Η εμπλοκή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού αποτελούσε διαχρονικά έναν από τους στόχους που έθεταν οι εκάστοτε κυπριακές κυβερνήσεις. Άλλωστε δεν ήταν τυχαία και η περί «ευρωπαϊκής λύσης» αναφορά που ακούστηκε κατά καιρούς. Και βεβαίως δεν ήταν εκτός πραγματικότητας το να προστεθεί στη φράση ότι «η λύση πρέπει να συνάδει με το ευρωπαϊκό κεκτημένο». Γιατί το ευρωπαϊκό κεκτημένο είναι εκείνο που διασφαλίζει ότι η λύση του Κυπριακού θα διασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα αλλά και θα είναι λειτουργική.
Για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση το Κυπριακό θεωρείτο, λίγο ή πολύ, ένας μπελάς τον οποίο δεν ήθελε να έχει με την ένταξη της Κύπρου πίσω στο 2004. Εκ των υστέρων και δύο δεκαετίες μετά δεν ξέρω εάν η ίδια η ΕΕ πιστεύει ότι όλα όσα υποστήριζε τότε θα έδιναν ένα λειτουργικό κράτος εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρίς να προκαλούνται προβλήματα. Βεβαίως 20 χρόνια πριν τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά όχι μόνο σε σχέση με την ΕΕ και την Κύπρο αλλά και την προσέγγιση της Τουρκίας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε από νωρίς ξεκαθαρίσει το Κυπριακό είναι ένα πρόβλημα που αφορά τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, και μέσω αυτού θα βρεθεί η λύση του. Τοποθέτηση που αποτελούσε, από τη μια, απάντηση σ’ όσους – κυρίως εντός Κύπρου – που φώναζαν ότι το Κυπριακό θα πρέπει να λυθεί εντός της ΕΕ, εκτιμώντας ότι το κεκτημένο προσέφερε περισσότερες ασφαλιστικές δικλείδες απ’ ότι τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών. Από την άλλη έδειχνε και την απροθυμία της ΕΕ να εμπλακεί σε ένα περιφερειακό και δύσκολο πρόβλημα. Ας ξεχνάμε το ποιες ήταν οι πραγματικότητες για την ΕΕ, σ’ ότι αφορά την άσκηση εξωτερικής πολιτικής, πριν από δύο δεκαετίες.
Η παρουσία της ΕΕ στη διάρκεια της τελευταίας προσπάθειας στο Κυπριακό πριν από έξι και πλέον χρόνια, φαίνεται να κατέδειξε στην πλευρά των Βρυξελλών ότι το πρόβλημα της Κύπρου δεν μπορεί να θεωρείται κάτι ξένο και ούτε ότι δεν μπορεί να έχει λόγο στο ποια λύση θα βρεθεί. Αντίθετα η παρουσία εκπροσώπων της ΕΕ στη διάρκεια των συνομιλιών έδωσε την ευκαιρία στους Ευρωπαίους να άνουν παρεμβάσεις και να βοηθήσουν στο να υπάρξουν συμφωνίες στη βάση του κεκτημένου. Που σε διαφορετική περίπτωση οι δύο πλευρές θα μπορούσαν να καταλήξουν σε μια συμφωνία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κεκτημένο και η οποία στο μέλλον να έφερνε την ίδια την ΕΕ προ αδιεξόδων. Εξάλλου η εφαρμογή του κεκτημένου δεν μπορεί να θεωρείται ως ικανοποίηση απαιτήσεων της ελληνοκυπριακής πλευράς, αλλά ως μια κοινή απαίτηση και των δύο πλευρών προκειμένου να συσταθεί ένα κανονικό και λειτουργικό κράτος.
Στα έξι χρόνια που μεσολάβησαν από την τελευταία απόπειρα των Ηνωμένων Εθνών να πετύχει λύση στο Κυπριακό, είναι κοινά αποδεκτό ότι η Λευκωσία επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τον παράγοντα ΕΕ ως μοχλό πίεσης ή εξ αναγκασμού της Τουρκίας για συγκεκριμένες κινήσεις ή αποφάσεις που είχε λάβει. Τακτική η οποία φαίνεται εκ του αποτελέσματος να ήταν λανθασμένη και μη υποβοηθητική, προφανώς γιατί δεν είχαν υπολογιστεί (όχι για πρώτη φορά) τα μεγάλα συμφέροντα που παίζονταν μεταξύ των ισχυρών της ΕΕ και της Τουρκίας. Γιατί είναι πλέον πολύ ξεκάθαρο ότι καμιά χώρα δεν προτίθεται να θυσιάσει τα δικά της ξεχωριστά συμφέροντα ή τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ προκειμένου να τιμωρήσει την Τουρκία κατά που γουστάρει η Κύπρος.
Η ΕΕ μπορεί όμως να λειτουργήσει υποστηρικτικά και υποβοηθητικά στις προσπάθειες λύσης του Κυπριακού, φτάνει η ίδια να θελήσει να παίξει αυτό το ρόλο. Χωρίς να βλέπει η ίδια η ΕΕ τον εαυτό της όπως τον παρουσιάζει η τουρκική πλευρά, δηλαδή ότι είναι μέρος του προβλήματος. Η ΕΕ μπορεί να αποτελέσει μέρος της λύσης βάζοντας μια γερή βάση που θα οδηγεί την Κύπρο στα να καταστεί ένα κανονικό κράτος. Και αυτό θα κάνει και τη δουλειά των Ηνωμένων Εθνών πολύ πιο εύκολη απ’ ότι είναι σήμερα. Το δύσκολο είναι να αποφασίσει επιτέλους ότι η ΕΕ μπορεί να έχει λόγο δίπλα στον ΟΗΕ, κερδίζοντας ενδεχομένως και μέσω Κύπρου το ρόλο που ψάχνει στη διεθνή σκηνή.