Οι τελετές, ανάληψης καθηκόντων, οι ωραιολογίες των δηλώσεων αλλά και οι διαβεβαιώσεις περί την τήρηση Νόμων και του Συντάγματος θα τύχουν τη δοκιμασία της επιβεβαίωσης στην πράξη και άμεσα, με το εάν μπορεί αντίθετα στη διάκριση των εξουσιών το Υπουργικό να υποβάλει Νομοσχέδιο και η Βουλή να το ψηφίσει υπό σπουδή, για παράταση ενός Νόμου που είναι αντισυνταγματικός και γι’ αυτό ακυρώθηκαν οι διορισμοί που έγιναν από το Υπουργικό Συμβούλιο, αντί της ΕΔΥ που έχει αποκλειστεική αρμοδιότητα για τη στελέχωση της Δημόσιας Υπηρεσίας.
Αν το 2016 συνέδραμε η Βουλή στην παραβίαση σαφούς Νομολογίας και Συντάγματος περί τη μη δυνατότητα ανάμειξης της πολιτικής εξουσίας, στο διορισμό του Εφόρου και των τριών Βοηθών του, έγινε χωρίς τήρηση του καθήκοντος για προκήρυξη των θέσεων και των απαιτήσεων σε προσόντα, ώστε να είναι η διεκδίκησή της ανοικτή από κάθε προσοντούχο κατά την αρχή της ισότητας. Έτσι που τελικά η επιλογή έγινε με απόλυτη αδιαφάνεια και με άγνωστους ποίοι θεωρήθηκαν ως κατάλληλοι και συγκρίθηκαν με άλλους πριν την επιλογή του Υπουργικού.
Ας θυμίσω ότι και οι Βουλευτές διαβεβαιώνουν κατά τη σχετική πρόνοια του Συντάγματος, πίστη και τήρηση του Συντάγματος και άρα είναι και δική τους ευθύνη που τότε, αδικαιολόγητα, ψήφισαν ένα Νόμο που έδωσε αντισυνταγματικά εξουσία στο Υπουργικό όχι μόνο να διορίσει, αλλά και να μπορεί να παρατείνει προσωρινά τη διάρκεια της υπηρεσίας των εν λόγων ανώτατων λειτουργών.
Αφού έκρινε το ζήτημα το Δικαστήριο και η απόφαση αυτή, πρωτόδικα, είναι δεσμευτική και συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για νέο τροποποιητικό Νόμο που να αφορά «παράταση» κάποιου ανίσχυρου πλέον Νόμου σε σχέση με τους τέσσερις αυτούς διορισμούς που κρίθηκαν άκυροι και άρα εξαφανισθέντες από τον κόσμο των νομικά εγκύρων πράξεων, με τη δικαστική κρίση (με δύο διαδοχικές αποφάσεις).
Υπάρχει ή όχι η διάκρισης των εξουσιών; Ισχύει ή όχι η δημοκρατική αρχή; Έχουμε Κράτος Δικαίου; Και τί γίνεται με το περί δικαίου αίσθημα του πολίτη, που θεωρεί ως τελευταία δυνατότητα καταφυγής του έναντι μιας ενίοτε αυθαίρετης και αλαζονικής διοίκησης ενώπιον της δικαιοσύνης, πώς θα αισθανθεί διαπιστώνοντας ότι είναι ή μετατρέπεται από τους ισχυρούς, η δικαστική απόφαση σε ένα απλό γραπτό κείμενο χωρίς ουσία. Ισχύει η αρχή του ότι η παρανομία αντιμετωπίζεται σε δύο επίπεδα δηλαδή από την εκάστοτε πολιτική εξουσία (εκτελεστική και νομοθετική) που πρέπει να παραδειγματίζει με την αυστηρή τήρηση της νομιμότητας και σε επίπεδο που να μπορεί να υπάρχουν όλες οι αναγκαίες νομοθετικές δυνατότητες, ώστε να εφαρμοστεί η δικαστική κρίση ως το Σύνταγμα απαιτεί και στην ανάγκη με τιμωρητικές συνέπειες έναντι κάθε οργάνου του Κράτους που περιφρονεί τις ακυρωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου.
Τελικά η κάθε «εξουσία» στο Κράτος Δικαίου, τηρεί και υποχρεούται να τηρεί την αρχή δικαίου ότι «ουδείς υπεράνω του Νόμου, όσο ψηλά και αν βρίσκεται σε αξιώματα»; Απαιτούνται δείγματα συνέπειας στην πράξη!
*Δικηγόρος