Διάβασα απνευστί το τελευταίο μυθιστόρημα της Κωνσταντίας Σωτηρίου με τον περίεργο τίτλο Η κεφαλή του Τσάτσγουερθ! Εντυπωσιάστηκα από την ικανότητά της να συνθέτει και να πλέκει με μαεστρία τολμηρές και ανείπωτες ιστορίες που αφορούν μια Κύπρο πρόσφατη.

Όχι την Κύπρο του κάλλους και των επενδύσεων, ούτε αυτήν της Θεάς, αλλά μια άλλη, που είναι σκοτεινή και αθέατη, που όλοι αναγνωρίζουμε, αλλά συχνά προσπερνούμε. Την Κύπρο των αβεβαιοτήτων, του φόβου και της μισαλλοδοξίας, του ρατσισμού, της δυσπιστίας και της ανασφάλειας, νοοτροπίες που αποτελούν δυστυχώς στάσεις ζωής.

Η συγγραφέας επέλεξε δυο δύσκολες και απάνθρωπες στιγμές της πρόσφατης βιοτής του νησιού που ανταμώνουν μέσα σε ένα νερό που εν κόκκινο και μαύρο και φαρμακερό.

Η ιστορία της πνευμονοκονίασης που έστειλε στον τάφο πολλούς μεταλλωρύχους και η ιστορία της ανακάλυψης, στην ίδια κόκκινη λίμνη, των σωμάτων πέντε γυναικών και δυο κοριτσιών πεταγμένα μέσα σε βαλίτσες. Δεν στέκεται στην απλή περιγραφή των γεγονότων, ο λόγος της απευθύνεται σε αυτούς που δεν άκουσαν και που δεν ακούν, σ’ αυτούς που έπρεπε να έχουν την ευθύνη.

Το βιβλίο είναι μια γροθιά στο στομάχι όλων για την απουσία αντίδρασης, για τη στάση μας στο δώρο της ζωής, στη δικαιοσύνη, στο μεταναστευτικό, συμπεριφορές ανεπίτρεπτες που προέρχονται από την ανασφάλεια που μας δέρνει.

Ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο ιστορίες μπλέκονται με τρόπο εκπληκτικό αρχέγονες «αφηγήσεις γυναικών» του τόπου, από ιέρειες, προφήτισσες, μάγισσες καμωμένες από χαλκό και ασήμι, αρχής γενομένης από τη γραία γιαγιά που έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, τη μαμμού την Αντωνού, και τη Λάνι Λάνι Λανιλί τη Φιλιπινέζα που προσέχει τη γραία γιαγιά. Τρεις προσωπικότητες γύρω από τις οποίες η Κωνσταντία πλέκει τις ιστορίες του μεταλλωρύχου  παππού της και της γιαγιάς της που έσπαζε πέτρες στους δρόμους και ζύμωνε τσιμέντο με τα χέρια της.

Αυτές κρατούν το ίσο και ξετυλίγουν με ένα μαγικό τρόπο το κουβάρι των ιστοριών με μια γραφή που συνεπαίρνει, μια επαναλαμβανόμενη γραφή για να μη ξεχάσουμε και να εμπεδώσουμε αλήθειες που ενοχλούν, το όλο σε ένα ιδίωμα που δεν είναι κυπριακό, είναι αρχαίο, όπως αρχαία είναι η κεφαλή με τα μάτια τα όφκερα, που βρέθηκε στον λάκκο που έδωσε και τον τίτλο του βιβλίου(1).

Οι γυναίκες της Κωνσταντίας Σωτηρίου είναι αντανακλάσεις δικές μας. Μανάδες που δεν είχαν ώρες για αγκάλες και ταχταρίσματα, που ύπνο δε χόρτασαν, που τα παιδιά τους δε χόρτασαν που τη ζωή τους δε χόρτασαν και γέρασαν και τίποτα δε χόρτασαν.  

Οι γραίες γιαγιάδες των χωριών παραμιλούν, μαντεύουν ξέρουν αρχαίες προσευχές και γιατροσόφια, τα γένη των ανθρώπων, αφηγούνται μύθους και παραβολές, τον Δράκο του Νερού, τον Κινύρα και τα πλοία του Αγαμέμνονα, αναλύουν μηναλλάγια, και απαγγέλουν το κοστέσερα πεθερά. Η γραία γιαγιά, που κάποτε ήταν νέα, και τώρα που δεν μπορεί να μείνει μόνη της (όπως η κάθε γιαγιά μας) που της αρέσει να κάθεται στην αυλή και βάλει το φορητό το ραδιάκι της ν’ ακούσει τραγούδια και ειδήσεις, και να ρίχνει ψυχουλάκια στα μυρμήγκια, να ξεχορτίζει τον τενεκέ με το φούλι… Ευτυχώς ο Σαββής ο γιος της,  που άλλοι τον ανάγιωσαν, είναι στο τηλέφωνο κάθε Κυριακή ενώ οι κόρες της έχουν πάντα δουλειά, τις κόρες παίρνω τες εγώ τηλέφωνο Δευτέρες και Τρίτες να τις ρωτήσω αν είναι καλά, αν χρειάζονται κάτι[…] και πάντα είναι βιαστικές και λένε θέλεις κάτι άλλο, μάμα, λένε, έχω τόση δουλειά, μάμα, να μιλήσουμε μια άλλη στιγμή, μάμα, και συνέχεια τρέχουν και είναι απασχολημένες…

Η μαμμού η Αντωνού, αυτή που ξεγεννά και ξέρει την ώρα που χωρίζονταν οι ψυχές και πρώτη καταλαβαίνει το ριζικό των μεταλλωρύχων, αυτή ξέρει τα γιατροσόφια, ξέρει τους θεούς, ξέρει όμως πάνω από όλα το δίκαιό της, το οφειλόμενο δίκαιο της από το κράτος. Ίσως από τα πιο συνταρακτικά κεφάλαια του βιβλίου είναι η εξιστόρηση της διαμαρτυρίας των γυναικών των μεταλλωρύχων στη βουλή. Η Αντωνού οργανώνει μανάδες ντυμένες στα μαύρα με τα μωρά στο βυζί και τις παίρνει όλες με το λεωφορείο στην πρωτεύουσα, και όταν κατάλαβε ότι οι βουλευτές τις κοροϊδεύαν, η Αντωνού νευρίασε, έφτυσε στο πάτωμα, επέστρεψε στο χωριό της ξηβρούλισε τα μαλλιά της έπιασε το ψαλίδι και τα έκοψε και μαντήλα ξανά δεν έβαλε

Τέλος,  η γλυκιά και εύθραυστη Λάνι Λάνι Λανιλί που έχει αφήσει πίσω στην πατρίδα της τα τρία παιδιά της, που ζει και φροντίζει τη γραία γιαγιά, αλλά όταν αυτή δεν συμπάσχει με τον πόνο της όταν μαθαίνει για τις δολοφονίες, παίρνει δύναμη και αντιμιλά στην γραία γιαγιά και φεύγει και την εγκαταλείπει…και έτσι χάνεται ο κόσμος της γιαγιάς γραίας. Στο αφήγημα οι άνδρες έχουν δευτερεύοντα ρόλο, ο σύζυγος ο Νικολής, ο ζωντανός νεκρός, ο Σαββής που είναι ο μόνος που της τηλεφωνεί κάθε Κυριακή στις 9.00 το πρωί, ο Μπέβαν, ο καλός Εγγλέζος γιατρός που προσπαθεί, αλλά δολοφονείται από τους Κύπριους.

Ένα κείμενο ανατροπής όπου μπερδεύεται η καλοσύνη και η βαναυσότητα, η νεότητα και τα γηρατειά, η αποκάλυψη του κακού, μια συνομωσία μυστική που εξελίσσεται σε οδύνη βαθιά, που σκορπάει θάνατο είτε αυτός του παππού Νικολή, είτε της δολοφονημένης μετανάστριας και της κόρης της Σιέρας.

Λογοτεχνία δύσκολη που αφήνει αχνάρια, που διδάσκει, που δεν ωραιοποιεί. Λογοτεχνία του τόπου πανάξια.

Ελεύθερα, 29.6.2025