Για την αεικίνητη αφηγήτρια παραμυθιών, που πάνω σε «δυο παπούτσια από χαρτί» ισορροπεί με άνεση τα βήματά της ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, δεν υπάρχει ευτυχισμένο τέλος, χωρίς κόστος και πένθος.

– Μπορείς να υπολογίσεις περίπου πόσα παραμύθια ξέρεις; Σίγουρα όχι και ο λόγος έχει να κάνει με το γεγονός πως κάθε παραμύθι λέγεται με έναν μοναδικό τρόπο κάθε φορά. Είναι, δηλαδή, η αποτύπωση μιας μαγικής σχέσης αφηγήτριας και συγκεκριμένων ακροατών. Μου έχει τύχει ακροατές/τριες να έχουν έρθει στην ίδια παράσταση και να μην αναγνωρίσουν το ίδιο παραμύθι που ακούν για δεύτερη φορά.

– Πώς επιλέγεις κάθε φορά τα κείμενα που αφηγείσαι; Θα ακουστεί λίγο κλισέ αλλά πολλές φορές τα κείμενα είναι εκείνα που μας επιλέγουν. Είσαι για παράδειγμα σε μια συγκεκριμένη φάση, ας πούμε προβληματισμένη για την κοινωνική αδιαφορία. Το φίλτρο έχει ήδη μπει και το αφηγηματικό σου ραντάρ θα εντοπίσει εκείνο το υλικό, που θα καλύψει αυτόν τον προβληματισμό. 

– Η μουσική είναι –διαχρονικά- αναπόσπαστο κομμάτι στις αφηγήσεις σου. Ποια είναι η σημασία της; Ένας μεγάλος θεωρητικός του θεάτρου, ο Γκροτόφκσι, είχε συλλάβει το concept του «φτωχού θεάτρου». Νομίζω ότι μια αφήγηση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «φτωχό θέαμα», διότι οι αφηγητές δεν διαθέτουν τίποτε άλλο, πέρα από το σώμα και τη φωνή τους. Σκηνικά δεν υπάρχουν. Για μένα, λοιπόν, η μουσική παίζει αυτόν τον ρόλο. Γι’ αυτό, και στην περίπτωση του Γιάννη Κουτή αλλά και άλλων συνεργατών μου, μου αρέσει να περιγράφω τη μουσική ως ηχοτοπίο. Η μουσική ορίζει τη «σκηνή», συνομιλεί με την αφήγηση, την εντάσσει σε μία σύμβαση πιο παραστατική.

– Στην επικείμενη παράστασή σου «Με δυο παπούτσια από χαρτί», ποια ιστορία θα αφηγηθείς; Θα αφηγηθώ ένα παραμύθι από την Αφρική και ένα από την Κύπρο, αποδιδόμενο στην κυπριακή διάλεκτο. Στο πρώτο, μια καμήλα ιδιοκτήτρια ενός χωραφιού ψάχνει για βοηθούς, για να το καλλιεργήσει. Ένας ελέφαντας και ένας ποντικός θα δουλέψουν σκληρά μαζί της και η σοδειά θα είναι πολύ καλή, μέχρι η ζήλια να βάλει «ψύλλους στ’ αυτιά» των δύο μεγάλων ζώων για το πώς πρέπει να γίνει η μοιρασιά. Στο δεύτερο, μια λαίμαργη γιαγιά θα προσπαθήσει να ξεμπλέξει από τους μεγάλους μπελάδες που η ίδια προκάλεσε στον εαυτό της. 

– Η ίδια με ποια παραμύθια μεγάλωσες; Με εκείνες τις κλασικές κασέτες ηχογραφημένων παραμυθιών. Φωνές άλλων εποχών με παλαίμαχους πια ηθοποιούς και φανταχτερές εικόνες στο βιβλίο-κασέτα. Και με τα παραμύθια που έμαθα από τη γιαγιά μου και που λέγονταν από τους αγρότες της Μόρφου. Βέβαια, η αρχή της ζωής μου ήταν λίγο παραμυθένια – όχι με τη ρομαντική αλλά πιο πολύ με την εξωτική έννοια. Έζησα τα δύο πρώτα μου χρόνια στο Σουλτανάτο του Ομάν, όπου εργαζόταν ο πατέρας μου. Δεν θυμάμαι τίποτα και αυτό μού δίνει το ελεύθερο να φαντάζομαι ό,τι θέλω!

– Ως παιδί τι σε εντυπωσίαζε περισσότερο στον κόσμο των παραμυθιών;
Αν το εκφράσω με τις λέξεις ενός ενήλικα, νομίζω η υπέρβαση στην οποία επιδίδονται οι ήρωες, για να ξεπεράσουν μια μεγάλη δυσκολία.

 

– Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς επαγγελματικά με την αφήγηση; Το αποφάσισα μετά τη συμμετοχή μου στο Μουσικό Χωριό στο Πήλιο το 2014. Είχα τη μεγάλη τύχη να πέσω πάνω στη δασκάλα μου Ανθή Θάνου, τρανή αφηγήτρια από τη Θεσσαλονίκη. Μου άνοιξε έναν ολόκληρο κόσμο δημιουργίας. Κάτι υπήρχε μέσα μου, σίγουρα, αλλά επειδή τα πάντα μαθαίνονται όταν διαδράς, χρειαζόταν αυτή η συνάντηση. Σήμερα, συνεχίζω να παρακολουθώ σεμινάρια, κυρίως ξένων αφηγητών. Αυτό το σχολείο δεν τελειώνει.

– Σήμερα, από ποια ανάγκη λες παραμύθια; Από την ανάγκη να μοιράζομαι με το κοινό ιστορίες, που αλλάζουν τους ανθρώπους. Και αυτών που τις λεν, και αυτών που τις ακούν. Πριν από έξι μήνες η ανάγκη αυτή ενισχύθηκε, καθώς απέκτησα το δικό μου παιδί. Δεν σου κρύβω ότι πια, όταν για παράδειγμα κάνω πρόβα μπροστά στα διερευνητικά μάτια του γιου μου, αναρωτιέμαι «Τώρα, αυτό τού αρέσει ή όχι;».

– Ποιες διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στο ενήλικο κοινό και στο κοινό των παιδιών; Τα παιδιά απαιτούν αλήθεια και ειλικρίνεια, όταν τους παρουσιάζεις φανταστικά σκηνικά. Οι ενήλικες αποζητούν τη σύγκριση της δικιάς τους αλήθειας με αυτήν, που κρύβεται κάτω από το φαινομενικά φανταστικό. Με όρους επιπέδων, δεν ξέρω αν το πρώτο επίπεδο στο οποίο κινούνται τα παιδιά είναι πιο δύσκολο από τα πολλαπλά επίπεδα στα οποία κινούνται οι ενήλικες. Το πρώτο επίπεδο απαιτεί διαφανείς προθέσεις.

– Τελικά, το σημαντικό είναι η ιστορία ή ο τρόπος που τη διηγείσαι; Είναι ένας συνδυασμός στοιχείων. Όπως κάθε τέχνη, έτσι και η αφήγηση, απαιτεί απόλυτη αφοσίωση και μια διαδικασία μέσα από την οποία θα αποκαλυφθεί το δικό σου αφηγηματικό στυλ. Στην αφήγηση πρέπει να φτάσεις σε ένα σημείο, όπου θα είσαι σίγουρος ότι έχεις ανακαλύψει μια μικρή γωνία στο σύμπαν. Από εκεί μπορείς να ξεκινήσεις την εξερεύνηση.

– Έχουν όλα τα παραμύθια ευτυχισμένο τέλος; Στα λαϊκά παραμύθια κυριαρχεί το μοτίβο του happy end. Και είναι λογικό: Οι αντιξοότητες της υπαίθρου ζητούσαν «παραμυθία», δηλαδή παρηγοριά. Στα έντεχνα παραμύθια, σε αυτά δηλαδή που γράφτηκαν αργότερα από επώνυμους συγγραφείς, αυτό το μοτίβο σπάει και μπορεί κανείς να βρει από άσχημα, μέχρι τραγικά τέλη. Ακόμα όμως και σ’ ένα «ευτυχισμένο τέλος», υπάρχει κόστος, πένθος για μια ψεύτικη ζωή από την οποία οφείλουμε να απαλλαγούμε. Αυτό δεν είναι τελικά η ζωή;

Ελεύθερα, 28.11.2021.