Νικόλας Δ. Ρ. Σαμψών, Όμορφη η Υφήλιος. Εκδόσεις Αρμός, 2022

Μια πορεία απορίας μέσα από τις συμπληγάδες αναπάντεχων ανατροπών και υπαρξιακών αδιεξόδων ματαίωσης, τραυματικών εμπειριών και δυσαναπλήρωτων κενών, αλλά και εναγώνιων αγώνων ανάκαμψης από τη δίνη των δεινών έως τη δυνατότητα κατάκτησης του βίου. Σ’ αυτή την ενδοσκόπηση της εγκόσμιας Σισύφειας περιπέτειας στην ενσυνείδητη αντιπαράθεση του φωτός με το σκοτάδι για την καταξίωση του ανθρώπου στις κορυφογραμμές των ονείρων, των οραμάτων και των ιδανικών του συνοψίζεται, θεωρώ, η ποίηση του Νικόλα Σαμψών. Πρώτη εκδοτική συγκομιδή ώριμων καρπών μακράς, προφανώς, κυοφορίας.

Από τα πρώτα μέχρι τα ακροτελεύτια ποιήματα αφουγκραζόμαστε τους ενδόμυχους κραδασμούς μιας αυτοαναφορικής συνομιλίας εξομολογητικών τόνων, αλλά και τους αναπαλμούς της διαλεκτικής μέθεξης με τους συνοδοιπόρους των καθημερινών διαδρομών και των κατανυκτικών ανατάσεων. Με αυτούς ο ποιητής θέλει να μοιραστεί υπομνήσεις και παραινέσεις, καίριους προβληματισμούς και προτάγματα ευγενών στόχων σε ένα αέναο γίγνεσθαι πρωτεϊκής μετάπλασης, τελετουργικής αναγέννησης και συμπαντικής αειφορίας.

Πηγαίοι συνειρμοί, εύληπτοι αλληγορικοί συμβολισμοί και αφηγηματικοί διάλογοι στην επικοινωνιακή γλώσσα της οικείας προφορικότητας επιτείνουν τους ζωηρούς ρυθμούς των ενδιάθετων διαπροσωπικών μονολόγων, των ευρηματικών εξιστορήσεων και των υποβλητικών δρώμενων στην αυθεντική σύλληψη μιας θελκτικής εικονοποιίας. Τόσο οι μακρόστιχες ποιητικές συνθέσεις όσο και τα επιγραμματικά έως μονολεκτικά ποιήματα αποτυπώνονται με τα σύνεργα της αυτούσιας προσωπικής του γραφής και μιας σφύζουσας ποιητικότητας, που αναμετράται μόνο με τον εαυτό της καθ’ υπαγόρευση των δικών της φωνητικών χορδών. Φθογγόσημα σε ελάσσονες και μείζονες κλίμακες, που εναλλάσσουν τον πόνο της συντριβής και τη διαμαρτυρία της απογοήτευσης με τη δραστική απόφαση της δημιουργικής αγωνιστικότητας, επιστρατεύοντας τη δύναμη της ελπίδας και το θαύμα της αγάπης στην προσδοκία του αύριο.

Από τις αμφίβολες σκιές και το υποχθόνιο έρεβος της παγερής νύκτας στο λυκαυγές της νέας ανθοφορίας με τα μάτια της πάλλευκης παιδικής αθωότητας, όπως θα μπορούσαμε να ανασυνθέσουμε τα σημαινόμενα στις επί μέρους θεματικές ενότητες σε μια αδιάσπαστη συνέχεια ρητών επισημάνσεων και υπόρρητων συμφραζομένων. Εκ προοιμίου ως υποδείξεις αυτοσυνειδησίας και ανακάλυψης της αλήθειας στην ακόλουθη εμφατική εικόνα: τα κύματα της «τρι-κοιμισμένης» θάλασσας ως να εκβράζουν τους επιπλέοντες κούφιους ανθρώπους και τη δόλια χαιρεκακία τους, που επιχειρούν να παρασύρουν τους άλλους στον πυθμένα, σύμφωνα με τους στίχους της εύστοχης μεταφορικής παρήχησης. Σε φιλοσοφημένο επίσης σχήμα μεταφοράς η «πτώση» της δεύτερης ενότητας μεταστοιχειώνεται σε «απόπτωση» των φύλλων του οικογενειακού δέντρου μέσα από μιαν εναλλαγή παραμυθίας και απαρηγόρητου, ωστόσο, πόνου στη θέα του «ξεγυμνωμένου κλώνου». Άκρως συγκινησιακοί οι στίχοι με τα τέκνα να κατευοδώνουν τους γονείς τους στο στερνό ανεπίστροφο ταξίδι όσο τραγικότερο κι αν είναι οι γονείς να αποχαιρετούν τα παιδιά τους. «Μένος» επιγράφεται η επόμενη ενότητα και οι λέξεις εδώ γίνονται αιχμηρές σαν μάχαιρα εκδίκησης για εκείνους που έπραξαν το κακό, σφαγιάζοντας τα όνειρα των συνανθρώπων τους, αλλά άτρωτη η ψυχή και ανυπέρβλητη η αγάπη διαπιστώνει ο ποιητής.

Στους δύο μακροσκελείς διαλόγους μεταξύ δασκάλου και μαθητών, όπως και παιδιών μεταξύ τους, που συγκροτούν την ενότητα υπό τον τίτλο «Αναλαμπή», τίθεται το ερώτημα της μεγαλύτερης αρετής και της σημαντικότερης αξίας στη ζωή και που δεν είναι άλλη και πάλι από την αγάπη της ενσυναίσθησης, της συνδέσμευσης και της συνταύτισης. Της αγάπης που αναδεικνύει η πράξη της αλληλοκατανόησης και της αλληλοαποδοχής, εξ ου και ο ποιητής εμμέσως πλην σαφώς στηλιτεύει και με ειρωνική διάθεση παρωδεί τον κηρυγματικό διδακτισμό της υποκριτικής ψευδεπίγραφης αγάπης. Εντούτοις, τα ανούσια λόγια των σκοταδιστικών μεταμφιέσεων, των συνωμοτικών συνεννοήσεων και των πάσης φύσεως μιαρών πράξεων συναντούμε και στην ενότητα με την τρίπτυχη πολυσημία του τίτλου «Σκότος, Σπλάχνα και Σωθικά». Στη συνομοταξία των ειδών που τα ενσαρκώνουν εντάσσονται με προκλητικό αυτοσαρκασμό οι αντανακλάσεις των ειδώλων τους στον καθρέφτη. Μόνο με την απολύμανση της κάθαρσης θα επέλθει «Ισορροπία», όπως καταλήγει το ομώνυμο ποίημα.

Αλλά και τα ποιήματα των επόμενων ενοτήτων αποπνέουν τη φιλοσοφημένη ανθρωποκεντρική βιοθεωρία του ποιητή, φωτίζοντας με την υψηλή ευκρίνεια αφοριστικών στίχων, επιγραμματικών στροφών και αποφθεγματικών φράσεων οδοδείχτες και ορόσημα ζωής στο ατέρμονο ταξίδι της δικής του Ιθάκης. Πλοηγός ο συμπαντικός «ζωοποιός ήλιος» και συμπλοηγός ο εαυτός του ο «Χλωροπλάστης» του αντίστοιχου ποιήματος. Εξόχως ενδεικτικό ένα από τα ποιήματα της τελευταίας ενότητας «Ρήγμα και Πέρασμα», που επιγράφεται «Το Αιώνιο Πνεύμα». Ιδού οι πρώτες και οι τελευταίες δίστιχες στροφές του: «Ταξιδεύω τις ατραπούς/ Που φέρουν το όνομά μου// Κόντρα στης καθημερινότητας/ Τις αντίξοες συνθήκες// Εμπνευσμένος από τη ζωή/ Των εξερευνητών και οραματιστών// Που άνοιξαν δρόμους/ και λεωφόρους// […]// Όρθιος/ Βάζω πλώρη// Προχωρώ/ Με βάρκα το πάθος// Με άνεμο το/ Αιώνιο Πνεύμα».

Με αυτούς τους αδιαπραγμάτευτους όρους και αυτές τις προδιαγραφές της εγγενούς δυναμικής του ψυχοσύνθεσης μεταστρέφει την ασχήμια σε ομορφιά που θα σώσει τον κόσμο, κατά τον Ντοστογιέφσκι, την απάτη και το ψεύδος σε επίγνωση της αλήθειας που απελευθερώνει, κατά τη χριστιανική ευαγγελική ρήση. Για τούτο και ο τίτλος της συλλογής «Όμορφη η υφήλιος» απηχεί τους πόθους, τις προσδοκίες και τα οράματα του δημιουργού της. Ψήγματα του νου, δροσορανίδες της καρδιάς και αποστάγματα της ψυχής του. Ένας κόσμος που αναμένουμε όλοι ν’ ανατείλει τον ήλιο της δικαιοσύνης και της ειρήνης, της καλοσύνης και της πανανθρώπινης αγάπης, σχίζοντας το σκοτάδι και καταυγάζοντας την ομορφιά της καινούργιας μέρας. Αυτό το ευοίωνο μήνυμα κομίζει με τους ούριους ανέμους της ποίησής του ο Νικόλας Σαμψών.