Μάριος Μιχαηλίδης: «Το συμβόλαιο», εκδόσεις Νίκας, 2022.

Το νέο μυθιστόρημα του Μάριου Μιχαηλίδη, γνωστού και  καταξιωμένου Κύπριου συγγραφέα που ζει και δημιουργεί στην Αθήνα εδώ και δεκαετίες, πραγματεύεται την αθανασία μέσω της …ευθανασίας, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο ∙ κυρίως στο δεύτερο. Ο κεντρικός μύθος αλλά και η βασική ιδέα του βιβλίου χαρακτηρίζονται από απλότητα. Μια απλότητα που πλάθεται και ξετυλίγεται αισθητικά με μαεστρία και φαντασία, αντλώντας από τη λογοτεχνία του φανταστικού αλλά και τη σουρεαλιστική λογοτεχνία. Θεωρώ την αλληγορία ως το κύριο αισθητικό μοτίβο του όλου έργου διότι παρουσιάζεσαι πανταχόθεν και πολυεπίπεδα.  

Η κεντρική ιδέα του μυθιστορήματος έχει να κάμει με το εγχείρημα μιας πολιτείας – η οποία δεν κατονομάζεται – να παγιδεύσει ηλικιωμένα άτομα με δέλεαρ τιμές εν ζωή και αντίτιμο την υπογραφή ενός συμβολαίου θανάτου. Έτσι η …ακατανόμαστη πολιτεία, προφανώς θα εξοικονομήσει πόρους και θα απαλύνει τα δημοσιονομικά της προβλήματα!

Καθώς ο μύθος εκτυλίσσεται προβάλλει μπροστά μας μια πολιτεία ανελεύθερη, υποχθόνια και δεσποτική. Έχουμε να κάνουμε με μια πολιτεία οργουελιανικών προδιαγραφών. Την ίδια ώρα πιστεύω ότι ο συγγραφέας βρίσκεται σ’ ένα διαρκή διακειμενικό διάλογο με το Ζοζέ Σαραμάγκου, τον σπουδαίο νομπελίστα Πορτογάλο συγγραφέα. Κι αυτό κυρίως λόγω της αλληγορικής του έφεσης, της αλληγορικής του διάθεσης και της πληθώρας των συμβολισμών που κατακλύζουν το υπό αναφορά μυθιστόρημα. Η «συνομιλία» Μιχαηλίδη – Σαραμάγκου θεωρώ πως γίνεται ακόμα πιο ευδιάκριτη, αν αναλογιστεί κανείς ειδικά το μυθιστόρημα του Πορτογάλου «Όλα τα ονόματα», όπου η πολιτότητα, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της εποχής μας, είναι κυρίαρχο ιδεολογικοπολιτικό μοτίβο. 

Έχουμε να κάνουμε με ένα βιβλίο απολεσθεισών προσδοκιών, ανεκπλήρωτων οραμάτων, ιδανικών που δεν τελεσφόρησαν. «Όμως τα χρόνια των μεγάλων προσδοκιών έχουν περάσει. Και ενώ στην αρχή πάλευε με τον εαυτό του να μην το πιστέψει, όσο περνούσε ο καιρός, ολοένα πειθόταν πως εκείνα τα καλέσματα για συμμετοχή και για πάλη σε αγώνες με εξαίσιο περιεχόμενο ήταν όλα πλάνες». (σελ. 8) Αυτά μονολογεί σκεπτόμενος ο κεντρικός ήρωας Στέφανος Καλλικλής. Και λίγο πιο κάτω συμπληρώνει: «Πέρασαν τα χρόνια, κι εκείνα που γνώριζαν και που σ’ αυτά πάνω χάραξαν πορείες, πάνε, χάθηκαν, σαν να τα ρούφηξε ο καιρός». (σελ. 21)

Συμφωνώ με την κριτικό Ανθούλα Δανιήλ, που στο διαδικτυακό περιοδικό «Περί ου», σημειώνει: «Μια αλληγορία είναι η ιστορία του βιβλίου, με προεκτάσεις και πολιτικά δεινά προς τα πίσω αλλά και στα καθ΄ ημάς». Τα προς τα πίσω είναι πολύ παλιά και αφορούν ιστορικούς παραλληλισμούς του συγγραφέα με την αρχαία Ελλάδα από την εποχή των πελοποννησιακών πολέμων. Αν και προσωπικά, ίσως να έχω λάθος, διάκρινα αμυδρά και μια πνοή με έμμεσες ατμοσφαιρικές νύξεις από τα χρόνια της χούντας. 

Αυτοί οι εμβόλιμοι αρχαιοελληνικοί παραλληλισμοί επιχειρούνται για να καταστούν ακόμη πιο ισχυρά τα μηνύματα στο σύγχρονο κόσμο: «Τα καρκινώματα τα ξεριζώνεις, Εύμολπε, δεν τ’ αφήνεις να εξαπλώνονται και να κακοφορμίζουν. Και το σώμα της πολιτείας χρόνια τώρα σήπεται και υποφέρει από την αδικία σε βάρος των πολλών». (σελ.52)

Ο παραλληλισμός με την αρχαία Ελλάδα αφορά κυρίως το νομοθέτη της Αθήνας Σόλωνα και την περίφημη «Σεισάχθειά» του, για απάλειψη εξόφληση των χρεών των Αθηναίων. Είναι μαεστρικός ο τρόπος με τον οποίο ο Μ.Μ. μιλώντας για το τότε υποβάλλει για το σήμερα και τη σύγχρονη εποχή, για τα όσα ταλανίζουν τους πολίτες, δηλαδή τους εξουσιαζόμενους, στις μέρες μας: «Γενιές και γενιές ξόδεψαν το είναι τους για να στήσουν όρθια την πατρίδα. Και να τώρα που στο όνομα μιας απίστευτης βαρβαρότητας, οι απόμαχοι της ζωής καλούνται να πληρώσουν τα εγκληματικά λάθη των κυβερνητών». (σελ.70-71)

Στη συνέχεια ο συγγραφέας γίνεται ακόμα πιο ακριβολόγος, παραθέτοντας ανατριχιαστικές λεπτομέρειες: «Όλοι όσοι είχαν περάσει τα εξήντα, θα έπαιρναν οικειοθελώς το κώνειο. Το λεγόμενο ‘άχρηστον πλήθος’ θα αποδεικνυόταν για τελευταία φορά χρήσιμο, με μια κορυφαία πράξη εθελούσιας θυσίας». (σελ.72) Αυτή την αρχαιότατη μα και βαρβαρότατη ιδέα επεξεργάζεται εκ νέου ο Μ.Μ. Αξιοποιεί με πλήρη λειτουργική επάρκεια την αρχαιογνωσία του φιλόλογου με  την άριστη γνώση της κοινωνικής πραγματικότητας από έναν  ενεργό πολίτη – προσεκτικό παρατηρητή στη σύγχρονη εποχή. 

Οδεύοντας όμως προς το τέλος αυτού του σημειώματος θα ήθελα να πω περισσότερα για την αισθητική πλευρά του όλου συγγραφικού εγχειρήματος. Ο Μ.Μ. τόσο ως ποιητής όσο και ως πεζογράφος παραμένει ένας αθεράπευτος θηρευτής των λέξεων. Αυτό συμβαίνει και εδώ. Εντέχνως, λειτουργικά και σε απόλυτη αρμονία με το συνολικό κείμενο παρεισφρέουν στο λόγο του λόγιες φράσεις και εκφράσεις. Ο παλιός φιλόλογος αφήνει το στίγμα του με αισθητική καταξίωση. Την ίδια ώρα, το χιούμορ του είναι πάντα πικρό, σαρκαστικό, σκληρό, εξόχως πνευματώδες και αισθητικά επαρκές.  

Ο συγγραφέας του βιβλίου απευθύνεται κυρίως και πρωτίστως στη νόηση του αναγνωστικού κοινού, πιο σπάνια στρέφει το βλέμμα στο θυμικό και το συναισθηματικό κόσμο των αναγνωστών του. Το συνολικό κείμενό του βρίθει από συμβολισμούς και σύμβολα, κατακλύζεται από αυτούς. Ως εκ τούτου, αρκετές φορές ο συγγραφικός του κώδικας καθίσταται δύσβατος. Όταν βέβαια αυτός ο κώδικας ξεκλειδωθεί η αισθητική τέρψη είναι μεγαλειώδης.

Πέρα από την αφηγηματική δεινότητα του συγγραφέα, πέρα από τη βαθιά εμπειρογνωμοσύνη του στη μαεστρική χρήση όλων των εκφραστικών μέσων, οι διακειμενικές αναφορές του σε άλλους λογοτέχνες, κυρίως ποιητές, εμπλουτίζουν παραπάνω το μυθιστόρημα και το καθιστούν ακόμα πιο ενδιαφέρον. 

[email protected]