Μια από τις πιο δυνατές φωνές στον χώρο του θεάτρου, ξεδιπλώνει τις σκέψεις της για τις προκλήσεις της εποχής, τον ρόλο της ΣΕΖΟΝ Γυναίκες, τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών στον χώρο του θεάτρου, αλλά και το όραμά της για ένα θέατρο που να επηρεάζει τις συνειδήσεις των ανθρώπων.

Οι επισκέπτες του Βρετανικού Μουσείου, στις 22 του Φεβρουαρίου, καθώς περιδιάβαιναν τις αρχαιότητες από την κλασική και ελληνιστική περίοδο, άκουγαν τις φωνές των ανθρώπων του Τρωικού πολέμου. Όχι των αντρών, αλλά αυτές των γυναικών, η αφήγηση των οποίων δεν είχε ακουστεί μέχρι σήμερα. Ήταν η σπουδαία παραγωγή «Χίλια πλοία» της Νάταλι Χέινς, σε σκηνοθεσία της Μαγδαλένας Ζήρα και της Αθηνάς Κάσιου, από τη ΣΕΖΟΝ Γυναίκες.  Ένα ανατρεπτικό χάπενινγκ που έδινε φωνή στις περιθωριοποιημένες γυναίκες του μύθου του Τρωικού πολέμου. Επρόκειτο να παρουσιάσουν την παραγωγή τους και σε άλλες πόλεις, όμως η πανδημία και το lockdown ανέτρεψε τα σχέδιά τους. Όλο αυτό το διάστημα, η Μαγδαλένα δούλευε πάνω στο έργο «Αριστοφάνους και Μενάνδρου Γωνία», το οποίο σκηνοθετεί για τα Κύπρια. «Επιστρέφω στη θεατρική σκηνή με συγκίνηση και ευγνωμοσύνη. Νιώθω αγωνία μέχρι να δω τη δουλειά αυτή να υλοποιείται έπειτα από πολλούς μήνες προετοιμασίας», μου λέει σε ένα διάλειμμα ανάμεσα στις πρόβες. 

– Μεγάλωσες σε μια οικογένεια που αγαπά τα γράμματα και τις τέχνες. Πόσο επηρέασε την πορεία σου αυτό το περιβάλλον; Το σπίτι μας ήταν πάντα γεμάτο με βιβλία. Ήμουν εκτεθειμένη στη λογοτεχνία και σε καλλιτεχνικές δραστηριότητες από πολύ νωρίς. Αυτό άρχισε ίσως από τη γιαγιά μου, τη Μάγδα Κιτρομηλίδου, και τον πατέρα της. Την άκουγα να διηγείται με περηφάνια πως ως διευθύντρια στο Παρθεναγωγείο της Παλλουριώτισσας συγκέντρωνε για το σχολείο έργα μεγάλων ζωγράφων της εποχής, του Κάνθου και άλλων. Θυμάμαι πόσο πολύ διάβαζε. Ψάχνοντας στη βιβλιοθήκη της, ανακαλύπτει κανείς μια ευρεία θεματολογία. Το Δεύτερο Φύλο της Σιμόν ντε Μποβουάρ το πρωτοσυνάντησα στα ράφια της.  Η μόρφωση και η τέχνη ήταν ύψιστα αγαθά στην οικογένειά της. 

– Ποιες ήταν οι πρώτες σου θεατρικές εμπειρίες; Το παιδικό θέατρο του ΘΟΚ, όπου παρακολούθησα σπουδαίες παραστάσεις. Θυμάμαι το Φεστιβάλ Λευκωσίας από την Άννα Μαραγκού, με εργαστήρια στην Πύλη Αμμοχώστου. Πηγαίναμε επίσης στα φεστιβάλ αρχαίου δράματος. 

– Πώς βρέθηκες στα 17 σου να σπουδάζεις στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης; Ήξερα από τότε ότι ήθελα να γίνω σκηνοθέτρια. Ωστόσο, ξεκίνησα με κλασικές σπουδές στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Αγαπούσα πάρα πολύ την αρχαία ελληνική γραμματεία, τη λατινική ποίηση, την ιστορία – και ακόμα τα αγαπώ, είναι  η βάση μου. Ο θείος μου, ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης, με είχε ενθαρρύνει να πάω στην Οξφόρδη. Αυτές οι σπουδές ήταν καθοριστικές για μένα. Έμαθα την πειθαρχία ως προς τη δουλειά και πήρα πολλά ερεθίσματα. Παρακολουθούσα παραστάσεις και επίσης έπαιζα θέατρο. Συνέχισα με μάστερ στο Kings College και στο RADA. Για μια σύντομη περίοδο δούλεψα στην Αθήνα και μετά πήγα στην Αμερική για σπουδές στη σκηνοθεσία. 

– Τι σε έφερε πίσω στην Κύπρο; Το 2008, όταν ήμουν εδώ για διακοπές, συνάντησα τον Εύη Γαβριηλίδη που μου είπε «ακόμη δεν πήγες να κάνεις μια παράσταση στον ΘΟΚ;». Με ενθάρρυνε δω τον Βαρνάβα Κυριαζή και να του κάνω μια πρόταση. Ο Βαρνάβας μου έδωσε την ευκαιρία να σκηνοθετήσω δύο φορές στη Νέα Σκηνή του ΘΟΚ και μια στην Πειραματική. Αυτές οι πρώτες συνεργασίες με τον ΘΟΚ συνέβαλαν στο να μείνω στην Κύπρο μόνιμα, με ένα διάλειμμα για το διδακτορικό μου στο αρχαίο δράμα.

– Αρχίζοντας να ασχολείσαι με το θέατρο, ήθελες να κάνεις παραστάσεις που να επιδρούν στη σκέψη των ανθρώπων; Ναι, το θέατρο επηρεάζει συνειδήσεις και ίσως αλλάζει τον κόσμο. Τουλάχιστον πρέπει να έχουμε την πίστη και την ελπίδα να αλλάξουμε το σύστημα—όσοι/ες δεν ανήκουν στην κυρίαρχη κοινωνική ομάδα δεν έχουν άλλη επιλογή παρά να προσπαθήσουν! Οι ιστορίες έχουν πάντα ένα μήνυμα που ενίοτε μπορεί να αγγίξει συνειδήσεις, κάτι που ευνοεί τη δημιουργία συνθηκών για πρόοδο της επόμενης γενιάς. Γι’ αυτό και η εξουσία προσπάθησε πολλές φορές να φιμώσει τη δημιουργία. ​

​- Με την Αθηνά Κάσιου και τη Νέδη Αντωνιάδη έχετε δημιουργήσει τη ΣΕΖΟΝ γυναίκες. Μέσα από ποια ανάγκη γεννήθηκε το πρότζεκτ αυτό; Με την Αθηνέττα φτάσαμε σε μια φάση της σταδιοδρομίας μας, μετά από δέκα χρόνια δραστηριότητας, που διαπιστώσαμε πως όσο μεγαλώνουν οι γυναίκες ηθοποιοί  λιγοστεύουν οι ευκαιρίες εργοδότησής τους. Το ρεπερτόριο δεν αντιπροσώπευε το διαθέσιμο δυναμικό. Συνειδητοποιήσαμε παράλληλα ότι υπήρχε μια γυάλινη οροφή και στη δική μας σταδιοδρομία, αφού, για παράδειγμα, η επαγγελματική καταξίωση με μεγάλες θεσμικές αναθέσεις —όπως η Κεντρική Σκηνή του κρατικού θεάτρου— έρχεται σπάνια εως και ποτέ για τις γυναίκες σκηνοθέτριες. Αυτό έχει να κάνει με το πώς αντιμετωπίζεται η γυναίκα και ποια γυναικεία πρότυπα θέλουμε να βλέπουμε στην σκηνή. Είναι όλα μέρος ενός συστήματος. Αν, για παράδειγμα, οι άντρες συγγραφείς κυριαρχούν μόνιμα στο ρεπερτόριο, τότε το πρόβλημα διαιωνίζεται. Η ομάδα της ΣΕΖΟΝ, η Αθηνέττα, η Νέδη κι εγώ, ήρθαμε μαζί γιατί πιστεύουμε ότι είναι σημαντικό το ποιος λέει τις ιστορίες, τίνος τις ιστορίες λέμε, ποιος ελέγχει την αφήγηση. Αυτή είναι η πυξίδα με την οποία επιλέγουμε τις δράσεις μας. Μοιραζόμαστε την άποψη και άλλων δημιουργών στην Κύπρο και στο εξωτερικό, ότι δηλαδή οι ιστορίες που λέμε γίνονται ο κόσμος στον οποίο ζούμε. 

– Αυτή η συνειδητοποίηση προέκυψε μέσα από προσωπικές σας αναζητήσεις; Σε κάποια φάση της ζωής μου συνειδητοποίησα ότι κι εγώ αναπαράγω στερεότυπα. Είμαστε εμποτισμένοι από μωρά με την κυρίαρχη αφήγηση και πρέπει να κάνεις μια προσωπική επανάσταση, να συνειδητοποιήσεις ότι έκανες λάθος. Βιώνοντας στο πετσί μας τη διάκριση στον χώρο του θεάτρου, προχωρήσαμε στη δημιουργία της ΣΕΖΟΝ γυναίκες. Μας ενδιαφέρει να ανεβάζουμε έργα που θίγουν θέματα έμφυλων διακρίσεων και να δίνουμε πλατφόρμα σε γυναικείες φωνές σε κάθε πτυχή της δημιουργίας. Μπορεί να είναι ακόμη και κλασικά κείμενα, μέσα από μια γυναικεία οπτική. 

– Πιστεύεις ότι οι κρίσεις, οι ανατροπές, δίνουν τροφή για δημιουργία στους καλλιτέχνες; Χρειάζεται να είσαι άνθρωπος ευαίσθητος με ανοιχτές τις κεραίες σου. Υπήρξαν πολλές κρίσεις και πριν την πανδημία για να μας κινητοποιήσουν, όπως η καταστροφή του περιβάλλοντος, το προσφυγικό, η κρίση της δημοκρατίας, ο ρατσισμός, ο σεξισμός, το κίνημα Me Too. Μπορεί η πανδημία να ήταν μια ευκαιρία για να καταλάβουμε τι γίνεται. Το θέατρο δεν μπορεί να είναι μόνο ψυχαγωγία, είναι σημαντικό να είναι ανοιχτό σε όλα αυτά τα προβλήματα. Ζούμε όλοι ακραίες καταστάσεις, όμως για μας που η δουλειά μας έχει να κάνει με την συνάθροιση και με τη ζωντανή επαφή, είναι μεγάλο το πλήγμα. Συνειδητοποίησα ότι ο κόσμος έχει μεγάλη ανάγκη να συνυπάρχει στον ίδιο χώρο. Τώρα που κάνω θέατρο νιώθω ευγνώμων, γιατί ποιος ξέρει τι θα φέρουν οι επόμενες μέρες. 

– Το 2019 απονεμήθηκε σε σένα και στην Αθηνά Κάσιου το βραβείο Δημιουργού της Χρονιάς από τον ΘΟΚ για το πρότζεκτ ΣΕΖΟΝ Γυναίκες. Ωστόσο αρνήθηκες να αναλάβεις την ανάθεση της σκηνής Εκτός Έδρας. Ποιο ήταν το σκεπτικό σου; Θεωρώ ότι η σκηνή Εκτός Έδρας είναι ένας εξαιρετικά σημαντικός θεσμός, απαραίτητος για ένα κρατικό θέατρο. Με την δική μου ομάδα κάναμε αρκετές φορές περιοδείες, γιατί πιστεύω ακράδαντα ότι είναι καθήκον μας σαν καλλιτέχνες. Αλλά η ανάθεση αυτή έγινε στο πλαίσιο της βράβευσής μου για τη ΣΕΖΟΝ Γυναίκες. Η ΣΕΖΟΝ ιδρύθηκε για να καταγγείλει, ανάμεσα σε άλλα, την εν πολλοίς απουσία γυναικών σκηνοθετριών στις βασικές σκηνές του κρατικού θεάτρου στα 50 χρόνια λειτουργίας του, ως αποτέλεσμα της συστηματικής ιεράρχισης των γυναικών δημιουργών ως λιγότερο σημαντικές, σε όλους τους τομείς της τέχνης. Άρα δεν μπορούσα να δεχτώ αυτή την ανάθεση την παρούσα στιγμή: η συμβολική μου άρνηση έχει να κάνει με το ότι εκπροσωπώ την ΣΕΖΟΝ και έχει στόχο να ανοίξει μια εποικοδομητική συζήτηση με τον ΘΟΚ για να αναγνωριστεί ένα διαχρονικό πρόβλημα. 

– Ποια η διαφορά της Κεντρικής από τις άλλες Σκηνές του ΘΟΚ; Η ανάθεση της Κεντρικής σκηνής είναι τιμή και ένδειξη εμπιστοσύνης προς τον/την δημιουργό, αφού περιέχει μεγαλύτερο οικονομικό ρίσκο και λαμβάνει μεγαλύτερη προβολή. Οι γυναίκες σκηνοθέτριες και συγγραφείς σπάνια έχουν πρόσβαση σε αυτή τη σκηνή. Αυτό δεν γίνεται μόνο στην Κύπρο. Ακόμα και στο National Theatre του Λονδίνου, μέχρι το 2019 μια φορά μόνο είχε ανέβει θεατρικό έργο από γυναίκα συγγραφέα στην κεντρική σκηνή Olivier. Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο. 

– Πού βρίσκεται αυτή η συζήτηση με τον ΘΟΚ; Είμαι πολύ αισιόδοξη ότι θα αρχίσει μια γόνιμη συζήτηση και θα υπάρξουν αλλαγές προς το καλύτερο. Το αίτημά μας δεν έχει να κάνει με το παρόν Διοικητικό Συμβούλιο ούτε με τη σημερινή διεύθυνση, έχει να κάνει με μια νοοτροπία δεκαετιών, παγκόσμια μάλιστα. Μέχρι τώρα, οι μόνες Κύπριες γυναίκες που σκηνοθέτησαν στην Κεντρική Σκηνή είναι η Μόνικα Βασιλείου, η Μαρία Καρσερά και η Λέα Μαλένη. Μπορεί να είναι και μια μη συνειδητή νοοτροπία σε σχέση με το ποιος ή ποια μπορεί να φέρει εις πέρας μεγάλες αναθέσεις. Όλοι και όλες θέλουμε αλλάξουν αυτές οι νοοτροπίες, να καλλιεργηθούν και οι θεσμοί και το κοινό, ώστε να θεωρούμε ισάξια τη γυναικεία οπτική στην τέχνη. Ζούμε σε μια εποχή που οι πληθαίνουν οι φωνές στις τέχνες παγκοσμίως που θέλουν να δώσουν βήμα σε ομάδες που μέχρι τώρα υποεκπροσωπούνταν. Έφτασε η στιγμή να δοθεί έμφαση στην πολυφωνία και στην Κύπρο.

– Είσαι από τους ανθρώπους που έβαλαν τις βάσεις για την κυπριακή συγγραφή μέσα από το Play. Πώς προέκυψε αυτό το πρόγραμμα; Όταν άρχισα να δουλεύω ως σκηνοθέτρια στην Κύπρο το 2008, μου έκανε εντύπωση ότι πάντα δουλεύαμε έργα σε μετάφραση. Ένιωσα πως έλειπαν οι σύγχρονες ντόπιες φωνές. Τότε ήμουν στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΚΔΙΘ και γεννήθηκε η ιδέα μέσα μου να κάνουμε μια συντονισμένη προσπάθεια, για να στηρίξουμε τους Κύπριους συγγραφείς. Αποταθήκαμε στο Royal Court, που είναι το κατεξοχήν θέατρο των συγγραφέων στον κόσμο, κορυφαίο  στην καλλιέργεια της σύγχρονης θεατρικής γραφής, για καθοδήγηση. Με πολύτιμη στήριξη από τη Μαρίνα Μαλένη και τον ΘΟΚ έγινε μια θεσμική συντονισμένη προσπάθεια, μια συνεργασία ανάμεσα στο ΚΚΔΙΘ και τον ΘΟΚ, μέσα από το πρόγραμμα Play. Αυτό έφερε εξαιρετικά αποτελέσματα, ανακαλύψαμε καταπληκτικούς συγγραφείς που είχαν τα έργα τους στο συρτάρι, ενώ δόθηκε ώθηση σε άλλους να αρχίσουν να γράφουν. 

– Είναι γνωστές οι αντίξοες συνθήκες στις οποίες δημιουργούν οι Κύπριοι δημιουργοί. Ποια βήματα μπορούν να γίνουν για την ενίσχυσή τους; Πιστεύω ότι οι ανεξάρτητες ομάδες καλλιτεχνών είναι ήρωες για όλα αυτά που κάνουν. Παίρνουν πολύ λίγα χρήματα και ο κόσμος περιμένει από αυτούς το θαύμα – και συχνά τα καταφέρνουν. Όμως αυτό δεν είναι βιώσιμο. Θεωρώ ότι θα πρέπει να υπάρχει πιο στοχευμένη πολιτιστική πολιτική. Αν το κράτος και οι Κύπριοι πολίτες αισθάνονταν τον πολιτισμό ως αγαθό και όχι πολυτέλεια, θα ήταν και διαφορετική η αντιμετώπιση όσον αφορά τις χρηματοδοτήσεις, το στάτους του καλλιτέχνη και το πόσο ψηλά έχουμε τον πολιτισμό ως κράτος. Στη διάρκεια του lock-down ο κόσμος έβλεπε ταινίες, παραστάσεις, διάβαζε βιβλία και άκουγε μουσική. Νομίζω πως δεν υπάρχει σεβασμός ούτε εκτιμάται το ότι προσφέρουμε ένα αγαθό. Χρειάζεται μια στροφή 180 μοιρών. Οι τέχνες πρέπει να είναι το αντίβαρο στην πολιτική διαφθορά που υπάρχει παγκοσμίως.

– Πώς τοποθετείς τη δική σου παρουσία σ’ αυτό το ταξίδι στον χώρο του θεάτρου όλα αυτά τα χρόνια; Ανεβάζοντας έργα μέσα από τη ΣΕΖΟΝ γυναίκες, ακούσαμε ανθρώπους να μας λένε «αυτό το έργο μού άλλαξε τη ζωή». Νιώθω πως οι καλλιτέχνες έχουμε μεγάλη δύναμη. Είμαστε εργαλείο δημοκρατίας, άρα κριτικής, άρα θα είμαστε και ενοχλητικοί/ές ενίοτε για το κράτος, θα είμαστε και επαναστατικοί/ές. Είναι σημαντικό το ήθος στη δουλειά μας να αντικατοπτρίζει τις μεγάλες ιδέες που εμπεριέχονται  στα έργα. Αυτό μερικές φορές λείπει. Οι δημιουργοί πρέπει να δουλεύουν μέσα από την καρδιά τους και το δικό τους ήθος. 

– Σκηνοθετείς το έργο «Αριστοφάνους και Μενάνδρου Γωνία». Πώς προσεγγίζεις την παραγωγή; Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση; Η μεγάλη πρόκληση είναι να συνδυάσεις πέντε πολύ δυνατά έργα. Είχα τη χαρά να δουλέψω το κείμενο μαζί με τη Μαρίνα Βρόντη. Παράλληλα μελέτησα τα έργα, πήγα πίσω στο μηδέν και έψαξα να δω τι σήμαιναν για τους αρχαίους Αθηναίους και τι έχουν να πουν στο σήμερα. Μια άλλη πρόκληση ήταν ότι αυτή είναι μια μουσική παράσταση, ένας μαραθώνιος στον οποίο οι ηθοποιοί τραγουδούν, παίζουν, χορεύουν. Ήταν πολύ δημιουργικό να παίρνεις μουσική που γράφτηκε πριν από δεκαετίες και να τη φέρνεις σε μια σύγχρονη συνθήκη—και να συνειδητοποιείς τη διαχρονικότητά της! Ο Μιχάλης Χριστοδουλίδης είναι πραγματικά σταθμός για την σύγχρονη ιστορία του αρχαίου δράματος στην Ελλάδα και την Κύπρο. 

– Με τον σύζυγο σου Γιώργο Τσαγγάρη συνεργάζεστε; Πώς είναι να συμβιώνουν δυο καλλιτέχνες στο ίδιο σπίτι. Ίσως ακούγεται κλισέ, αλλά αλληλοσυμπληρωνόμαστε. Ο Γιώργος είναι ένας άνθρωπος με μεγάλο ταλέντο στο φιλμ, το σχέδιο, την εικόνα και την επικοινωνία μέσα από την αφίσα. Επίσης, στο Φανταστικό Θέατρο ο Γιώργος πάντα με βοηθά να σκέφτομαι «έξω από το κουτί». Είναι οραματιστής και γι’ αυτό έκανε πράγματα όπως τα κινηματογραφικά φεστιβάλ της υπαίθρου σε ανύποπτο χρόνο. Μιλώ πολύ μαζί του για τη δραματουργία, και επίσης τον βοηθώ να βάζει ένα θεωρητικό πλαίσιο σε αυτά που κάνει. Μένουμε στο σπίτι της γιαγιάς μου που είναι γεμάτο με βιβλία, από την αρχαία γραμματεία μέχρι τα σύγχρονα κινήματα της διανόησης, προσπαθούμε να διαβάζουμε όσο πιο πολύ μπορούμε. Ψάχνουμε αυτούς τους θησαυρούς μαζί. Πιστεύουμε και οι δυο στην πολιτική διάσταση της τέχνης και στην κοινωνική σημασία της.

maria.panayiotou@phileleftheros.com

Το έργο «Αριστοφάνους και Μενάνδρου Γωνία» ανεβαίνει στις 14 και 15 Οκτωβρίου στο Δημοτικό Θέατρο Λευκωσίας και στις 16 Οκτωβρίου στο Παττίχειο Δημοτικό Θέατρο Λεμεσού. 

Φιλελεύθερα, 11.10.2020.