Μέχρι που μπορεί να φτάσει η ανεκτικότητα ενός κράτους ή ενός πολιτικούς σε παρεμβάσεις ή υποδείξεις τρίτων; Εάν το δούμε από την πλευρά της συνθηματολογίας, σίγουρα η απάντηση είναι πως κανένας δεν πρέπει να δέχεται παρεμβάσεις από τρίτους. Εάν το δούμε από το δούμε ιδεολογικοπολιτικά ή στο πλαίσιο των συνεργασιών μπορεί κάποιος να είναι ανεκτικός σε κάθε μορφής παρέμβαση ή υπόδειξη.
Η Κύπρος, διαχρονικά, είχε πάντα η τάση να δέχεται και να ανέχεται παρεμβάσεις, υποδείξεις ή νουθεσίες τρίτων. Ιδιαίτερα εάν υπήρχε ιδεολογικοπολιτική εγγύτητα με όποιον έκανε την παρέμβαση. Στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, στην μετά το 1974 περίοδο, θα δούμε ουκ ολίγα παραδείγματα παρεμβάσεων τρίτων σε ζητήματα τα οποία έπρεπε να διαχειριστούν μόνοι τους οι Κύπριοι.
Αίφνης από το περασμένο Σάββατο ξεκίνησε μια έντονη συζήτηση εξ αφορμής ενός email που έστειλε ο Υπουργός Διασποράς του Ισραήλ, από τις αρχές Αυγούστου, μέσω του οποίου ζητούσε από την κυπριακή κυβέρνηση να σβηστούν τα συνθήματα που αναγράφονται σε διάφορες περιοχές της Κύπρου. Τώρα εάν τα συνθήματα αυτά είχαν το στοιχείο του αντισημιτισμού ή ήταν φιλοπαλεστινιακά είναι ένα ζήτημα κάτι που κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί αντικειμενικά.
Στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε έναν υπουργό, τον Αμιχάι Τσίκλι, ο οποίος έστειλε επιστολή για να απαιτήσει να σβηστούν τα συνθήματα από τους κυπριακούς τοίχους. Ανάλογες ενέργειες φαντάζομαι θα έχει προβεί και προς άλλες κυβερνήσεις.
Το ΑΚΕΛ αντέδρασε έντονα σε επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών προς τις ενώσεις δήμων και κοινοτήτων που ζητούσε να σβηστούν τα όποια συνθήματα. Το ΑΚΕΛ διερωτήθηκε ποιος κάνει κουμάντο στη χώρας μας και αν είναι ο Νετανιάχου.
Στην τοποθέτηση του ΑΚΕΛ αντέδρασε ο ΔΗΣΥ υπενθυμίζοντας στο ΑΚΕΛ πως «διαχρονικά επέλεγε να αντιμετωπίζει διεθνή ζητήματα με παρωπίδες και ιδεολογικές εμμονές» και στήριζε άκρια τη Σοβιετική Ένωση.
Η τοποθέτηση του ΔΗΣΥ θα μπορούσε να επεκταθεί και με αναφορά στον Σεργκέι Αστάβιν (πρέσβης της ΕΣΣΔ στην Κύπρο) ο οποίος τον Νοέμβριο του 1978 είχε καλέσει την ηγεσία του ΑΚΕΛ και της ζήτησε να απορρίψει το αγγλοαμερικανοκαναδικό σχέδιο. Και ο λόγος γιατί προερχόταν από τρεις ΝΑΤΟϊκές χώρες. Και μετά από εκείνη την παρέμβαση (όπως είχε γράψει στο βιβλίο του ο Νίκος Ρολάνδης) το ΑΚΕΛ αποφάσισε να απορρίψει το σχέδιο, γεγονός επηρέασε, στη συνέχεια, και τον τότε Πρόεδρο Σπύρο Κυπριανού.
Μεταξύ της παρέμβασης Αστάβιν και της επιστολής Αμιχάι, μεσολάβησαν δεκαετίες αλλά επί της ουσίας κάποια πράγματα δεν έχουν διαφοροποιηθεί. Στα κομματικά γραφεία ξέρουν πολύ καλά πόσες φορές έχουν ακούσει ξένους διπλωμάτες να προσπαθούν να περάσουν εντέχνως μια θέση ή μια άποψη για να δημιουργήσουν κλίμα.
Να μην επικαλεστούμε και δύσκολη περίοδο προ του δημοψηφίσματος για το σχέδιο Ανάν, όπου κι εκεί οι παρεμβάσεις, υποδείξεις και νουθεσίες των τρίτων ήταν πολύ συχνό φαινόμενο. Όπως και μετά υπήρξαν ανάλογες παρεμβάσεις από τρίτους οι οποίοι προσπαθούσαν να πείσουν τους Ελληνοκύπριους ότι είναι οι ίδιοι που φταίνε για την απόρριψη και στην πορεία τους έπεισαν ότι είναι αυτοί που έχουν ευθύνη για την «απομόνωση» των Τουρκοκυπρίων και για όσα άλλα υπόκεινται, αθωώνοντας την Τουρκία.
Είναι ακόμα και το 2017 όπου οι διάφοροι τρίτοι μπαινοβγαίνοντας σε πολιτικά γραφεία πέρασαν σε πολλούς την άποψη ότι είναι η ελληνοκυπριακή πλευρά που εγκατέλειψε το τραπέζι των συνομιλιών. Δημιουργώντας ένα σημαντικό άλλοθι για την τουρκική πλευρά το οποίο έκτοτε εκμεταλλεύεται.
Οι παρεμβάσεις τρίτων στην Κύπρο είναι ένα σύνηθες φαινόμενο, εκείνο που χρειάζεται είναι να μπορεί κάποιος να τις αποκόβει από νωρίς. Μέχρι στιγμής ακόμα δεν είδαμε κάτι ανάλογο να συμβαίνει. Μπορεί κάποια στιγμή στο μέλλον να το δούμε, αλλά μέχρι τότε έχουν όλοι πολύ δρόμο να διανύσουν.