Φεύγοντας από μια συνάντηση με τον πολυπράγμονα Δημήτρη Μυστακίδη, δεν μπορείς ποτέ να πεις με απόλυτη σιγουριά αν οι κουβέντες που μόλις ανταλλάχθηκαν έγιναν τελικά με έναν μύστη του ρεμπέτικου, με έναν θαυματοποιό που μετουσιώνει την τεχνική του σε τέχνη ή απλά με έναν μεγάλο καλλιτέχνη της ζωής.

Στο μικρό, κίτρινο χαρτάκι ήταν γραμμένο το νούμερο «57». Για να εξέλθω του υπαίθριου χώρου της συναυλίας, έπρεπε να το παραδώσω πίσω στην είσοδο και κατά την επιστροφή, αν ήμουν τυχερή, θα έπρεπε να επαναλάβω όλη τη διαδικασία από την αρχή: Όνομα, επίθετο, χαρτάκι, θέση, επιστροφή του στην είσοδο. Μα, αλήθεια, ήθελα πραγματικά να θυσιάσω το πρώτο live «της ζωής μετά», για μια ακόμα παγωμένη μπίρα; Κάθισα στη θέση νούμερο 57. Στη θέση νούμερο 58 και σε ένα μέτρο απόσταση από εμένα καθόταν εκείνος. Δυο θέσεις παρακάτω (δύο μέτρα στο σύνολο) εκείνη, πιο κάτω (έχουμε φτάσει κιόλας τα τρία μέτρα) ένας άλλος δικός μας και πάει λέγοντας. Η ίδια παρέα που πριν από δυο καλοκαίρια -την τελευταία φορά που είχα τη χαρά να παρακολουθήσω ζωντανά τον Δημήτρη Μυστακίδη ως κιθαρίστα του Θανάση Παπακωνσταντίνου- τσουγκρίζαμε τα μπουκάλια μας αγκαλιασμένοι, χωρίς καμιά απόσταση να επεμβαίνει στο ανυπέρβλητο της μέθεξης. Αυτά σκεφτόμουνα, καθώς οι πρώτοι αρπισμοί από την κιθάρα του, άρχιζαν να πατούν αβίαστα τις δικές μου χορδές και να γίνονται κρατήρες από όπου εκτοξεύονταν πάθη και μνήμες από μια περασμένη κανονικότητα. «Δεν είναι λίγο περίεργο που ξαφνικά το “κρατάω αποστάσεις” σημαίνει “νοιάζομαι”;», τον ρώτησα, μιάμιση ώρα μετά, καθισμένη απέναντί του, στη μόνη ήσυχη γωνιά του καφενείου στον Κάτω Δρυ. Πάνω στο τραπέζι μας ήταν δύο μπίρες. «Αν αγαπάς κάποιον», μου απάντησε, στρίβοντας το πρώτο τσιγάρο, «πρέπει να είσαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να αναθεωρήσεις ακόμα και τον τρόπο που του το εκφράζεις. Αν κάτι μείνει τελικά από αυτήν την κατάσταση, είναι πως τίποτα δεν πρέπει να είναι σίγουρο και πως για όλα υπάρχει η στιγμή της αναθεώρησης».

– Κάτι για το οποίο να εξακολουθείτε να είστε βέβαιος υπάρχει σήμερα; Υπάρχει. Είναι αυτή η αίσθηση που έχω πάντα, ότι η αλληλεγγύη είναι το σημαντικότερό μας όπλο. Η πεποίθηση του ότι όσο και να αισθάνεσαι δυνατός, κάποια στιγμή θα σου έρθει μια κατραπακιά που θα έχεις ανάγκη τους άλλους ανθρώπους. Οπότε η αλληλεγγύη πρέπει να είναι, πώς να σου πω, συνείδηση για όλους μας, καθημερινότητά μας. Την περίοδο του εγκλεισμού φάνηκε ξεκάθαρα αυτό: το πόσο σημαντική δουλειά κάνουν άνθρωποι που δεν τους δίνεις σημασία όταν όλα ρέουν σε μια κανονικότητα, όπως για παράδειγμα οι σκουπιδιάρηδες. Πόσο σημαντικό ήταν εκείνους τους δυόμισι μήνες που εμείς ήμασταν κλεισμένοι στο σπίτι και βάζαμε χίλια δυο αντισηπτικά όπου κι αν ακουμπούσαμε, το ότι κάποιοι εξακολουθούσαν να μαζεύουν τα σκουπίδια μας; Ποιος άλλος θα το έκανε αυτό; Και όχι μόνο οι συγκεκριμένοι άνθρωποι, αλλά και πολλοί άλλοι που έθεταν καθημερινά τον εαυτό τους για το καλό όλων μας.

– Ήταν και μια περίοδος για να δούμε πιο ξεκάθαρα και κάποιες άλλες αλήθειες; Ζακ, Γιακουμάκης, Φύσσας, είναι μερικά από τα πρόσωπα που αναφέρονται στο τραγούδι σας «Μίλα», το οποίο γεννήθηκε εκείνες τις μέρες. Αλήθεια, σε ποιον μιλάτε μέσα από αυτό; Καταρχάς στη γενιά μου. Σε όλους εμάς τους πενηντάρηδες που έχουμε αράξει στον καναπέ μας, που κάνουμε κριτική από μακριά και που έχουμε καταδικάσει με τη στάση μας μια ολόκληρη γενιά να ζει πάρα πολύ δύσκολα. Για όλα αυτά, λοιπόν, που συμβαίνουνε γύρω μας οι πιο πολλοί είναι μόνο επικριτές, εκ του μακρόθεν κιόλας. Χωρίς να παίρνουν θέση, χωρίς να αγωνίζονται για τίποτα. Από την άλλη, ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω για όλα εκείνα που συνειδητοποίησα ότι τα μικρά μου παιδιά, τα 14χρονα, δεν τα ξέρανε. Ήθελα να τους μιλήσω με μια γλώσσα που καταλαβαίνουν πιο εύκολα, γιατί θεωρώ ότι πρέπει και ξέρουν τα πράγματα και να έχουν και άποψη για αυτά. Είναι ένα τραγούδι που «μοιάζει με χιπ χοπ», όπως είπε η κόρη μου. Όταν το άκουσε μου είπε χαριτολογώντας, «είναι καλό, είναι συγκινητικό, αλλά χιπ χοπ δεν είναι».

– «Σπίτι, δουλειά, μιζέρια κι η ζωή σου να περνά…», τραγουδάτε στο ρεφρέν του κομματιού. Πιάνετε πού και πού τον εαυτό σας να λειτουργεί έτσι; Υπήρξαν στιγμές που συνέβη, ναι.

– Πότε «ξεβολεύεστε»; Όταν παρατηρώ να συμβαίνουν πράγματα γύρω μου που με ταρακουνούν. Όπως για παράδειγμα η δίκη για τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο. Διάβαζα διάφορα πράγματα γύρω από το θέμα και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στις ενημερωτικές ιστοσελίδες, όταν διαπίστωσα ότι, χωρίς να το καταλαβαίνω, έχω σε πολλά σημεία σεξιστική συμπεριφορά. Δεν καταλάβαινα ότι κάτι που λέω μπορεί να είναι σεξιστικό και μπορώ να σου πω ότι θεωρούσα και υπερβολική ίσως την αντίδραση από αυτά που διάβαζα σε κάποιες ιστοσελίδες. Τελικά δεν είναι. Έχουμε τόσο βαθιά ριζωμένη σεξιστική συμπεριφορά που ούτε οι ίδιοι καταλαβαίνουμε ότι συμβαίνει. Αυτό ήταν κάτι που με ταρακούνησε και που με έκανε να αναθεωρήσω. Πρέπει να προσέχεις τι λες και πώς το λες.

– Μέσα από τους λογαριασμούς σας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τοποθετείστε συχνά για τα όσα συμβαίνουν. Το θεωρείτε χρέος για έναν καλλιτέχνη; Δεν το θα ονόμαζα χρέος των καλλιτεχνών. Χρέος των ανθρώπων είναι. Δεν μου αρέσει να διαχωρίζω τον καλλιτέχνη από τον οποιονδήποτε άλλο, όπως ούτε νομίζω ότι ο καλλιτέχνης έχει υποχρέωση για κάτι, ενώ κάποιος άλλος δεν έχει. Όλοι οι άνθρωποι έχουμε υποχρέωση να παίρνουμε θέση στα πράγματα.

– Επαγγελματικά σάς στοίχισε ότι λέτε ανοιχτά τη γνώμη σας; Μου στοίχισε με απώλεια κόσμου. Ειδικά όταν έγινε η μεταπήδηση και από τα μαγαζιά που δούλευα για πολλές σεζόν επέλεξα να δουλέψω με έναν άλλο τρόπο κάνοντας συναυλίες και αρχίζοντας να αποκτώ μια πιο άμεση επαφή με τον κόσμο. Το ότι ξεκίνησα να μιλάω στις παραστάσεις, πολύς κόσμος που πριν ερχόταν και με άκουγε, τώρα πια σταμάτησε να μπαίνει σε αυτή τη διαδικασία.

– Μετά από τόσα χρόνια στον χώρο μπορείτε να πείτε με ασφάλεια ποιο τελικά είναι το ακροατήριό σας; Όχι, δεν μπορώ να το πω αυτό, γιατί σε κάθε χώρο, ακόμα και της ίδιας πόλης είναι πολύ διαφορετικός ο κόσμος που έρχεται. Τώρα σε σχέση με την επαρχία, είναι ακόμα πιο δυσδιάκριτα τα όρια, διότι η δουλειά που κάνεις πάει με μία καθυστέρηση διετίας ή ακόμα και τριετίας, οι εμφανίσεις είναι πολύ λιγότερες και επομένως δεν έχεις το περιθώριο να χτίσεις κοινό. 

– Τι σκέφτεστε κάθε φορά που βλέπετε τα live σας να γεμίζουν με νέους ανθρώπους; Με κάνει να χαίρομαι πάρα πολύ, γιατί οι νέοι άνθρωποι είναι ένα πάρα πολύ ωραίο ακροατήριο. Ξέρεις, δεν το κάνουνε για κανέναν άλλο λόγο, παρά μόνο γιατί γουστάρουν πραγματικά αυτή τη μουσική και έχουν καταλάβει τόσο την καλλιτεχνική όσο και την πολιτική αξία που έχει για έναν άνθρωπο. Χαίρομαι ιδιαίτερα όταν βλέπω νέους ανθρώπους στο ακροατήριο, γιατί αυτοί είναι και οι πιο συνειδητοί ακροατές.

– Έχετε διδάξει τις τεχνικές σας σε αμέτρητους ανθρώπους. Τι νομίζετε ότι φέρνει σήμερα έναν νέον στη μελέτη του λαϊκού και του ρεμπέτικου; Θα έλεγα τίποτα άλλο εκτός από την αγάπη του γι’ αυτό. Η ενασχόληση, βέβαια, με ένα τέτοιο ρεπερτόριο δεν είναι μόνο σημερινό φαινόμενο. Απόδειξη είμαι εγώ, ας το πούμε, που ασχολήθηκα με το ρεμπέτικο στη δεύτερη αναβίωσή του. Η διαφορά με τη δική μου εποχή είναι νομίζω ότι το ρεμπέτικο σήμερα έχει μεγαλύτερη διασπορά στην κοινωνία και έχει απλωθεί σε πολλές ηλικιακές ομάδες. Είναι πολλοί οι νέοι σήμερα που αγαπούν συνειδητά το ρεμπέτικο. Στη δική μου γενιά ελάχιστοι ακούγαμε αυτά τα τραγούδια.

– Εσάς πότε ακριβώς ξεκίνησε η σχέση σας μαζί τους; Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, γιατί ήταν η μουσική που ακουγότανε μέσα στο σπίτι μου. Ως παιδί και ως έφηβος δεν άκουγα τίποτα άλλο και αισθανόμουνα και λίγο βλαμμένος, γιατί όλοι οι φίλοι μου ακούγανε ντίσκο, Bananarama και γενικά όλη εκείνη τη μουσική της εποχής. Εγώ ήμουνα ντιπ άσχετος, δεν ήξερα τίποτα. Η απενεχοποίηση μέσα μου ήρθε τελικά όταν άκουσα το άλμπουμ «Η εκδίκηση της γυφτιάς» του Νίκου Ξυδάκη και του Μανώλη Ρασούλη. Εκεί είπα, εντάξει, καλά είμαι εγώ, οι άλλοι έχουν το θέμα.

– Μπαίνοντας σε αυτόν τον χώρο επαγγελματικά από τα 16 σας χρόνια, τι θεωρείτε ότι καθόρισε τελικά την τέχνη σας; Ήταν ένας συνδυασμός πολλών πραγμάτων, νομίζω, γιατί στη ζωή καθώς πορευόμαστε, κάθε επιλογή που κάνουμε οδηγεί και κάπου αλλού. Αν γυρίσω προς τα πίσω, θα σου πω ότι όλα ήταν θέματα συμπτώσεων. Ένας συνδυασμός των όσων συνέβαιναν και της επιλογής που είχα μπροστά μου για να προχωρήσω κάθε φορά. Για παράδειγμα, ο δίσκος που έκανα το 2007 «16 ρεμπέτικα τραγούδια με κιθάρα», δεν νομίζω ότι θα είχε την ίδια αποδοχή αν δεν έπαιζα τα προηγούμενα χρόνια με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και τον Νίκο Παπάζογλου. Δηλαδή, αν πάρεις μόνο του το γεγονός ότι έγινε ένας δίσκος από κάποιον και ο ίδιος δίσκος έγινε από εμένα, εγώ είχα περισσότερες πιθανότητες να το πετύχω, γιατί προϋπήρχε μία αναγνωρισιμότητα από τις προηγούμενες συνεργασίες μου.

– Όταν ακούτε σήμερα το όνομα Νίκος Παπάζογλου τι είναι το πρώτο που θυμάστε; Τα μεγάλα ταξίδια μας. Εκείνες τις τεράστιες περιοδείες που κάναμε. Μου έκανε τρομερή εντύπωση όλο αυτό, διότι εγώ προερχόμενος από φτωχή οικογένεια δεν είχα την ευκαιρία να ταξιδέψω ιδιαίτερα ως πιτσιρικάς. Με το που απολύθηκα από τον στρατό άρχισα να παίζω με τον Νίκο. Το μεγαλύτερο δώρο που μου έκανε ήταν αυτό: ότι ταξίδεψα πάρα πολύ. Μαζί του γύρισα όλη την Ελλάδα 17 φορές. Από την άλλη, σε προσωπικό επίπεδο ο Νίκος Παπάζογλου έτσι κι αλλιώς λειτουργούσε σαν φάρος για κάθε νέο μουσικό της Θεσσαλονίκης. Έβλεπες ότι ένας άνθρωπος που ήταν εντελώς έξω από το σύστημα, τα κατάφερε παραμένοντας ο εαυτός του. Σε μας τότε λειτουργούσε σαν κίνητρο, ότι ναι, ρε, μπορώ να τα καταφέρω κι εγώ. Ότι υπάρχει ελπίδα σε αυτή την πόλη.

– Σήμερα μετράτε ήδη 18 χρόνια ως συνεργάτης του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Πάνω σε ποια βάση είναι χτισμένη η σχέση σας; Νομίζω ότι το κυρίαρχο όταν συνεργάζεσαι με έναν άνθρωπο είναι το επαγγελματικό, το αν του κάνεις, δηλαδή, τη δουλειά ή όχι. Από εκεί και μετά για να συνεχίσει για τόσα πολλά χρόνια μια συνεργασία σημαίνει ότι και κάποια άλλα πράγματα δεν κοντράρονται μεταξύ τους. Δεν μπορώ να ξέρω τι είναι αυτό που γουστάρει ο Θανάσης σε μένα ή το τι γουστάρω εγώ στον Θανάση. Ή μάλλον ξέρω. Το ότι μουσικά είναι, θεωρώ, το καλύτερο γήπεδο για να παίξεις μπάλα. Δεν νομίζω ότι υπάρχει καλύτερη συνθήκη για να δουλέψεις ως μουσικός στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή, από το να είσαι στην ομάδα του Θανάση Παπακωνσταντίνου.

– Σχέση ανάμεσα στους δημιουργούς και στα έργα τους υπάρχει; Ένας τιποτένιος άνθρωπος, για παράδειγμα, μπορεί να παράξει ένα σπουδαίο έργο για την ανθρωπότητα; Φυσικά και μπορεί, διότι οι άνθρωποι δεν είναι μονοσήμαντα όντα, έχουνε αμέτρητες πλευρές ο καθένας, μία από αυτές είναι και η καλλιτεχνική τους δημιουργία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ήτανε οι Ναζί, που από τη μία μαζεύανε έργα τέχνης και ακούγανε κλασική μουσική και από την άλλη πήγαιναν και εκτελούσανε τριάντα άτομα. Επομένως δεν θεωρώ ότι συνδέονται απαραίτητα όλες οι πλευρές μας, όπως ούτε θεωρώ ότι ένα καλό τραγούδι γράφεται απαραίτητα από έναν καλό άνθρωπο. Αυτό που χρειάζεται, είναι ως καλλιτέχνης να είσαι ειλικρινής με τον εαυτό σου. Αυτό που βλέπεις στον καθρέφτη να σου αρέσει.

– Ο έρωτας για τον οποίο έχουν γραφτεί αμέτρητα κομμάτια, είναι υπερτιμημένος στο ελληνικό τραγούδι; Διαχρονικά το έχουμε παρακάνει λίγο, η αλήθεια είναι. Απλά, μωρέ, ξέρεις τι; Ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα που όταν δεν λειτουργεί, όπως το θες, σε κτυπάει πάρα πολύ. Γίνεται η αφορμή να στραφείς στον εαυτό σου και ενδεχομένως να αρχίσεις να δημιουργείς. Απ’ τη στιγμή που θα σου συμβεί αυτό, μετά αρχίζουν και άλλα πράγματα να σε κάνουν να κοιτάς προς τα μέσα, γιατί βλέπεις ότι το να ψάχνεις τον εαυτό σου είναι μια διαδικασία που σε κάνει καλύτερο. Φαντάζομαι ο έρωτας αυτό κάνει. Σου δίνει αφορμή για να κοιτάξεις το μέσα σου.

– Κοιτάζοντας μέσα σας, υπάρχουν πράγματα που δεν αντέχετε καθόλου; Νομίζω το ότι είμαι γκρινιάρης. Σαν κακομαθημένο παιδί κάνω. Αν δεν γίνονται τα πράγματα όπως θέλω εγώ, χαλιέμαι.

– Στιγμές ματαιότητας υπάρχουν στην ημέρα σας; Όχι. Όσο είμαι γερός, έτσι θα το πάω, μέχρι το τέλος. Το ότι είμαι μουσικός, το ότι συναναστρέφομαι με νέους ανθρώπους και στο πανεπιστήμιο και στα σεμινάρια και στις συναυλίες, μου δίνει τεράστια ενέργεια. Είμαστε τυχεροί σε αυτό, όσοι ασχολούμαστε με τις τέχνες με την έννοια ότι η δουλειά μας είναι κάτι που δίνει χαρά στη ζωή μας. Στην πορεία, βέβαια, καταλαβαίνεις ότι και οι άνθρωποι που είναι δίπλα σου στην καθημερινότητα είναι πολύ σημαντικοί, οπότε ξέρεις, μεγαλώνοντας αυτά είναι τα κέρδη: ξεχωρίζεις τους ανθρώπους, οι ώρες σου είναι πιο ουσιαστικές και πιο πολύτιμες. Αλλά τελειώνουνε…

– Ο χρόνος τι είναι για σας σήμερα; Κάτι που τελειώνει. Ψέματα θα σου πω ότι δεν με πειράζει που έγινα πενήντα χρονών, άσχετα αν δεν το αισθάνομαι. Όταν συνειδητοποιείς ότι είσαι πέρα από το μισό και ότι έχεις πάρει την κατηφόρα για τον τερματισμό, σε πειράζει.

– Αισιόδοξο τι σας κάνει; Οι νέοι άνθρωποι. Μπορεί κάποια στιγμή να σκεφτώ κάτι κακό, αλλά λέω θα περάσει κι αυτό, θα πάμε παρακάτω. Είμαι πολύ αισιόδοξος γενικά. Κάθε μέρα.

Φιλελεύθερα, 9.8.2020.