Είναι εγκάθετος της Άγκυρας, κατοχικός ηγέτης, μπορεί να αναφερθεί και ως ηγέτης των Τουρκοκυπρίων και των εποίκων. Είτε είναι ο Ερσιν Τατάρ ή οποιοσδήποτε άλλος, επί της ουσίας αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα της κατοχικής δύναμης και στηρίζεται ή και ψηφίζεται από Τουρκοκύπριους και έποικους.

Με βάση τα δημογραφικά δεδομένα στην κατεχόμενη περιοχή της Κύπρου, όπως έχουν επιβληθεί από την Άγκυρα, είναι πρόδηλο ότι χωρίς τους εποίκους κανένας ηγέτης της αποσχιστικής οντότητας δεν μπορεί να επιλεγεί. Δεν μπορεί να καθίσει στην καρέκλα του κατοχικού ηγέτη χωρίς την στήριξη της Άγκυρας και μάζας εποίκων.

Κι αυτό αποτελεί μέρος του τουρκικού σχεδιασμού για έλεγχο των κατεχομένων. Διεξάγονται «εκλογές», αλλά είναι ελεγχόμενες καθώς οι ψήφοι των εκ Τουρκίας κουβαλητών καθορίζουν, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, το αποτέλεσμα.

Με ποιόν διαπραγματευόμαστε; Με την Τουρκία διά αντιπροσώπου, τον εκάστοτε κατοχικό ηγέτη. Δεν είναι όλοι οι ίδιοι, αυτό είναι προφανές, ούτε και ταυτίζονται. Υπήρξαν και εκείνοι, με προδήλως διαφορετική προσέγγιση, αλλά είχαν όρια στις κινήσεις τους. Και το γνώριζαν εκ των προτέρων ή το αντιλήφθηκαν στην πορεία.

Η πραγματικότητα είναι πως στις κρίσιμες φάσεις δεν μπορούν οι ίδιοι να αποφασίζουν για τα σημαντικότερα και ουσιαστικά ζητήματα. Έχουν περιορισμούς. Αποφασίζει η Τουρκία, η οποία κατάφερε μετά το 1974 να κρυφτεί πίσω από τον λεγόμενο διακοινοτικό διάλογο. Είναι η κατοχική δύναμη, αλλά οι συζητήσεις διεξάγονται μεταξύ των δυο κοινοτήτων. Η χώρα, που έχει εισβάλει στο νησί και διά της ισχύος κατέχει εδάφη έχει ξεπλυθεί μέσα από ένα διάλογο, μεταξύ των δυο κοινοτήτων, που ξεκίνησε πριν το καλοκαίρι του 1974. Έστω κι εάν έχουν αλλάξει άρδην τα δεδομένα, ο διάλογος συνεχίσθηκε με την ίδια μορφή.

Σε αυτή τη μεγάλη διαδρομή των διαπραγματεύσεων και των αλλεπάλληλων πρωτοβουλιών, το ζητούμενο είναι ο ρόλος της Τουρκίας την επόμενη ημέρα μιας συμφωνίας.

Για τους Τουρκοκύπριους, η παρουσία της Τουρκίας θεωρείται απαραίτητη. Δεν ακούστηκε από την πολιτική ελίτ των κατεχομένων, που εναλλάσσεται στην εξουσία, οτιδήποτε το διαφορετικό τόσα χρόνια. Κάποιοι στην πολιτική ελίτ θεωρούν πως θα μπορεί να είναι πιο… λάιτ η παρουσία της κατοχικής δύναμης στο νησί μετά από μια συμφωνία, αλλά θα παραμείνει στο νησί με «δικαιώματα». Κι αυτό είναι το σημαντικότερο.

Στην αντίπερα όχθη, οι Ελληνοκύπριοι θεωρούν «κόκκινη γραμμή» τη συνέχιση της παρουσίας της Τουρκίας και μετά από μια συμφωνία στο Κυπριακό. Αυτό είναι ένα ζήτημα που χωρίζει, όπως φαίνεται, τις δυο πλευρές και συνιστά βασική, θεμελιώδη, διαφορά. Υπάρχει, βέβαια, στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, μια μερίδα, που δεν φαίνεται να  είναι η πλειοψηφία, η οποία υποστηρίζει μη παρουσία της Τουρκίας στο νησί. Είναι σαφές πως αυτοί θέλουν μια καθαρή λύση και πλήρης ανεξαρτησία, μια κανονική χώρα. Είναι δε προφανές πως αυτό εκφράζει όσους υποστηρίζουν ένα κοινό αντικατοχικό αγώνα. Αυτό ενδεχομένως να εκφράζει μια σιωπηρή ομάδα των Τουρκοκυπρίων. Όμως, πολιτικά  εκφράζεται πρωτίστως μέσα από την Ένωση Κυπρίων, του Οζ Καραχάν, του Σενέρ Λεβάντ κι άλλων.

 Οι υπόλοιποι, ακόμη και εκείνοι που αντιδρούν με κάποιες κινήσεις επιβολής της Άγκυρας ( μαντήλα), δεν έχουν ποτέ υποστηρίξει πως θέλουν να φύγει η κατοχική δύναμη. Αυτοί, που παρουσιάζονται να θέλουν… λύση, προτάσσουν την αυτονομία τους, να αυτοκυβερνώνται, αλλά να έχουν και προστάτη, την Τουρκία. 

Η κατοχική Τουρκία με την αλαζονεία του ισχυρού δεν συζητά οτιδήποτε άλλο πλην της επιβολής των σχεδιασμών και επεκτατικών επιδιώξεων της. Κι αυτό το πετυχαίνει χωρίς να συζητά αλλά να… εισπράττει για να πεισθεί δήθεν να συζητήσει. Ροκανίζει το χρόνο, επιβάλλει τετελεσμένα και κάνει ταμείο. Αυτό το βιώνουμε διαχρονικά.

Άρα διαπραγματευόμαστε, όσο διαπραγματευόμαστε με την Τουρκία, διά ενός εγκάθετου, που ακολουθεί το πλαίσιο των επιδιώξεων της κατοχικής δύναμης.