Για τη Μαρία Λουκά η συγγραφή δεν είναι μια αυτάρεσκη πράξη δημιουργίας, αλλά μια διαδικασία ακρόασης. Στο πέμπτο της βιβλίο «Δεκαέξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» υφαίνει μια αφήγηση όπου το ατομικό συναντά το συλλογικό και το τραύμα συναντά την ελπίδα. Στη σκηνή ενός γυμνασίου της Λευκωσίας, ανάμεσα στη μνήμη της εισβολής και τη σκιά της πανδημίας, δεκαέξι φωνές ζητούν να ακουστούν, να πουν τη δική τους αλήθεια. Η συγγραφέας, με την πολύχρονη εμπειρία της στην εκπαίδευση, επιχειρεί να ανοίξει το σχολείο στην κοινωνία και να φωτίσει τον γλυκόπικρο δρόμο της ενηλικίωσης.
–Πώς συνομιλεί με τη δική σας αφήγηση η ευθεία παραπομπή του τίτλου στον Πιραντέλο; Στο έργο του Λουίτζι Πιραντέλο «Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα» οι θεατές παρακολουθούν τις πρόβες ενός θιάσου, όταν ξαφνικά έξι πρόσωπα εισβάλλουν στη σκηνή και ζητούν επίμονα από τον συγγραφέα να τους δώσει φωνή, να τους επιτρέψει να πουν την ιστορία από τη δική του σκοπιά ο καθένας, από τη δική του οπτική. Στη δική μου αφήγηση, σκηνή του θεάτρου είναι ένα σχολείο, σκηνοθέτης η διευθύντρια, πρόσωπα- αφηγητές οι έφηβοι μαθητές, οι καθηγητές τους, η ψυχολόγος του σχολείου, οι γονείς και άλλοι ακόμα που έρχονται σ’ επαφή μαζί τους και τους επηρεάζουν. Αυτά τα δεκαέξι δικά μου πρόσωπα, όπως και του Πιραντέλο, ζητούν τον λόγο, όλα έχουν κάτι να πουν για όσα συμβαίνουν κι ευτυχώς, γιατί η αλήθεια δεν βρίσκεται ποτέ ολόκληρη στην άποψη του ενός. Κρύβεται στη σύνθεση των απόψεων, γι’ αυτό συχνά χρειάζεται ν’ ακούμε περισσότερο και να μιλάμε λιγότερο, ν’ ακούμε πραγματικά και να μιλάμε ειλικρινά, αν θέλουμε να συνεννοηθούμε, να συνομιλήσουμε.
–Τοποθετείτε την ιστορία ανάμεσα σε δύο ορόσημα: την εισβολή και την πανδημία. Τι θέλατε να φωτίσετε; Και τα δύο αυτά συμβάντα είναι από εκείνα που περισσότερο μπορούν να επηρεάσουν τη ζωή, προκαλώντας μεγάλες ανατροπές και επιφέροντας βαθιές αλλαγές στον κόσμο όπως τον γνωρίζουμε. Το πρώτο, η τουρκική εισβολή, είναι το αδιαμφισβήτητο τραύμα της σύγχρονης ιστορίας της Κύπρου, το τραύμα του τόπου που άλλαξε για πάντα τις ζωές όλων ανεξαιρέτως στο νησί. Το δεύτερο, η πανδημία του κορωνοϊού, επηρέασε ολόκληρο τον πλανήτη, έφερε στη ζωή όλων μας νέες συνθήκες και δεδομένα, στα οποία ο κόσμος, όπως τον ξέραμε, ακόμα προσαρμόζεται. Συχνά οι άνθρωποι αγνοούμε ή ξεχνούμε ότι ενός κακού μύρια έπονται. Οι ήρωες μου, φέρουν στο πετσί τους, μαζί με τα προσωπικά τους τραύματα, το τραύμα του τόπου τους, παλεύουν όπως μπορούν μ’ αυτό, χωρίς να γνωρίζουν ότι και άλλα μεγάλα δεινά έρχονται στη ζωή τους. Κι είναι αυτό ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την τραγικότητα του ανθρώπου.
–Η «κοινωνική εργασία» στο βιβλίο λειτουργεί ως μάθημα ζωής. Μπορεί το σχολείο να γίνει πραγματικά πεδίο εμπειρίας κι όχι μόνο πειθαρχίας; Το σχολείο όχι μόνο μπορεί αλλά και πρέπει να γίνει, επιβάλλεται να γίνεται καθημερινά και να είναι διαρκώς, ένα πεδίο εμπειρίας, αληθινής μάθησης και εσωτερικής πειθαρχίας. Η ανταλλαγή της ποινής με «κοινωνική εργασία» ή με «εργασία κοινωνικής ωφέλειας» όπως υποδεικνύεται στο βιβλίο, εν ονόματι ενός «πιλοτικού προγράμματος του Υπουργείου Παιδείας», δεν είναι παρά ένα συγγραφικό εύρημα, που κινείται στη σφαίρα του φανταστικού- μακάρι να μην ήταν έτσι- και σκοπό έχει ν’ ανοίξει το σχολείο στον κόσμο, στην αληθινή ζωή. Ένα σχολείο ανοικτό, εξωστρεφές, ανθρώπινο, χαρούμενο, που «ακούει» και αποδέχεται όλα τα παιδιά ισότιμα και με πνεύμα κατανόησης και αγάπης και τους δίνει ίσες ευκαιρίες ολοκληρωμένης ανάπτυξης και αυτοπραγμάτωσης, αυτό δεν είναι πάντα το ζητούμενο;
–Ήσασταν εκπαιδευτικός για 35 χρόνια. Σε ποιο βαθμό ο σχολικός μικρόκοσμος που γνωρίσατε έχει περάσει στην πλοκή και τους χαρακτήρες; Τριανταπέντε χρόνια στην εκπαίδευση είναι ένας μεγάλος κύκλος χαρμολύπης, ένα ταξίδι γεμάτο γλυκόπικρες εμπειρίες. Εμπειρίες που ζητούσαν διέξοδο και τη βρήκαν σ’ αυτό το βιβλίο. Τα δεκαέξι πρόσωπα είναι όλα πρόσωπα υπαρκτά, πρόσωπα που τα έζησα, συνομίλησα μαζί τους, με επηρέασαν και τα επηρέασα. Οι μαθητές και οι μαθήτριές μου, οι γονείς τους, οι συνάδελφοί μου εκπαιδευτικοί και μαζί τους ολόκληρος ο «σχολικός μικρόκοσμος», για να χρησιμοποιήσω τα λόγια σας, έχουν περάσει στην πλοκή και τους χαρακτήρες του βιβλίου μου. Την ίδια ώρα κι ένας άλλος κόσμος, φαινομενικά άσχετος με τον μικρόκοσμο του σχολείου, ο κόσμος έξω από το σχολείο, που δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να είναι ξένος και αποκομμένος, έρχεται να «εισβάλει» στην ιστορία και να αλληλεπιδράσει. Οι αφηγήσεις της μητέρας μου με τις οποίες μεγάλωσα, 25 τόσες συγκινητικές συνεντεύξεις που πήρα από υπερήλικες συγχωριανούς μου, ένα συγκλονιστικό χειρόγραφο σ’ ένα παλιό τετράδιο που γράφτηκε σε μεγάλη ηλικία από έναν άλλο συγχωριανό που ποτέ δεν γνώρισα, ένας νέος που παλεύει να κερδίσει πίσω τη ζωή του: όλα αυτά τα πρόσωπα, πρόσωπα δύο κόσμων, ενός τωρινού κι ενός παλιού, μού ζητούσαν επιτακτικά να τους δώσω φωνή κι αυτό έκανα στο βιβλίο.
– Από την εμπειρία σας με λέσχες ανάγνωσης, τι εκτιμάτε ότι ζητούν σήμερα οι νέοι αναγνώστες; Δύσκολο ερώτημα, σε μια εποχή μάλιστα που εκφράζονται αμφιβολίες για το αν υπάρχουν καν νέοι αναγνώστες. Το μόνο σίγουρο στην εποχή της παντοδυναμίας των μέσων μαζικής επικοινωνίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στην εποχή της πληροφόρησης και της παραπληροφόρησης, είναι ότι οι νέοι αναγνώστες δεν ζητούν παραμύθια. Δεν ζητούν, επίσης, λύσεις. Θέλουν, νομίζω, ν’ ακούσουν έντιμες φωνές, να δουν προοπτικές και να διερευνήσουν όψεις της πραγματικότητας. Ζητούν, εν τέλει, ν’ ανακαλύψουν την αλήθεια μέσα κι έξω από αυτούς. Αυτήν που προσεγγίζεται με εσωτερικό αγώνα και αυτογνωσία.

Εκδόσεις: Βακχικόν
Σελ. 142
Τιμή: €16.70
Ελεύθερα, 21.9.2025