Δεν γλίτωσε τη φυλάκιση ο γιατρός ο οποίος κρίθηκε ένοχος από το Δικαστήριο Λευκωσίας για άσεμνες πράξεις σε βάρος ασθενούς του. Σήμερα ήταν ορισμένη η διαδικασία επιβολής ποινής, με το Δικαστήριο να επιβάλλει στον κατηγορούμενο γιατρό, άμεση ποινή φυλάκισης 4 μηνών, στέλνοντάς τον στις Κεντρικές Φυλακές.

Όπως έγραψε πρώτο το philenews, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας μετά από ακροαματική διαδικασία, έκρινε τον κατηγορούμενο γιατρό αναξιόπιστο και δεν έκανε δεκτή τη δική του εκδοχή, με τη μαρτυρία της παραπονούμενης να κρίνεται, αξιόπιστη.

Η καταγγελία από τη νεαρή έγινε το καλοκαίρι του 2020. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο γιατρός αντιμετώπιζε τέσσερις κατηγορίες άσεμνης επίθεσης σε βάρος της παραπονούμενης, οι οποίες διαπράχθηκαν την ίδια ήμερα, η μια μετά την άλλη.

Σύμφωνα με τα γεγονότα, η παραπονούμενη είχε επισκεφθεί τον εν λόγω γιατρό, ο οποίος ήταν οικογενειακός φίλος, για συγκεκριμένες εξετάσεις, για τις οποίες απαιτείτο νάρκωση. Η νεαρή καταλογίζει στον γιατρό ότι αφότου ανέκτησε τις αισθήσεις της μετά τη νάρκωση την απομόνωσε στον χώρο του και στη συνέχεια προέβη σε άσεμνες πράξεις, τέσσερις φορές, σε διάστημα μερικών λεπτών.

Ο κατηγορούμενος στην ένορκη μαρτυρία του, ισχυρίστηκε ότι τα όσα του καταλογίζονται είναι ψευδή, υποστηρίζοντας ότι η παραπονούμενη τον είχε αγκαλιάσει και φιλήσει, κάτι που ωστόσο δεν πίστεψε το Δικαστήριο.

Αμέσως μετά το συμβάν η παραπονούμενη έστειλε μήνυμα σε φίλη της, περιγράφοντας τα όσα έζησε ενώ στη συνέχεια το ανέφερε και στη μητέρα της, η οποία βρισκόταν στον χώρο αναμονής του νοσηλευτηρίου. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος είχε καταδικαστεί και στο παρελθόν για παρόμοιας φύσεως αδικήματα.

Η υπόθεση καταχωρίσθηκε για δεύτερη φορά στο Δικαστήριο, αφού αρχικά ο κατηγορούμενος δεν εντοπιζόταν από ιδιωτική εταιρεία για να του επιδώσει την κλήση. Εν τέλει, η υπόθεση αποσύρθηκε και όταν επέστρεψε η κλήση στην Αστυνομία, έγιναν εκ νέου ενέργειες εντοπισμού του γιατρού και η υπόθεση επανακαταχωρίσθηκε στο Δικαστήριο.

Εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την υπόθεση χειρίστηκαν οι Δημόσιοι Κατήγοροι, Έλενα Θεοδότου Δημητρίου και Αλεξία Σιαπάνη.