Βαρβάρα Αποστόλοβνα Τεκμιτσέβα- Κοζάκου/ Ερατώ Κοζάκου-Μαρκουλλή, «Τάμα Ψυχής– Οδοιπορικό στις ρίζες», Εκδόσεις Βακχικόν 2025.
Ένα ιδιαιτέρως συγκινησιακό πόνημα κομίζει η Ερατώ Κοζάκου-Μαρκουλλή ως τιμητικό αφιέρωμα μνήμης και αγάπης στην Ελληνοποντιακής καταγωγής μητέρα της Βαρβάρα Αποστόλοβνα Τεκμιτσέβα- Κοζάκου (1909-1997). Ο διττός εύστοχος τίτλος «Τάμα Ψυχής – Οδοιπορικό στις ρίζες», όπως επισημαίνει και η αναθηματική προμετωπίδα του βιβλίου, απηχεί αφενός την εκπλήρωση του οφειλόμενου χρέους με την ανάδειξη του πολύτιμου μητρικού κληροδοτήματος και αφετέρου την αναπόδραστη ανάγκη νοερής περιδιάβασης στους αγαπημένους τόπους των οικογενειακών και προγονικών καταβολών μάνας και κόρης.
Συγκεκριμένα, η Ερατώ Κοζάκου-Μαρκουλλή στην πρόσφατη καλαίσθητη έκδοση μάς καθιστά κοινωνούς της ημερολογιακής αυτοβιογραφίας της αείμνηστης μητέρας της, καθώς και των ποιημάτων της. Η μετάφραση και επιμέλεια από τα Ρωσικά ανήκει στην ίδια και στη Λαρίσσα Παρτζίλη.

Διαφωτιστικός ο πρόλογος ως προς τη συγγραφική πορεία των 186 χειρόγραφων σελίδων τής εν λόγω βιωματικής καταγραφής και της αναβίωσης ιστορικών γεγονότων της εποχής της αυτοβιογραφούμενης, κατόπιν προτροπής των δύο θυγατέρων της που άκουγαν τις ενδιαφέρουσες διηγήσεις της και που βάσει αντικειμενικής αποτίμησης άξιζε μετά από παρέλευση χρόνων να εκδοθεί ένα τέτοιο αποκαλυπτικό θησαύρισμα.
Σκιαγραφείται επίσης προϊδεαστικά το ενάρετο ήθος και η σαγηνευτική ομορφιά της, ο πλούσιος συναισθηματικός και πνευματικός της κόσμος, οι σπουδές και η επαγγελματική της σταδιοδρομία. Εξόχως πληροφοριακή η περιγραφή του γενεαλογικού δένδρου των γονέων της από την Τραπεζούντα μέχρι τη Γεωργία και την Οδησσό, την τότε τσαρική Ρωσία και τον Καύκασο, όπου μετανάστευσαν για να αποφύγουν τους Τουρκικούς διωγμούς, που εξελίχθηκαν αργότερα στη γενοκτονία των Ποντίων.
Πλείστοι όσοι μεγαλέμποροι και διανοούμενοι, μεταξύ των οποίων ο πατέρας της Απόστολος Τεκμιτσώφ, που παρασημοφορήθηκε από τον τσάρο ως δήμαρχος του Σουχούμ και δραστήριος επιχειρηματίας και ο αδελφός της μητέρας της Ερατώς, Ελευθέριος Παυλίδης, που διετέλεσε έφορος των Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Οδησσού, μετέπειτα βουλευτής Αθηνών-Πειραιώς και συγγραφέας έργων για τον Ελληνισμό της Ρωσίας. Δεν παραλείπεται, ωστόσο, η αναφορά στους Λεμεσιανούς γονείς του συζύγου της, του ιατρού Γεώργιου Κοζάκου.
Με αμεσότητα γραφής και ζωντάνια σκηνικής αναπαράστασης η Βαρβάρα (Βάρια) μάς μεταφέρει στην εισαγωγή του βιογραφικού χρονικού της στο όμορφο Σουχούμ της γενέτειράς της –την πόλη-θέρετρο των πάρκων και πρωτεύουσα της Αμπχαζίας, επαρχίας της Γεωργίας–, εξιστορώντας στιγμιότυπα των νεανικών της χρόνων, της φοίτησης και της αποφοίτησής της από το Βιομηχανικό Κολλέγιο, τα μελλοντικά σπουδαστικά όνειρα της ίδιας και των συμμαθητριών της.
Οιονεί μυθιστορηματική η αφήγηση των ευτυχισμένων ημερών, αλλά και των σκληρών δοκιμασιών, που έπληξαν την πολυμελή οικογένεια της μητέρας της, ο θάνατος του συζύγου της και η τραγική απώλεια τριών γιών της την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, του Ρωσικού Εμφύλιου και της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Η αναχώρησή της για την Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1934, θυσιάζοντας τις σπουδές της στο Ινστιτούτο Μηχανικών Συγκοινωνιών στην Τιφλίδα μετά την επιμονή της μητέρας της, να εγκατασταθούν εκεί με την αγαπημένη της εγγονή Όλιτσκα, που είχε μεγαλώσει, και να είναι κοντά στ’ αδέλφια της, την Τέπα, τη Λόλια, τον Ζόρα και τον Κόλια με τις οικογένειές τους, θα προσκρούσει σε οδυνηρές απογοητεύσεις. Την απόρριψη της εγγραφής της στο Μετσόβειο Πολυτεχνείο, που δεν αναγνώριζε τη Σχολής της, όπως και του αιτήματός της να επιστρέψει στην πατρίδα της, καθότι απαγορευόταν σε όσους είχαν εγκαταλείψει τη Σοβιετική Ένωση.
Αντιστάθμισμα στην πικρία της οι ορειβατικές εξορμήσεις και η συναναστροφή της με σπουδαίους συγγραφείς, όπως τον Κώστα Βάρναλη και τη Διδώ Σωτηρίου, με την οποία μετέφρασαν από τα Γαλλικά ένα βιβλίο για το Γυναικείο Κίνημα. Είχε αισθανθεί ακόμη ανεπιθύμητη από τον γαμπρό της μένοντας στο σπίτι της αδελφής της Τέπα και επιδιώκοντας την ανεξαρτησία της, αφού βρήκε δουλειά ως σχεδιάστρια στο εργοστάσιο «ΒΙΟ», μετακόμισε με τη μητέρα της εντέλει σε έναν αξιοπρεπή ξενώνα, καθώς δεν άντεχε τον συνωστισμό του προηγούμενου διαμερίσματος λόγω της συγκατοίκησης με τους συνεχώς νεοαφιχθέντες συγγενείς του συζύγου της αδελφής της Όλιας.
Η διαμονή τους στην πανσιόν στάθηκε μοιραία για τη γνωριμία με τον μέλλοντα σύζυγό της, τότε φοιτητή ιατρικής, που της συμπαραστεκόταν όταν αρρώστησε η μητέρα της και έμεινε κλινήρης, συνεχίζοντας να τις επισκέπτεται στο νέο τους σπίτι στο Παγκράτι, μέχρι που τη σχέση των δύο νέων σφράγισε ο μεγάλος έρωτας.
Οι επόμενες σελίδες είναι βγαλμένες από μαυρόασπρη ταινία με σκηνές στη σκιά του Ιταλοελληνικού Πολέμου και της Γερμανικής Κατοχής, όπως τη συμμετοχή του Κόλια ως αξιωματικού στη μάχη της Κρήτης, την επίταξη από τους Γερμανούς του Εργοστασίου «ΒΙΟ» και τη συμμετοχή της Βάριας στην αντιστασιακή οργάνωση του ΕΑΜ, την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα στη Σοβιετική Ένωση και την κατατρόπωση του Χιτλερικών στρατευμάτων από τον Κόκκινο Στρατό, την εξορία του Γιώργου μαζί με Άγγλους υπήκοους της Αθήνας στο χωριό Κατούνα Ξηρομέρου της Αιτωλοακαρνανίας, τον θάνατο από την αρρώστια και την πείνα της μητέρας της Βάριας και τον γάμο της με τον Γιώργο.
Μετά την ήττα του ναζισμού, την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς και τη λήξη των Δεκεμβριανών με τη Συμφωνία της Βάρκιζας, οι γονείς του Γιώργου θα υποδεχθούν στη Λεμεσό στις 15 Μαρτίου 1945 τον γιο και τη νύφη τους, που σηματοδοτεί το τέλος του Χρονικού με την ευχή για μια ανθρωπότητα της ειρήνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Αρχές και αξίες, που διαπνέουν τα περισσότερα ποιήματα της συγγραφέως του στα Ρωσικά και τα Ελληνικά.
Σημαντικά τα κείμενα της Ερατώς Κοζάκου- Μαρκουλλή στο Παράρτημα «οι Ρίζες», που διατρέχουν τη μυθολογία, τη γεωγραφία και την ιστορία του Πόντου και του Ποντιακού Ελληνισμού. Ειδικότερα της Τραπεζούντας και του Σουχούμ, που φιλοτεχνούν οι υπομνηματισμένες φωτογραφίες στο ακροτελεύτιο φωτογραφικό παράρτημα του αξιόλογου αυτού βιβλίου. Αξιοθαύμαστοι οι πρωταγωνιστές του, γόνοι του Ελληνικού Εύξεινου Πόντου.