Μετατροπή του Χρηματοοικονομικού Φορέα σε ανεξάρτητη υπηρεσία του κράτους ο οποίος θα πρέπει να καταστεί πλήρως ανεξάρτητος από τις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, είναι μια από τις βασικές εισηγήσεις που περιλαμβάνονται στο ενημερωτικό σημείωμα του γραφείου του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου με θέμα «συνοπτική ανάλυση δραστηριοτήτων μέχρι 31/12/2021», με αφορμή την σημερινή συζήτηση του προϋπολογισμού στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών. Η συζήτηση γίνεται σε μια περίοδο όπου το υπουργείο Οικονομικών έχει περιορίσει το κονδύλι για τις αυξήσεις του προσωπικού και διευκρινίζεται ότι ο Φορέας δεν χρηματοδοτείται από το κράτος αλλά από τις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, κυρίως τις τράπεζες.

Όπως σημειώνεται στο σημείωμα προς την Βουλή «εξυπακούεται  ότι σύντομα ο Φορέας θα πρέπει να καταστεί πλήρως ανεξάρτητος από τις χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις. Η εν λόγω ανεξαρτητοποίηση είναι δυνατό να επέλθει μόνο με την μετατροπή του Φορέα σε ανεξάρτητη υπηρεσία του κράτους. Σε κάθε περίπτωση, η εξέλιξη αυτή αποτελεί αδήριτη ανάγκη προκειμένου να εφαρμοστεί αποτελεσματικά ο περί της εναλλακτικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών νόμος του 2017 (85(I)/2017). Μέχρι τότε όμως, παραμένει η, επίσης, αδήριτη ανάγκη όπως ο Φορέας αφεθεί να λειτουργεί χωρίς προσκόμματα, παράνομες παρεμβάσεις και στρεβλώσεις στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο. Να λειτουργεί, δηλαδή, αμερόληπτα, χωρίς εξαρτήσεις».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Πού να επενδύσουν οι επιχειρήσεις για τους κλιματικούς στόχους 

Μεταξύ άλλων στο σημείωμα αναφέρεται ότι «ο αυξανόμενος ρυθμός με τον οποίο οι χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις αποδέχονται, εν μέρει ή εν όλω, τις αποφάσεις του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου, καταδεικνύει, πλέον, τη σημασία και αναγκαιότητα να καταστούν οι αποφάσεις του δεσμευτικές. Νοείται βέβαια, ότι η εν λόγω δεσμευτικότητα θα συνεπικουρείται με μηχανισμό διασφάλισης της συναφούς συνταγματικής τάξης, σε ό,τι αφορά στο δικαίωμα φυσικών και νομικών προσώπων να προσφεύγουν στο δικαστήριο κατά αποφάσεων διοικητικού χαρακτήρα».

Υπάρχουν αναφορές και για την στελέχωση της Υπηρεσίας η οποία «θα πρέπει να αντανακλά και να ενσωματώνει πλήρως την ανεξαρτησία του και να ανταποκρίνεται προς τις πρόνοιες του άρθρο 4(2) του Νόμου, ώστε να διασφαλίζεται η δυνατότητα του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου να εφαρμόζει αποτελεσματικά τον Νόμο». Τέλος αναφέρεται στο σημείωμα  «η περαιτέρω ψηφιοποίηση των υπηρεσιών του Γραφείου του Επιτρόπου, ώστε ο Φορέας να καταστεί προσπελάσιμος στους καταναλωτές σε όλη τη διαδικασία υποβολής παραπόνου, αποτελεί μία από τις προτεραιότητες του Φορέα, αλλά και θεσμική υποχρέωση του. Εξάλλου, η διαδικτυακή πρόσβαση είναι επιβεβλημένη, εξαιτίας οδηγιών και κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης».

Ως προς τα αριθμητικά στοιχεία, που παραθέτονται στο σημείωμα, στα 5.287 ανήλθαν τα παράπονα που υποβλήθηκαν στο γραφείο του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου από την έναρξη εξέτασης το 2015 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2021, εκ των οποίων έχουν διευθετηθεί 5.082 παράπονα ή ποσοστό 96,12%, με το αποτέλεσμα θετικής έκβασης για τον καταναλωτή να ανέρχεται στο 32,15%. Άλλες 235 υποθέσεις κατέληξαν σε φιλικό διακανονισμό ενώ κατά του καταναλωτή εκδόθηκαν 1.061 αποφάσεις. Αναφέρεται επίσης ότι από τα συνολικά 885 παράπονα που υποβλήθηκαν το 2021, έχουν διευθετηθεί 750 παράπονα, εκ των οποίων εξετάστηκαν επί της ουσίας τους τα 349. Για 240 υποθέσεις, ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος εξέδωσε απόφαση υπέρ καταναλωτή, 33 κατέληξαν σε φιλικό διακανονισμό ενώ κατά καταναλωτή εκδόθηκαν 76 αποφάσεις. Αναφέρεται ότι η μείωση στα διευθετηθέντα παράπονα, συγκριτικά με το προηγούμενο έτος (882 το 2020 έναντι 750 το 2021), οφείλεται κυρίως στη μείωση διευθετήσεων παραπόνων εναντίον ΚΕΠΕΥ. «Η μείωση αυτή αποδίδεται κυρίως στον ειδικό χειρισμό 133 παραπόνων κατά το 2020, εναντίον συγκεκριμένης χρηματοοικονομικής επιχείρησης, μετά από σχετική διευθέτηση του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου», προστίθεται.