Εξ απαλών ονύχων είχε διαφανεί πως διέθετα µεγάλο ταλέντο ηθοποιού. Ανέβαινα στην καρέκλα και απάγγελλα ποιήµατα στις διάφορες οικογενειακές συναθροίσεις, µπροστά στα γεµάτα θαυµασµό και συγκίνηση όµµατα των συγγενών µου! Και µε δυσκολία µε κατέβαζαν.
Δυστυχώς όμως, το υποκριτικό τάλαντόν μου δεν αναγνώρισαν οι πρώτοι δάσκαλοί μου στο Δημοτικό και δεν μου ανέθεταν κάποιο ρόλο στα θεατρικά δρώμενα του σχολείου. Ίσως να έφταιγε και η κατάξανθη με πράσινα μάτια κατατομή μου, που μόνο για ρόλους Αγγλοσαξόνων ταίριαζε. Ανεπιθύμητοι χαρακτήρες στα πατριωτικά δράματα του καιρού εκείνου. Επιτέλους, όμως, στην Πέμπτη τάξη μού έδωσαν έναν ρόλο στους εορτασμούς της 28ης Οκτωβρίου. Μικρός ρόλος, αλλά σημαντικότατος!
Το έργο διαδραματιζόταν στην τάξη ενός σχολείου. Οι μαθητές στα θρανία και ο δάσκαλος στην έδρα έκαναν μάθημα. Στη μέση του μαθήματος έμπαινα (καθυστερημένος) εγώ, ντυμένος βοσκόπουλο (με μικρό το Β και χωρίς σίγμα τελικό) κρατώντας τη ρούχινη παλάσκα μου (τη θυμάστε;), γύριζα προς το κοινό και έλεγα με την τραγικότητα του αγγελιαφόρου, που έρχεται να αναγγείλει την πανωλεθρία των Περσών στην ομώνυμη τραγωδία: «ΉΗΗΗΗΗΗΗΗΗρθα τρεχάάάάάάάάάάτος από το βουνόόόόόόόό». Ανασήκωνα το δεξί χέρι μου, έδειχνα το βουνό και συνέχιζα: «Οι Γερμανοί ΜΠΗΗΗΗΗΚΑΝ στην πατρίίίίίίίίίίίδα μας». Το αριστερό χέρι έκανε βόλτα από αριστερά προς δεξιά κάτω, υποδεικνύοντας στους θεατές ότι το δάπεδο της σκηνής ήταν τα πάτρια χώματα. «Τους είδα ψηλά από τη στάάάάάάάάάνη», πάλι το δεξί χέρι στα ύψη. Και μετά καθόμουν στο θρανίο, χώνοντας γεμάτος θλίψη το κεφάλι μου στα δυο μου χέρια, αφού προηγουμένως έλεγα ψιθυριστά «Αχ πατρίδα μου!» Το παρακάτω δεν έχει σημασία, ο δικός μου ρόλος τελείωνε.
Έφτασε η ώρα της παράστασης. Μαζεμένοι όλοι στο πίσω μέρος της σκηνής ακούγαμε (ακούγαμε;) τον διευθυντή να μιλά για το Έπος του Σαράντα κάτω από το επαναλαμβανόμενο και υπόκωφο «Σσσσς.. μη μιλάτε» της δασκάλας μας, οπότε σε μια στιγμή… ΠΑΝΙΚΟΣ!!!… δεν κρατούσα τη ρούχινη τσάντα μου! Την είχα ξεχάσει σπίτι. Πώς θα βγω στη σκηνή; Δεν σήκωνε δεύτερη σκέψη. Άρχισα να τρέχω προς το σπίτι μου, που δεν ήταν μακριά από το σχολείο, μπήκα μέσα άρπαξα, την τσάντα και με την ίδια ταχύτητα (θα τη ζήλευε και ο Κεντέρης) επέστρεψα για να προλάβω τη δασκάλα, η οποία σε κατάσταση διαφορετικού πανικού φώναζε, «πού χάθηκες είναι η σειρά σου» και με έσπρωξε στην πόρτα της θεατρικής τάξης μου.
Η είσοδός μου δεν ήταν ως έπρεπε μεγαλοπρεπής, διότι σκόνταψα, ευτυχώς όμως δεν έπεσα χάμω. Πρέπει όμως να ήταν άκρως αιφνιδιαστική, αν κρίνω από την έκφραση στα πρόσωπα των θεατρικών συμμαθητών μου όπως τα θυμάμαι ακόμη. Σιωπή! Στη σκηνή ακουγόταν μόνο το αγκομαχητό μου. «Αχά, Αχά, Αχά». Μάταια οι θεατρικοί συμμαθητές μου περίμεναν να ακούσουν το θριαμβικό «ΉΗΗΗΗΗΗΗΗΗρθα». Δεν έβγαινε! Πήρα τρεις τέσσερις ακόμη βαθιές αναπνοές, όπως αυτές που σε βάζει να παίρνεις ο γιατρός όταν κάνει ακροαστικά με το στηθοσκόπιό του, ξεροκατάπια ακόμη δυο–τρεις φορές και μίλησα απευθυνόμενος, δυστυχώς, στον θεατρικό δάσκαλό μου. Δεν μπορούσα ούτε να γυρίσω προς το κοινό σε αυτή την άθλια κατάσταση που βρισκόμουν.
«Ήρθα», ξεροκαταπίνω, βαθιά ανάσα, «τρεχάτος», ξεροκαταπίνω, δυο βαθιές ανάσες, «από τ’ β’ν’» Το μεγαλόπρεπο ΉΗΗΗΗΗΗΗΗΗ και το βροντώδες άάάάάάάάάά περιορίστηκαν σε δυο σχεδόν άπνοα φωνήεντα. Οι πνεύμονές μου δεν διέθεταν ικανοποιητική ποσότητα αέρος τη συγκεκριμένη στιγμή. Το τραγικό Ήτα και Ιώτα στο «ΜΠΗΗΗΗΗΚΑΝ» και «πατρίίίίίίίίίίίδα» έδωσαν τη θέση τους σε δυο ακόμη βαθιές αναπνοές. Όσο για τα «ο» και το «ου» το «από το βουνόόόόόόόό» πνίγηκαν στο σάλιο, που προσπαθούσε να υγράνει το ξεραμένο στόμα μου. Το χέρι μου, αντί να ανασηκωθεί μεγαλόπρεπα προς το θεατρικό βουνό έφτασε διπλωμένο στον αγκώνα μέχρι το ωμό μου δείχνοντας με τον αντίχειρα κάτι αόριστο πίσω μου. Την ίδια τύχη είχαν και τα υπόλοιπα φωνήεντα. Είτε συντομεύθηκαν, για να προλάβει ο αέρας να εισχωρήσει μέσα μου, είτε έσβηναν θύματα της ξηρασίας του στόματός μου. Μέχρι πνεύμονες και στόμα να επανέλθουν στη φυσιολογική τους κατάσταση, ο ρόλος μου τελείωσε. Σωριάστηκα με πραγματική λύπη, έτοιμος να κλάψω, στο θρανίο. Το «Αχ πατρίδα μου!» το είπα από μέσα μου, διασκευασμένο σε «Αχ η μαύρη τύχη μου».
Τους θεατές δεν τόλμησα ούτε στιγμή να τους κοιτάξω. Με έφτανε το γεμάτο αποτροπιασμό βλέμμα των θεατρικών συμμαθητών μου. Αποτροπιασμό που συνεχίστηκε μέχρι το τέλος του δράματος, γιατί το αγκομαχητό μου κάλυπτε τις δικές τους ερμηνείες.
Περιττό να αναφέρω το φαρμακερό βλέμμα της δασκάλας μου στην υπόκλιση, που με έστειλε στην πίσω σειρά.
Δυστυχώς, η παράσταση μόνο μια φορά παίχτηκε και έτσι δεν είχα τη δυνατότητα να διορθώσω το φιάσκο της πρεμιέρας. Συνεπώς, δεν μου δόθηκε η ευκαιρία τότε να παίξω σωστά και να αποδείξω το τάλαντόν μου. Ούτε και αργότερα. Γι’ αυτό παρέμεινε ταυτόχρονα και η τελευταία υποκριτική μου αποτυχία!
* Ο Γιώργος Νεοφύτου είναι θεατρικός συγγραφέας, πρώην πρόεδρος του Δ.Σ. του ΘΟΚ και του Κυπριακού Κέντρου του Διεθνούς Ινστιτούτου Θεάτρου. Το ΚΚΔΙΘ διοργάνωσε πρόσφατα εκδήλωση προς τιμήν του.