεινά -η ισότητα των δύο φύλων στα ναζιστικά στρατόπεδα: σκληρότατη πολύωρη χειρωνακτική εργασία, βάναυση μεταχείριση. Με γενναιότητα και τεράστια αποθέματα σθένους πάλεψαν να αντεπεξέλθουν, χωρίς να απωλέσουν την ευαισθησία και την τρυφερότητα της φύσης τους. Κατόρθωσαν δηλαδή ένα δύσκολο συγκερασμό, που επάξια τις καθιστά ηρωικότερες από τους άρρενες ομοιοπαθείς τους.
Φιλελεύθερα, 27.9.2020.