Ο Κύπριος φαγκοτίστας, που διαπρέπει στις μεγαλύτερες αίθουσες συναυλιών κλασικής μουσικής της Ευρώπης, έχει κάτι από τον πολυπολιτισμικό χαρακτήρα των Βρυξελλών, όπου ζει τα τελευταία χρόνια και κάτι από τον ιδιαίτερο συνδυασμό οργάνων που περιλαμβάνονται στον πρώτο του δίσκο, που μόλις κυκλοφόρησε.

– Πώς και σε ποια ηλικία γεννήθηκε η επιθυμία σας να ασχοληθείτε με το φαγκότο; Όσο περίεργο και αν ακούγεται, δεν ήταν κάτι που το επέλεξα εγώ. Αφού είχα ξεκινήσει πιάνο με τη μητέρα μου γύρω στα τέσσερα, αν θυμάμαι καλά, στα 13 μου χρόνια, ο πατέρας μου, με σκοπό την είσοδό μου στο Ίδρυμα Συμφωνικής Ορχήστρας Νέων Κύπρου, έφερε στο σπίτι ένα «παιχνίδι» με το όνομα φαγκότο. Και κάπως έτσι ξεκίνησα μια καινούργια ενασχόληση ως υπότροφος του ΙΣΟΝΚ, η οποία φυσικά πολύ σύντομα έγινε αγάπη.

– Τι σας γοήτευσε στο συγκεκριμένο όργανο στην αρχή και τι αγαπάτε σε αυτό σήμερα; Νομίζω αυτό που με γοήτευσε στην αρχή ήταν ότι ήταν ένα ξεχωριστό όργανο. Ασυνήθιστο έως και περίεργο. Ένιωσα να ταυτίζομαι με αυτό, μιας και δεν ήμουν ποτέ ένα συμβατικό παιδί. Φυσικά με είχε εντυπωσιάσει ο βαθύς και γεμάτος ήχος του αλλά και οι εναλλαγές που έχει στα ηχοχρώματα.  Αγαπώ το φαγκότο, γιατί μου δίνει τη δυνατότητα να εκφράζω τα συναισθήματά μου μέσα από έναν πανέμορφο τρόπο. Τη μουσική. 

– Ως παιδί ποια ήταν τα μουσικά σας ακούσματα; Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον όπου υπήρχε η κλασική μουσική παντού και συνέχεια. Είτε από τον πατέρα μου, που δίδασκε θεωρία της μουσικής και συνέθετε είτε από τη μητέρα μου που δίδασκε πιάνο. Έτσι, αναμφίβολα ήρθα σε επαφή με την κλασική μουσική, σε πολύ μικρή ηλικία. Παρόλα αυτά, σαν έφηβος είχα και άλλα, δικά μου ακούσματα επηρεασμένος από το φιλικό και σχολικό μου περιβάλλον. 

– Μεγαλώνοντας σε ένα μουσικό περιβάλλον και από δύο γονείς καλλιτέχνες, αισθανθήκατε ποτέ ότι η μουσική καριέρα αποτελούσε, κατά κάποιον τρόπο, μονόδρομο για σας; Αυτό δεν μπορώ να σας το απαντήσω με σιγουριά, μιας και δεν είμαι σε θέση να ξεχωρίσω τη ζωή μου από τη μουσική. Αυτό, όμως, που μπορώ να σας πω με σιγουριά είναι ότι μεγαλώνοντας σε ένα μουσικό περιβάλλον με δύο γονείς καλλιτέχνες ήταν μια γερή βάση στην οποία θα μπορούσα να πατήσω με σιγουριά σε περίπτωση που επέλεγα τη μουσική. Κάτι το οποίο και έγινε. 

– Υπάρχουν πράγματα που στερηθήκατε ως παιδί, λόγω της ενασχόλησής σας με τη μουσική; Φυσικά! Πολλές φορές θυμάμαι τον εαυτό μου τόσο ως παιδί όσο και ως νεαρό ενήλικα να μένω σπίτι να μελετώ, ενώ οι φίλοι και συμμαθητές μου έκαναν άλλες δραστηριότητες. Αλλά γι’ αυτό, δεν ευθύνεται η μουσική. Η μουσική είναι μια τέχνη, η οποία έχει χαρακτηριστικά πρωταθλητισμού, όταν κάποιος θέλει να την υπηρετεί σε υψηλό επίπεδο. Απαιτεί αφοσίωση, υπομονή, ευγενή άμιλλα και αποδοχή ήττας. Θεωρώ πως κάθε τι, όταν γίνεται σε υψηλό επίπεδο, έχει και κάποιες στερήσεις. Το πιο μαγικό, βέβαια, είναι ότι ο ίδιος ο πρωταθλητής ποτέ δεν το λαμβάνει ως στέρηση αλλά ως φυσικό επακόλουθο και προσωπική ικανοποίηση ότι έδωσε το καλύτερο που μπορεί κάθε μέρα.

– Ποια χαρακτηριστικά πρέπει να διαθέτει η προσωπικότητα ενός νέου σολίστ, ώστε να αντέχει τις διαρκώς αυξανόμενες πιέσεις αυτού του επιπέδου; Σίγουρα τα χαρακτηριστικά που ανέφερα πριν είναι απαραίτητα, για να επιβιώσει κάποιος σε ένα αρκετά ανταγωνιστικό περιβάλλον όπως η μουσική, όταν μάλιστα ολοένα και πιο συχνά πλήττεται από εξωγενείς παράγοντες. Για εμένα, το δυσκολότερο που είχα να αντιμετωπίσω ειδικά στις αρχές της πορείας μου, ήταν το ότι έπρεπε και πρέπει να είμαι μακριά από το οικογενειακό και φιλικό μου περιβάλλον. Χρειάζεται μεγάλη εσωτερική δύναμη το να είναι κάποιος σχετικά μόνος του στο εξωτερικό και να προσπαθεί. Απαιτεί γερό στομάχι και νεύρα, ειδικά όταν πρόκειται για ένα επάγγελμα που απαιτεί καλή ψυχολογία και έκθεση σε κοινό.

– Υπάρχουν συμβουλές που δεχτήκατε από δασκάλους σας κατά τη διάρκεια των σπουδών σας, στις οποίες ανατρέχετε μέχρι σήμερα; Θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό, γιατί είχα πολύ καλούς δασκάλους, ξεκινώντας από τους γονείς μου και αργότερα τους καθηγητές μου σε Αθήνα, Γερμανία, Βιέννη και Βρυξέλλες. Ο καθένας μού έχει δώσει και κάτι διαφορετικό, από το τεχνικό κομμάτι στο όργανο έως και το καλλιτεχνικό και από το εργασιακό έως και το ψυχολογικό. Συμβουλές τις οποίες, όταν λάμβανα, δεν μπορούσα να κατανοήσω εις βάθος αλλά σήμερα μού είναι πολύτιμες.

– Παρά το νεαρό της ηλικίας σας έχετε λάβει παγκόσμιες βραβεύσεις σε σημαντικότατους μουσικούς θεσμούς. Τι σημαίνουν για σας αυτά τα βραβεία; Ένας από τους αγαπημένους μου συνθέτες, ο Μπέλα Μπάρτοκ, έλεγε «Οι διαγωνισμοί είναι για τα άλογα, όχι τους καλλιτέχνες». Είμαι χαρούμενος και ευγνώμων που κατάφερα να λάβω αυτές τις βραβεύσεις και σίγουρα μου έχουν ανοίξει πολλές πόρτες αλλά οι διαγωνισμοί δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια πιο επίσημη πιστοποίηση της δουλειάς σου τη δεδομένη στιγμή. Ο δρόμος είναι μακρύς.

– Ως φαγκοτίστας έχετε εμφανιστεί σε μερικές από τις μεγαλύτερες αίθουσες συναυλιών της Ευρώπης. Ποιες από αυτές νιώθετε ότι σας καθόρισαν; Νομίζω σε προσωπικό επίπεδο, καθοριστικές ήταν οι εμφανίσεις μου στην Αίθουσα Έλγκαρ του Royal Albert Hall στο Λονδίνο και στην Αίθουσα Ρεσιτάλ της Κονσέρτχεμπαου του Άμστερνταμ. Μετά από αυτά τα ρεσιτάλ, ένιωσα πραγματικά τι χρειάζεται κάποιος να έχει όντας στη σκηνή. Νομίζω πως ωρίμασα καλλιτεχνικά μετά από αυτές τις δύο εμφανίσεις μου σε αυτές τις πανέμορφες αίθουσες. Εν συνεχεία, καθοριστική εμφάνισή μου ήταν με την αγαπημένη φίλη και συνεργάτη, Λίλι Μάισκι στη Salle Pasteur του Φεστιβάλ της Γαλλικής Ραδιοφωνίας το καλοκαίρι που πέρασε. Μια συναυλία γιορτή για εμάς και τους φίλους της μουσικής. 

– Πώς νιώθετε κάθε φορά που βρίσκεστε στη σκηνή; Δεν ξέρω. Κάθε φορά είναι διαφορετικό, γιατί είναι και το ακροατήριο διαφορετικό. Σίγουρα νιώθω γυμνός και ευάλωτος, έτοιμος να δώσω απλόχερα τα συναισθήματά μου και περιμένοντας με ανυπομονησία και δέος την αντίδραση του ακροατηρίου. 

– Τα τελευταία χρόνια ζείτε μόνιμα στις Βρυξέλλες. Αυτό το γεγονός πώς έχει επηρεάσει τη ζωή και την καριέρα σας; Οι Βρυξέλλες είναι το κέντρο της Ευρώπης. Μια σχετικά μικρή πόλη, η οποία όμως, υπό κανονικές συνθήκες προ πανδημίας, σφύζει από καλλιτέχνες και διαφορετικές μεταξύ τους δραστηριότητες, πάντα με έναν έντεχνα σύγχρονο και προοδευτικό τρόπο. Νομίζω το χαρακτηριστικό αυτό της πόλης επηρέασε τόσο τη ζωή, όσο και την καριέρα μου. Επιπλέον, πρακτικά μιλώντας, προσφέρει εύκολη πρόσβαση σε σημαντικές μουσικές μητροπόλεις, όπως το Λονδίνο, το Παρίσι και το Άμστερνταμ. Τέλος, έχει έναν πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, ο οποίος ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία μου.

– Πώς είναι ένα τυπικό 24ωρο σας εκεί; Ένα τυπικό και ήρεμο 24ωρο μου στις Βρυξέλλες ξεκινά μ’ ένα ζεστό τσάι και ένα βιβλίο του Νίτσε ή του Σοπενχάουερ. Ακολουθεί μελέτη ανάλογα με τον φόρτο συναυλιών της περιόδου και εν συνεχεία διδασκαλία και αφοσίωση στη διδακτορική μου έρευνα. Στα ενδιάμεσα σίγουρα βρίσκω χρόνο να μαγειρέψω στους φίλους μου.

– Σήμερα πόσο συχνά έρχεστε στην Κύπρο; Δυστυχώς μέχρι πρότινος, η επαφή μου με την Κύπρο ήταν μια με δύο φορές τον χρόνο, λόγω βεβαρημένου προγράμματος. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μιας και ο χώρος μας περνάει κρίση, προσπαθώ να βρίσκομαι όσο πιο συχνά γίνεται, ώστε να περνώ χρόνο με την οικογένεια και τους φίλους μου. 

– Εκτός από την κλασική, ποια άλλα είδη μουσικής απολαμβάνετε ως ακροατής; Σχεδόν τα πάντα. Από κλασική σε λαϊκή και από ποπ σε ροκ. Δεν πιστεύω πως υπάρχει καλό και κακό είδος μουσικής. Υπάρχει καλή και κακή μουσική και αυτό μπορεί κάποιος να το συναντήσει σε όλα τα είδη.

– Πολύ πρόσφατα έχετε κυκλοφορήσει έναν δίσκο για φαγκότο και άρπα. Τι πρέπει να ξέρουμε γι’ αυτή τη δουλειά; Ο διπλός δίσκος «Six Progressive Sonatas for Harp and Bassoon Op.2» είναι η παρθενική μου απόπειρα να ηχογραφήσω τη δουλειά μου. Πρόκειται για μια παγκόσμια πρώτη ηχογράφηση με μουσική του Ιταλού συνθέτη και αρπίστα από το 19ο αιώνα Λουίτζι Κονκόνε. Με την αγαπημένη φίλη και συνεργάτη Ραχέλ Ταλίτμαν ηχογραφήσαμε τις έξι σονάτες του Κονκόνε για άρπα και φαγκότο. Ένας ιδιαίτερος, σπάνιος και ξεχωριστός συνδυασμός οργάνων. Είμαστε πολύ χαρούμενοι, γιατί αυτή η δουλειά μας χαίρει ήδη αποδοχής και αγάπης.

– Εάν δεν ήσασταν μουσικός, με τι άλλο θα θέλατε να ασχοληθείτε; Δεν είμαι βέβαιος αν μπορώ να απαντήσω με σιγουριά αυτή την ερώτηση. Η μουσική για εμένα είναι, εκτός από ένας τρόπος έκφρασης, η ανώτατη μορφή τέχνης και σύνδεσης με τη φιλοσοφία και την ψυχαγωγία. Έτσι, ίσως να έπαιρνα κάποιον δρόμο κάπου ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κλάδους.

Ελεύθερα, 16.1.2022.