Η εικόνα που αποτυπώνεται στη δημοσκόπηση που διενήργησε η Stratego-IMR για λογαριασμό της «Καθημερινής» (28.09.2025), δεν είναι αυτή μιας «ελεγχόμενης δυσαρέσκειας» και μιας «αμήχανης αναδιάταξης» του πολιτικού σκηνικού.
Στην πραγματικότητα, τα δεδομένα που η ίδια η έρευνα παραθέτει δεν δείχνουν αμηχανία αλλά βαθιά απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος και ριζική αποστασιοποίηση των πολιτών από τα παραδοσιακά κόμματα και την κυβέρνηση. Η ανάλυση παρατίθεται αντί να ερμηνεύσει την ουσία, συγκαλύπτει τις διαστάσεις μιας κρίσης εμπιστοσύνης που ισοδυναμεί με πολιτική κατάρρευση.
Εν πρώτοις η κυβέρνηση παρουσιάζει κατάσταση αποσύνθεσης. Το 70% δηλώνει δυσαρεστημένο από την κυβέρνηση και μόλις το 29% ικανοποιημένο. Ο πρόεδρος Χριστοδουλίδης καταγράφει 56% αρνητική γνώμη. Τα νούμερα αυτά δεν παραπέμπουν σε «παγιωμένο ποσοστό γύρω στο 30%» που του επιτρέπει να έχει «κομβικό ρόλο», κατά τον ισχυρισμό των αναλυτών, αλλά σε έναν πρόεδρο που χάνει διαρκώς την κοινωνική του νομιμοποίηση και στηρίζεται αποκλειστικά στην αδυναμία των αντιπάλων του. Η θετική εικόνα που απολαμβάνει μόνο στους ψηφοφόρους του ΔΗΚΟ και της ΔΗΠΑ υπογραμμίζει την απομόνωσή του.
Είναι ακόμα σαφές ότι οι παραδοσιακοί πόλοι βρίσκονται σε ιστορική παρακμή. Ο ΔΗΣΥ και το ΑΚΕΛ δεν «παλεύουν για την πρωτιά» σε ένα ανταγωνιστικό πεδίο, αλλά κινδυνεύουν να καταρρεύσουν εκλογικά, με ποσοστά που κυμαίνονται γύρω στο 20%, τα χαμηλότερα στην ιστορία τους. Η χαμηλή συσπείρωση του ΔΗΣΥ (56%) και η ανικανότητα του ΑΚΕΛ να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια δείχνουν ότι οι δύο πυλώνες του συστήματος έχουν χάσει την κοινωνική τους δυναμική. Σαφώς και δεν συντελείται «αναδιάταξη της αρχιτεκτονικής», αλλά στην πραγματικότητα το παραδοσιακό πολιτικό οικοδόμημα καταρρέει. Εκείνο που επιχειρεί να καλύψει το χώρο του μέσα από το πολιτικό νεκροταφείο είναι ακραία κομματικά σχήματα ή και νεοφανείς σχηματισμοί.
Το ΕΛΑΜ και το νεοσύστατο Άλμα καταγράφουν ποσοστά 14% και 11% αντίστοιχα, με προοπτική να κατακτήσουν την τρίτη και τέταρτη θέση. Αυτή δεν είναι απλώς μια «διαφοροποίηση» του σκηνικού αλλά ριζική μετατόπιση: για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά, κόμματα με ξεκάθαρα αντισυστημικό χαρακτήρα διεκδικούν διψήφια ποσοστά και σταθερή παρουσία στη Βουλή. Η κανονικοποίηση του ΕΛΑΜ αποτελεί καμπανάκι για τον εκφυλισμό του πολιτικού διαλόγου και την εδραίωση της ακροδεξιάς. Η δημοσκόπηση αδυνατεί να δει τη βαθύτερη κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση και το αποδίδει σε «κατακερματισμό».
Εκείνο που έντονα παρατηρείται είναι ότι η κοινωνία βιώνει συνθήκες ασφυξίας καθώς το 76% δηλώνει ότι τα πράγματα πάνε λάθος, το 59% ότι δυσκολεύεται να καλύψει τις οικονομικές του υποχρεώσεις και το 66% ότι η ακρίβεια είναι το κυρίαρχο πρόβλημα. Το δεύτερο σε σημασία ζήτημα είναι η διαφθορά και τα σκάνδαλα (43%). Δηλαδή, η κοινωνία δείχνει ότι η καθημερινότητα της ακρίβειας και η πολιτική διαπλοκή είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ωστόσο, η ανάλυση της Stratego-IMR, αντί να αναδείξει την ουσία της κοινωνικής οργής, επιλέγει να μιλήσει για «ρεαλισμό» και «δυτικό προσανατολισμό», ως εάν να μπορεί η εξωτερική πολιτική να κρύψει τη σήψη στο εσωτερικό.
Η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία αναδεικνύεται σε κεντρικό παράγοντα καθώς όσο αυξάνεται, τόσο ενισχύονται οι νέες δυνάμεις σε βάρος των παραδοσιακών κομμάτων. Η δημοσκόπηση δείχνει ότι το 27% των ψηφοφόρων που απείχαν το 2021 κατευθύνονται σήμερα προς το Άλμα. Αυτό σημαίνει ότι το παλιό κομματικό σύστημα δεν πείθει πια ούτε ως «αναγκαίο κακό». Η αποχή δεν είναι παθητικότητα· είναι ενεργή απονομιμοποίηση του κατεστημένου. Και όταν μέρος αυτής μετατρέπεται σε ψήφο προς κόμματα διαμαρτυρίας, τότε η κρίση γίνεται μάγμα εκρηκτικό.
Η αποσιώπηση του ζητήματος της διαφθοράς συνιστά απόπειρα ωραιοποίησης μιας πραγματικότητας που καταγράφεται ξεκάθαρα από τους αριθμούς. Το 43% των πολιτών τοποθετεί τη διαφθορά, τη διαπλοκή και τα σκάνδαλα ως δεύτερο μείζον πρόβλημα μετά την ακρίβεια. Δεν πρόκειται για μεμονωμένο εύρημα, αλλά για πάγια κοινωνική διαπίστωση που διατρέχει κάθε πρόσφατη έρευνα. Η διαχρονική έκθεση της χώρας λόγω του σκανδάλου των «χρυσών διαβατηρίων», η εμπλοκή πολιτικών σε συμφέροντα ξένων επιχειρηματικών κύκλων και η ατιμωρησία που συνοδεύει τέτοιες υποθέσεις έχουν εμπεδώσει στους πολίτες την αίσθηση ότι η πολιτική εξουσία λειτουργεί ως μηχανισμός ιδιοτελών εξυπηρετήσεων. Γι’ αυτό και τα επιχειρήματα περί «κατακερματισμού» και «αρχιτεκτονικές μεταβολές» είναι έωλα καθότι δεν πρόκειται για τεχνικό φαινόμενο αλλά για κοινωνικό βουητό που από όλο το εκλογικό φάσμα ακούγεται απαίτηση για κάθαρση.
Η επισήμανση ότι το 62% στηρίζει τη στρατηγική σύμπλευση με ΗΠΑ και ΝΑΤΟ παρουσιάζεται από τη δημοσκόπηση ως ισχυρό στήριγμα της κυβέρνησης. Πρόκειται όμως για αποπροσανατολισμό καθώς η γεωπολιτική τοποθέτηση της χώρας μπορεί να αποτελεί παράμετρο εθνικής στρατηγικής, αλλά δεν αναιρεί τη δραματική κοινωνική φθορά στο εσωτερικό. Το να εμφανίζεται η «δυτική στροφή» ως «ρεαλισμός» που υπερκαλύπτει την καθημερινή δυσπραγία, είναι ακριβώς το είδος της ρητορικής που εντείνει τη δυσπιστία. Ο πολίτης που δεν μπορεί να πληρώσει λογαριασμούς ή βλέπει σκάνδαλα να συγκαλύπτονται, δεν πείθεται από το αφήγημα ότι «η Κύπρος κερδίζει έδαφος διεθνώς».
Έναντι των επιχειρημάτων για «αναμονή και αμηχανία», από τα στοιχεία της έρευνας φαίνεται καθαρά:
- Κατάρρευση εμπιστοσύνης: 76% δηλώνει ότι η χώρα πάει λάθος.
- Απονομιμοποίηση θεσμών: Η κυβέρνηση, το κοινοβούλιο και τα παραδοσιακά κόμματα καταγράφουν ιστορικά χαμηλά αποδοχής.
- Διπλασιασμός αντισυστημικών: ΕΛΑΜ και Άλμα διεκδικούν διψήφια ποσοστά, όχι ως περιφερειακοί παίκτες, αλλά ως νέες κεντρικές δυνάμεις.
- Διάχυτη κοινωνική πίεση: Οικονομία και διαφθορά κυριαρχούν στην ατζέντα, ενώ η αποχή τείνει να μετατραπεί σε ενεργητική καταγγελία του συστήματος.
Όλα αυτά συνιστούν όχι «ελεγχόμενη δυσαρέσκεια», αλλά μια συσσωρευόμενη κρίση νομιμοποίησης που, αν δεν αντιμετωπιστεί, απειλεί με δομική κατάρρευση το ίδιο το κομματικό σύστημα που γνωρίσαμε τις τελευταίες δεκαετίες. Η δημοσκόπηση δεν αποτυπώνει έναν «κατακερματισμένο χάρτη» που χρειάζεται απλώς νέες ισορροπίες. Αποτυπώνει μια κοινωνία που έχει γυρίσει την πλάτη στους παλιούς διαχειριστές της εξουσίας, που αισθάνεται ασφυξία από την ακρίβεια, που βλέπει τη διαφθορά να πνίγει τους θεσμούς και που αναζητά διεξόδους ακόμη και σε ακραίες επιλογές. Με το άρθρο, «Το τοπίο αλλάζει. Αλλά προς τα πού;» που συνοδεύει τη δημοσκόπηση επιχειρείται να παρουσιαστεί η κατάσταση σαν μια φυσιολογική μεταβολή, μια αναδιάταξη χωρίς βαθύτερη κρίση. Η αλήθεια είναι διαφορετική. Το τοπίο δεν αλλάζει, καταρρέει. Και αν κάτι πρέπει να αναγνωρίσουμε σε αυτή τη δημοσκόπηση, είναι ότι η κοινωνία στέλνει το πιο ηχηρό μήνυμα των τελευταίων δεκαετιών: πως η υπομονή εξαντλήθηκε και η πολιτική διαφθορά δεν μπορεί πια να κρυφτεί πίσω από τεχνικούς όρους και ωραιοποιημένες αναλύσεις.
Ελεύθερα, Κυριακή 05.10.2025