Ένα σύγχρονο γλυπτό, μια εικόνα πολύχρονης αναμονής πριν την ειρήνη, είναι το σκηνικό που δημιούργησε ο Δημήτρης Αληθεινός για τις Φοίνισσες του Ευριπίδη, που σκηνοθετεί για τον ΘΟΚ η Μαγδαλένα Ζήρα. Ο εικαστικός ξετυλίγει το σκεπτικό του για το θεατρικό σκηνικό που δημιούργησε για ένα έργο «που εξελίσσεται σε μια από τις δεκάδες πράσινες γραμμές που χαράχτηκαν δίπλα και γύρω μας, στην Κύπρο, και σε όλες τις εμπόλεμες περιοχές του πλανήτη».
Η αρχαία τραγωδία, θα έλεγα, είναι ο καθρέφτης-μάρτυρας της σοφίας, του παραλογισμού και της μοίρας του ανθρώπινου είδους. Η ποιητική προφητεία ενός σκληρού κι οδυνηρού πεπρωμένου, απαγγελία των αιτιών που οδηγούν σταδιακά το θνητό κτήνος στην αυτοκαταστροφή. Αμετάκλητα, ίσως.

Το θεατρικό σκηνικό καθορίζει τον χώρο και τον χρόνο που διαδραματίζονται οι πράξεις του έργου, κι ο σκηνογράφος, ακολουθώντας τη σκηνοθετική άποψη, συμβάλλει στη δημιουργία της κυρίαρχης εικόνας, αυτής που θα αγκαλιάσει ανοιχτά τη δράση, παρασύροντας τους θεατές στη διάσταση μιας «άλλης πραγματικότητας».
Η συγκεκριμένη παράσταση των «Φοινισσών» του Ευριπίδη εξελίσσεται σε μια από τις δεκάδες πράσινες γραμμές που χαράχτηκαν δίπλα και γύρω μας, στην Κύπρο και σε όλες τις εμπόλεμες περιοχές του πλανήτη.
«Δεν είναι συμφορά βαρύτερη απ’ το να σμίξει η μισαλλοδοξία δυο ανθρώπων», λέει η Ιοκάστη στους γιους της σε μια ύστατη προσπάθεια αποφυγής της σύγκρουσης, και απευθυνόμενη τόσο στον Ετεοκλή όσο και σ’ εμάς σήμερα, συνεχίζει: «Γιατί παιδί μου σε έχει κυριέψει η Φιλαρχία; Δαίμονας άγριος είναι αυτή, που ορμάει μέσα σε ευτυχισμένα σπίτια και σε πόλεις, και μόνο ερείπια αφήνει πίσω της».

«Πράξεις κακές δεν πρέπει να επαινούνται, δεν είναι ωραίο και είναι πικρό για τη δικαιοσύνη», συμβουλεύουν μάταια οι γυναίκες από τη Φοινίκη, εγκλωβισμένες σε μια έρημο αποκλεισμένη με οδοφράγματα, καταδικασμένη στη φθορά του ακίνητου χρόνου. Πόσο άδικο είναι στ’ αλήθεια να βλέπεις το σπίτι σου απόμακρα ξένο, χωρίς την ελπίδα ν’ ανέβεις μια μέρα τα σκαλιά του, πόσο απελπιστικό να θωρείς την αυλή του πνιγμένη στ’ αγριόχορτα, τους σοβάδες γεμάτους ρωγμές πυκνές, σαν ρυτίδες σε βασανισμένη όψη.
Οραματίστηκα ένα σύγχρονο γλυπτό, μια εικόνα πολύχρονης αναμονής πριν την ειρήνη. Θέλησα ένα σκηνικό οικείο, που να διαλαλεί τα εγκλωβισμένα στον διπλανό δρόμο όνειρα, δίχως να αγνοεί το μεγαλείο του παλατιού της Θήβας. Σχεδίασα ένα οίκημα το οποίο άρχισε να χτίζεται θεμελιωμένο στην πίστη ενός ειρηνικού αύριο, αλλά πάγωσε εξαιτίας μιας εισβολής, πριν προλάβουν να ξεκαλουπωθούν οι κολώνες του πρώτου ορόφου. Με τις αναμονές στα κιονόκρανα να χάσκουν σαν ανοιχτές παλάμες στον ουρανό, ικετεύοντας τους θεούς για ειρήνη. Έφτιαξα μια εικόνα του πεπρωμένου και την περικύκλωσα με σιδερένια οδοφράγματα, σχήματα αμυντικά, επιθετικά, κι εντέλει οικεία, μέσα από την καθημερινή προβολή των απανταχού στρατιωτικών συρράξεων.
Αυτό που χτες ήταν όνειρο, σήμερα είναι πληγή διαρκώς αιμορραγούσα.
Σύμπτωση; Πεπρωμένο;
Ποιος μπορεί να απαντήσει; Μήπως ο Λάιος ο οποίος, προσπαθώντας να αποφύγει τη μοίρα του, στέλνει τον μελλούμενο δολοφόνο, τον νεογέννητο γιο του, βορά στα άγρια θηρία του Κιθαιρώνα; Ή μήπως ο Οιδίπους, ο οποίος διασταυρώνεται με τον άγνωστο πατέρα του στο τρίστρατο της Μοίρας και τον σκοτώνει, για να παντρευτεί στη συνέχεια τη μάνα του, εκπληρώνοντας την κατάρα του Άρη;
Όλους, λέει ο Ευριπίδης, μας περιμένει ένα πεπρωμένο το οποίο δεν μπορούμε να αποφύγουμε όσο κι αν προσπαθήσουμε, όπως ο Ετεοκλής κι ο Πολυνείκης που, ενώ συμφωνούν αρχικά στη δίκαιη εναλλαγή της εξουσίας, δεν καταφέρνουν να την εφαρμόσουν, δεσμώτες της πατρικής οργής που τους οδηγεί στη σύγκρουση και στον δίδυμο θάνατο.
«Δεν έπρεπε ένοπλος, μητέρα, για συμφιλίωση να μιλάει, αφού ο λόγος πετυχαίνει και όσα τα όπλα ενός εχθρού μπορούν. Αν με άλλους όρους εδώ θέλει να κατοικήσει, έχει την άδεια».
Είναι αλήθεια ότι ζούμε σε αναμονή του πεπρωμένου μας. Όλοι. Θύτες και θύματα, εξουσιαστές κι εξουσιαζόμενοι, θεοί και δαίμονες, υποθέτοντας την επόμενη στιγμή όπως ο Ευριπίδης, πριν από δυο χιλιάδες τριάντα τέσσερα χρόνια.
«Κι έπεσαν ο ένας πλάι στον άλλο χώμα δαγκώνοντας – αλλά δεν εμοίρασαν την εξουσία».
*Αναμονές ονομάζονται στην Ελλάδα τα σίδερα που εξέχουν στην ταράτσα, περιμένοντας τον μελλοντικό όροφο.
Ελεύθερα 7.7.2024