Το πεδίο του χορού και της περφόρμανς στην Κύπρο συνιστά τα τελευταία χρόνια μια σαφή καλλιτεχνική ιστορία επιτυχίας.
Η διεύρυνση της παραγωγής, η συστηματική στήριξη από τις δύο Στέγες Χορού (Λευκωσίας και Λεμεσού) και η ύπαρξη ενός σχετικά ανεπτυγμένου θεσμικού πλαισίου –αν και σε καμία περίπτωση επαρκούς– έχουν συμβάλει στη συγκρότηση ενός ζωντανού και πολυεπίπεδου επιτελεστικού τοπίου.
Πέρα όμως από την ποσοτική ανάπτυξη, αυτό που καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμο είναι ο τρόπος με τον οποίο οι σύγχρονες περφόρμανς επαναδιαπραγματεύονται τη σχέση με το κοινό, μετατοπίζοντάς το από τη θέση του θεατή στη θέση του μάρτυρα.
Κάποιες επιτελεστικές πρακτικές που ξεχώρισαν το 2025 αντιμετωπίζουν την επιτελεστικότητα όχι ως αναπαράσταση αλλά συγκροτώντας έναν κοινό χρόνο και χώρο εμπειρίας. Η επανάληψη, ο ρυθμός, η παύση και ο λόγος δεν «δείχνουν» αλλά δημιουργούν τις συνθήκες για να συμβεί κάτι.
Σε αυτό το πλαίσιο, η έννοια του witnessing –της μαρτυρίας– καθίσταται κεντρική: όπως σημειώνει η Claire Bishop, η παρουσία του θεατή αποκτά ισοδύναμη σημασία με εκείνη του περφόρμερ, καθώς η σχέση τους μεταβάλλεται μέσα στο επιτελεστικό περιβάλλον. Το 2025 είδαμε περφόρμανς που λειτούργησαν ως ενδυναμωτικές (αντί)τελετουργίες, επανεξετάζοντας τη δυαδικότητα περφόρμερ–θεατή.
Η μετάβαση από τη θέαση στη μαρτυρία αναδεικνύεται ως βαθιά πολιτική, καθώς αμφισβητεί την παθητική κατανάλωση της τέχνης, επαναδιαπραγματεύεται τις σχέσεις δύναμης και θεμελιώνεται στο κοινό «είμαστε εδώ».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε το ODE της Έλενας Αντωνίου σε συνεργασία με τη Μαρία Σπίβακ. Η περφόρμανς έφερε σε διάλογο τις θεματικές της Αντωνίου –την αυτοδιάθεση του σώματος, τις συνθήκες θέασης, το αντρικό βλέμμα– με ένα ηχητικό περιβάλλον που δεν λειτουργούσε υποστηρικτικά, αλλά συνδυαστικά.
Ο ήχος της Σπίβακ, απομακρυσμένος από ένα κανονιστικό ακουστικό πλαίσιο, που θα «οδηγούσε» τη δράση, παρήγαγε έναν «θόρυβο» που ανέδειξε το κοινωνικό: τις ανισότητες, τους αποκλεισμούς, τις επιβεβλημένες σιωπές. Εδώ, η μαρτυρία του κοινού δεν ήταν μόνο ερμηνευτική αλλά και σωματική· η εγγύτητα του στις περφόρμερ και η ελεύθερη επιλογή της θέσης θέασης λειτούργησε ως αντίσταση και μηχανισμός εύρεσης συσχέτισης.
Στην Πλατφόρμα Χορογραφίας Κύπρου, έργα όπως το Us Against της Διαμάντως Χατζηζαχαρία, το WHOOSH! της Χάρης Ιακώβου και το Ήςhοι της Μελίνας Ιωαννίδου μοιράζονταν μια κοινή επιμονή στην επανάληψη, τον ρυθμό και τη συλλογικότητα. Η Χατζηζαχαρία μετέδωσε την προδομένη προσδοκία, που ήταν το κύριο θέμα, μέσα από «λάθος εκκινήσεις» και «ατελή τέλη», καλώντας το κοινό να αντέξει τη ματαίωση.
Η Ιακώβου, με τη ζωντανή ηχητική παρουσία της Αντωνίας Κάττου, μετέτρεψε μια σειρά σχολίων που αφορούσαν τη γυναικεία υπόσταση σε ήχο και επαναλαμβανόμενες δράσεις, με μια προσπάθεια συγχρονισμού του παλμού του κοινού με το δικό τους. Η Ιωαννίδου, με μια πολυμελή γυναικεία ομάδα, συνδύασε με χιούμορ και τεχνική προσήλωση, χορογραφικές συνθέσεις και αναδιατάξεις στο χώρο με ανταλλαγές βλέμματων και γλωσσικά παιχνίδια που αρθρώσαν μια κοινωνιολογική αλήθεια που δεν «λέγεται» αλλά επιτελείται, ένα γεγονός που παραγόταν μπροστά μας.
Το εφήμερο της περφόρμανς δεν εξαφανίζεται απλώς, αλλά αφήνει ίχνη – συναισθηματικά, σωματικά, μνημονικά – που λειτουργούν ως μορφές μαρτυρίας. Το κοινό δεν φεύγει με ένα «μήνυμα», αλλά με ένα υπόλειμμα εμπειρίας που συνεχίζει να ενεργεί. Η μαρτυρία, έτσι, δεν περιορίζεται στο παρόν της επιτέλεσης, αλλά επεκτείνεται στον χρόνο, ως κοινωνική και πολιτισμική μνήμη. Αυτή η λογική γίνεται ιδιαίτερα εμφανής σε έργα που κινούνται μεταξύ ακινησίας, αντικειμενοποίησης του σώματος και δημόσιου χώρου.
Στην εικαστική έκθεση Persistent Fluidity, η περφόρμανς του PASHIAS ανέδειξε τη δύναμη της ακινησίας ως πολιτική στάση, ενώ έργα στον δημόσιο χώρο όπως αυτά του Ηλία Κλαρκ στον μόλο της Λεμεσού Where the Divide Meets the Horizon: Buffer Knots και Lethe by the Sea με τη Δήμητρα Σωφρονίου στο πλαίσιο του Καλοκαιρινού Φεστιβάλ της Νέας Κίνησης – επανεξετάζουν τη νεκρή ζώνη ως χώρο διαλόγου και επανασύνδεσης.
Η λήθη επανήλθε ως κεντρικός άξονας στην παράσταση Λήθη της Μαρίας Καμπέρη, που προσέγγισε το «σβήσιμο» όχι μόνο ως απώλεια, αλλά και ως δυνατότητα επανεκκίνησης – μια διαδικασία που απαιτεί μάρτυρες και συλλογικότητα.
Δεν λείπουν και οι περφόρμανς όπου η συμμετοχή είναι πιο άμεση, όπως στο The Future Is Dark Which Is the Best Thing the Future Can Be του Πέτρου Κονναρή και της Ροδιάς Βόμβολου που προτείνει το παιχνίδι, τη διαδρομή και τη συνάντηση ως εργαλεία συλλογικού αναστοχασμού και επαναδιεκδίκησης του μελλοντός μας. Πρόκειται για ένα ομαδικό παιχνίδι, πάντα με διαφορετική ροή και αποτέλεσμα, όπου μοιράζεται η ευθύνη και η χαρά του.
Το έργο παρουσιάστηκε σε δύο διαφορετικές μορφές: μια περφόρμανς όπου το κοινό γίνεται ενεργός μάρτυρας στην εξέλιξη του παιχνιδιού και μια δευτερη όπου γίνεται ο ίδιος παίκτης με άλλα άτομα συζητώντας τις δικές του ανησυχίες για τη σημερινή πραγματικότητα.
Μαζί με αρκετά άλλα αξιόλογα έργα, η περφόρμανς στην Κύπρο το 2025 λειτούργησε ουσιαστικά όχι για να επιβεβαιώσει δεδομένες δομές, αλλά για να ανοίξει χώρους όπου η παρουσία, η μαρτυρία και η συνύπαρξη γίνονται πεδία κριτικής και ενδυνάμωσης, πεδία συλλογικής συνύπαρξης και ανταλλαγής. Δεν είναι άλλωστε αυτό που προσδοκούμε με την τέχνη;
Ελεύθερα, 28.12.2025