‘Ενα κείμενο – φόρος τιμής για τη σημαντικότερη Ελληνίδα θεατρική συγγραφέα, που πέθανε την Κυριακή 8 Οκτωβρίου 2017 για να συναντήσει τον «πανταχού παρών» σύζυγό της, Γιώργο Χειμωνά.

Απρίλιος 2016, πρώτη γνωριμία: 
Η Μαργαρίτα πήγε στην κουζίνα για να σου φέρει ένα ποτήρι νερό, ο Γιάννης βγήκε στο μπαλκόνι, η Νέβενα μιλούσε με την κόρη της στο κινητό κι ο Θανάσης ήταν κλεισμένος στο δωμάτιό του. Η στιγμή ήταν ιδανική. Μάρτυρας κανένας. «Θα μου πείτε τι μάρκα καπνίζετε;». Κάπως καταλαβαινόμασταν πια. «Δείτε στο καλάθι. Το πέταξε εκείνη, αυτή με το μπλε φόρεμα – η κακούργα δολοφόνα!». Το κράτησα σημείωση μην γίνει λάθος. «Θα σας φέρω την επόμενη φορά το ίδιο». «Σας ευχαριστώ». «Κανείς δεν θα πάρει χαμπάρι το παραμικρό». «Δεν πρέπει. Να μείνει μεταξύ μας αυτό, παρακαλώ». «Μεταξύ μας. Θέλετε και κάτι άλλο;». «Μην σας βάζω σε κόπο». «Λίγα σοκολατάκια ίσως;». «Πως; Δεν μου ‘πατε για βιβλία…». «Μπα. Έχετε μπόλικα εδώ μέσα. Μη σας πνίξω». «Ναι. Σωστά… Όχι πολύ σκληρά σοκολατάκια». «Με λικέρ;». «Όπως επιθυμείτε. Ας είναι ποικιλία. Με λικέρ, ναι». «Θα φέρω κι ένα φωτογράφο για δυο τρία πορτρέτα». «Μόνος σας να ‘ρθείτε. Θα πληρώσω το τίμημα, μα μην είναι τόσο βαρύ. Εκλάβετέ το ως αστείο αυτό, παρακαλώ». Χαμογέλασε πρώτη φορά. «Πότε θέλετε;». «Άμεσα». «Θα σας καλέσω εγώ. Η συνεργάτης μου, μάλλον. Αυτή. Αυτή, η κακούργα δολοφόνα!». 

Σκηνή «κηδεία» -Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017, Α’ Νεκροταφείο Αθηνών: 
Η Ζυράννα έβαλε τα κλάματα πίσω από τα μαύρα της γυαλιά κι έσφιγγε το μωβ κραγιόν της μέσα απ’ τα χείλη της, δαγκώνοντάς τα κι αφήνοντας σημάδια στο δέρμα. Ο Καρατζογιάννης θυμήθηκε εκείνο το «τραίνο φεύγει στις οκτώ / ταξίδι για την Κατερίνη» που σ’ άρεσε σαν τελευταία επιθυμία και μουσικό χαλί του κόσμου στη βραχνάδα της Χαρούλας, σύμπτωση τη λες όπως τα περισσότερα φυσικά συμβάντα των ανθρώπινων ρυθμών: Οκτώ του μήνα πέθανες, οκτώ η ώρα σ’ είχε βρει η Νέβενα στο κρεβάτι σου νεκρή. Αμήχανος είπα στον Χωμενίδη να δέσει σφικτά την σε μπλε σκούρο χρώμα γραβάτα του, περιμένοντας στην ουρά: «Δες, μάλλον το χαίρεται, μα μην την κοιτάξεις στα μάτια γιατί αυτό γινόταν στα κρυφά – ούτε ο Θανάσης, ούτε οι συγγενείς μη μάθουν για τη ρουφηξιά». Αγκάλιασα τη Λίνα. Την αγκάλιασα ξανά, πιο σφικτά τη συγγενή. Κι είπαμε απέξω εκείνο που είχε γράψει κάποτε σε στίχους της, ύστερα από μια συνάντησή της μαζί της, στο άβατο της οδού Καψάλη που τη δέχτηκε, αφιερώνοντάς της το: «Χορεύαμε τα λόγια / μέσα απ’ τη μουσική / ακόμα κι απ’ τα υπόγεια / έλαμπε η Κυριακή». «Λίνα, δεν είναι που πέθανε η Λούλα. Είναι που πέθανε ένας ολόκληρος κόσμος!». «Είναι, ναι, αυτός ο κόσμος…», επανέλαβε η διορατική στην ποίηση του νοήματος.  

Σκηνή 3: Μάιος 2016, δεύτερη συνάντηση – Η συνέντευξη:

Από πότε έχετε να γράψετε; Πάει πολύς καιρός. Δέκα, έντεκα χρόνια.

Γιατί σταματήσατε να γράφετε; Δεν ήθελα πια να γράφω… Γράψτε αυτό: Δεν ήθελα να γράφω.

Γιατί; Δεν ξέρω. Είχα τελειώσει με τα έργα που ήθελα να γράψω. Μετά δεν ξανάρχισα.

Δεν σας έλειψε; Όχι. Είχα πολλά πράγματα να κάνω τότε, την εποχή εκείνη.

Δεν ήταν η ζωή σας το γράψιμο; Όχι.

Τι ήταν η ζωή σας; Γράψτε «δεν ξέρω».

Από πότε έχετε να βγείτε απ’ το σπίτι; Πάει πολύς καιρός. Από τότε που αρρώστησα πολύ, από πέρσι.

Θα θέλατε να κάνετε μια βόλτα; Ναι. Πολλές φορές καταβαίνω μέχρι κάτω, βλέπω το θυρωρό, με κοιτάζει, μου λέει «θέλετε μια βόλτα;», «όχι, δεν πειράζει» λέω κι ανεβαίνω απάνω. Μ’ αρέσει έτσι όπως με ρωτάτε – απλά και σύντομα.

Η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής σας ποια ήταν; Η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου ήταν όσο ζούσε ο Γιώργος. Όσο ζούσε ο Γιώργος, υπήρχε μία τελειότητα στη ζωή μου. Όταν πέθανε, έπαψε και η τελειότητα.

Σας λείπει; Πάρα πολύ!

Πώς γνωριστήκατε; Τυχαία. Εντελώς τυχαία. Από φίλους.

Κεραυνοβόλος έρωτας; Δεν θυμάμαι.

Τι σας άρεσε σ’ εκείνον; Ότι ήταν πολύ ωραίος. Δεν ήταν;

Πολύ.

Αυτό ήταν το πρώτο που μου έκανε εντύπωση. Είπα «τι ομορφιά!». Και μετά όλα τ’ άλλα.

Δεν ήταν πολύ απόμακρος, πολύ μοναχικός; Ήταν. Και για μένα ήταν. Και με μένα έτσι ήταν.

Δεν ήταν δύσκολη αυτή η συμβίωση; Πολύ δύσκολη, αλλά συνήθισα.

Υπάρχει κάτι που σας λείπει σήμερα; Πολλά.

Όπως; Μου λείπει ο Γιώργος. Ο Γιώργος. Μου λείπει ο Γιώργος. Ζω μισή ζωή.

Τόσο δεμένη ήσασταν μαζί του; Πάρα πολύ. Ο Γιώργος είναι παντού.

Ήταν κι εκείνος το ίδιο ερωτευμένος μαζί σας; Δεν ξέρω καθόλου. Δεν ξέρω τι έκανε ο Γιώργος στη ζωή του, τι ήταν αλήθεια, τι ήταν ψέμα, δεν έχω ιδέα.

Πώς κυλάει η μέρα σας; Εδώ. Στο σπίτι. Βλέπω τηλεόραση… Τι απογοήτευση, ε;

Τι σας αρέσει να παρακολουθείτε; Τα πάντα. Αλλά πιο πολύ ειδήσεις. Με ξεκουράζει η τηλεόραση.

Μουσική ακούτε; Άκουγα πολύ. Κλασσική. Αλλά και μοντέρνα. Και ροκ. Γράψτε πως χαμογελάω εδώ. Άρεσε πολύ στο Γιώργο η ροκ. 

Κυλάει εύκολα ή δύσκολα η μέρα σας; Πότε εύκολα, πότε δύσκολα.

Οι δυσκολίες πού είναι; Στο ότι δεν υπάρχει θέμα.

Τι σας κάνει χαρούμενη; Μια ωραία μέρα. Όταν ο ήλιος είναι καλός. Υπάρχουν μέρες καλές.

Αγαπηθήκατε όσο θα θέλατε; Όσο και να μ’ αγαπούσαν, εγώ δεν πειθόμουνα.

Κανείς δεν σας έπεισε; Κανείς. Ούτε περίμενα ότι θα με πείσει κάποιος.

Σας έρχεται κάποια ωραία εικόνα τώρα στο μυαλό; Ένα λιβάδι. Και στη μέση νερό. Με πολλά χόρτα.

Πιστεύετε πως ζήσατε ωραία ζωή; Έζησα ωραία ζωή. Αλλά δεν το ήξερα.

Πότε το καταλάβατε; Όταν πέθανε ο Γιώργος.

Κρίμα που δεν το ξέρατε… Κρίμα. Πολύ μεγάλο κρίμα. 

(Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στις 15 Οκτωβρίου 2017, στο «ΦιλGood». Μέρος της συνέντευξης, τον Μάιο του 2016).

Φιλελεύθερα, 11.10.2020.