Η Κύπρος κουβαλά στις πλάτες της δύο χιλιάδες και δύο αγνοούμενους πολίτες της. Ο αριθμός δεν είναι στατιστική, είναι μνήμη και τραύμα. Από αυτούς, οι 1510 είναι Ελληνοκύπριοι και οι 492 Τουρκοκύπριοι– θύματα μιας κοινής τραγωδίας που άρχισε με τις διακοινοτικές συγκρούσεις του 1963 και κορυφώθηκε με το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή του 1974.

Αυτή η συμμετρική φρίκη, η οποία γέννησε το δικοινοτικό σώμα της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους (ΔΕΑ) υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, αποτελεί εδώ και τέσσερις δεκαετίες το πιο συγκινητικό παράδειγμα συνεργασίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Κάτω από το ίδιο εργαστήριο, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι επιστήμονες ανασκάπτουν την ίδια γη, αναγνωρίζουν τα ίδια οστά, παραδίδουν στους συγγενείς τα ίδια λείψανα με την ίδια σιωπή.

Κι όμως, εν έτει 2025, ένας Κύπριος ευρωβουλευτής κατόρθωσε να διχάσει ξανά εκεί όπου οι επιστήμονες ενώνουν. Ο ευρωβουλευτής του ΔΗΣΥ και του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, Μιχάλης Χατζηπαντέλα, κατέθεσε τροπολογία για τη δημιουργία μνημείου εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου «προς τιμή των θυμάτων και των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής». Η τροπολογία εγκρίθηκε με 445 ψήφους υπέρ, 118 κατά και 61 αποχές και προβλέπει χρηματοδότηση για το μνημείο στο πλαίσιο του προϋπολογισμού της ΕΕ για το 2026.

Όλα ωραία και συγκινητικά, αν δεν υπήρχε μια εκκωφαντική παράλειψη: ο ευρωβουλευτής δεν διευκρίνισε ποτέ ότι οι αγνοούμενοι της Κύπρου δεν είναι μόνο Ελληνοκύπριοι. Η σιωπή αυτή δεν είναι τυχαία. Είναι πολιτική επιλογή. Και η επιλογή αυτή συνιστά παραπλάνηση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Είναι αδιανόητο ένας Κύπριος ευρωβουλευτής να αποκρύπτει από τους συναδέλφους του στο Στρασβούργο ότι η κυπριακή τραγωδία αφορά και τις δύο κοινότητες.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ψηφίζοντας την πρόταση Χατζηπαντέλα, πείστηκε ότι εγκρίνει ένα μνημείο για «τα θύματα της τουρκικής εισβολής». Δεν ενημερώθηκε ότι μεταξύ των αγνοουμένων είναι σχεδόν πεντακόσιοι Τουρκοκύπριοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων χάθηκαν στα γεγονότα του 1963-67 ή δολοφονήθηκαν από Ελληνοκύπριους εξτρεμιστές το καλοκαίρι του 1974. Με τον τρόπο αυτό, η τροπολογία μετατράπηκε σε εργαλείο εθνικιστικής μονομέρειας. Αντί να λειτουργήσει ως γέφυρα μνήμης, έγινε οδοφράγμα. Αντί να φωτίσει την κοινή τραγωδία, επέλεξε τη σκιά της μισής αλήθειας.

Και είναι διπλά τραγικό ότι αυτή η στρέβλωση προέρχεται από έναν άνθρωπο που κατάγεται από την Περιστερωνοπηγή— το χωριό από το οποίο προήλθαν οι Εοκαβητατζήδες που, στις 14 Αυγούστου 1974, δολοφόνησαν 126 Τουρκοκύπριους γυναικόπαιδα. Ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα πολέμου εκείνου του καλοκαιριού. Η ιστορική ειρωνεία είναι σκληρή. Ο απόγονος μιας περιοχής σημαδεμένης από το αίμα αθώων Τουρκοκυπρίων παίρνει την πρωτοβουλία για ένα ευρωπαϊκό μνημείο που αγνοεί τα θύματα εκείνα.

Δεν είναι τυχαίο ότι η πρωτοβουλία προκάλεσε άμεση αντίδραση από τον Τουρκοκύπριο ηγέτη Τουφάν Ερχιουρμάν και πολιτικούς της κοινότητάς του. Ο τέως ευρωβουλευτής Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, σε επιστολή του προς την Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Ρομπέρτα Μέτσολα, εξήγησε με νηφαλιότητα γιατί η απόφαση αυτή «δεν συμβάλλει στη συμφιλίωση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων». Όπως υπογράμμισε, «υπήρχαν θύματα και αγνοούμενοι και πριν από το 1974— και η συντριπτική πλειονότητα αυτών ήταν Τουρκοκύπριοι». Το μνημείο, σημείωσε, πρέπει να αφορά όλα τα θύματα της κυπριακής τραγωδίας, γιατί μόνο έτσι μπορεί να υπηρετεί το πνεύμα της ευρωπαϊκής συμφιλίωσης.

Η παρέμβαση Κιζιλγιουρέκ ήταν πολύτιμη γιατί υπενθύμισε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια δύο παγκοσμίων πολέμων και στη συμφιλίωση λαών που είχαν σφαγιάσει ο ένας τον άλλον. Αν οι Ευρωπαίοι επέμεναν στις αλληλοκατηγορίες, η Ένωση δεν θα υπήρχε ποτέ. Αυτή ακριβώς τη λογική ακυρώνει η πρόταση Χατζηπαντέλα. Μετατρέπει τη μνήμη σε εργαλείο πολιτικού ρεβανσισμού και όχι σε πράξη ειρηνικής συνύπαρξης. Η πρωτοβουλία αυτή έρχεται σε μια στιγμή που η εκλογή του Τουφάν Ερχιουρμάν αναζωπύρωσε την ελπίδα για επανέναρξη των συνομιλιών και ανανέωση του διαλόγου για λύση.

Σε αυτό το κλίμα, η μονομερής ανάδειξη των δικών μας πληγών λειτουργεί σαν πολιτικό σαμποτάζ. Ένα μνημείο που αγνοεί τον πόνο της άλλης πλευράς δεν είναι μνημείο, είναι πρόκληση. Και αν ανεγερθεί τελικά στους διαδρόμους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δεν θα θυμίζει την κυπριακή τραγωδία, αλλά την κυπριακή τύφλωση.

Η Ευρώπη δεν μπορεί να φιλοξενεί ένα έργο που διαστρεβλώνει την ίδια της την αξία: τη συμφιλίωση μέσα από την αλήθεια. Αν το Ευρωκοινοβούλιο επιτρέψει την κατασκευή ενός μνημείου που αποσιωπά τα τουρκοκυπριακά θύματα, θα υπονομεύσει το ίδιο το πνεύμα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Θα αναγνωρίσει έμμεσα τον σοβινισμό ως «έγκυρη άποψη» της μνήμης.

Η ΔΕΑ, παρά τα όριά της, υπήρξε για τέσσερις δεκαετίες το ζωντανό παράδειγμα του πώς ο πόνος μπορεί να ενώνει. Στις ανασκαφές της, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι εργάζονται μαζί, χωρίς να ρωτούν «από ποια πλευρά είναι το πτώμα». Η ανασκαφή είναι κοινή, το πένθος κοινό, η επιστροφή των οστών κοινή. Αυτό είναι το πνεύμα που η Ευρώπη θα όφειλε να τιμήσει με ένα δικοινοτικό μνημείο, όχι με ένα μονόφθαλμο πολιτικό κατασκεύασμα.

Αν η ΕΕ θέλει να θυμάται, ας τα θυμάται όλα. Ας θυμάται και τον Τουρκοκύπριο δάσκαλο που εκτελέστηκε το 1964 επειδή πίστευε στη συμβίωση. Ας θυμάται και τα παιδιά της Αλόας, του Σανταλάρη και της Μαράθας που χάθηκαν κάτω από τη φούρια του ελληνικού σωβινισμού.

Ας θυμάται και τον Ελληνοκύπριο στρατιώτη που χάθηκε στον Πενταδάκτυλο χωρίς τάφο και το έγκλημα πολέμου στο Ορνίθι. Η μνήμη δεν έχει εθνικότητα. Έχει μόνο ανθρώπινη υπόσταση.

Η Πρόεδρος του ΕΚ Ρομπέρτα Μέτσολα έχει τώρα μπροστά της ένα θεσμικό και ηθικό δίλημμα. Αν προχωρήσει το μνημείο στη βάση της τροπολογίας Χατζηπαντέλα, θα έχει αποδεχθεί ότι η Ευρώπη μπορεί να θυμάται επιλεκτικά. Αν όμως διορθώσει την απόφαση και ζητήσει να συμπεριληφθούν όλοι οι αγνοούμενοι, θα στείλει το μήνυμα ότι η ευρωπαϊκή μνήμη είναι κοινή και αδιαίρετη.

Η Κύπρος δεν χρειάζεται άλλα μνημεία διαίρεσης. Χρειάζεται ένα μνημείο αλήθειας. Ένα μνημείο που θα μνημονεύει τα ονόματα όλων των αγνοουμένων, χωρίς διαχωρισμούς, χωρίς εθνικά πρόσημα, χωρίς ιεραρχία πόνου. Ένα μνημείο που θα θυμίζει ότι ο πόνος δεν έχει γλώσσα, ότι το αίμα δεν έχει χρώμα και ότι οι μητέρες που δεν έλαβαν ποτέ τα οστά των παιδιών τους θρηνούν με την ίδια σιωπή. Αυτό το μνημείο αξίζει να σταθεί στις Βρυξέλλες ή στο Στρασβούργο. Όχι το μνημείο της μισής αλήθειας, αλλά το μνημείο της ολότητας της τραγωδίας.

Η Κύπρος χρειάζεται έναν Μαντέλα, ο οποίος θα πάει στη Μαράθα με 126 λευκά τριαντάφυλλα στην αγκαλιά του και θα ζητήσει συγνώμη από εκείνα τα παιδάκια που δεν κατάλαβαν τι τα βρήκε εκείνο το μεσημέρι που τα δολοφονούσαν οι Εοκαβητατζήδες. Ακόμα, η Κύπρος χρειάζεται έναν Μαντέλα που να πάει στο Ορνίθι και να ζητήσει ταπεινά συγνώμη από τους 80 Ασσιώτες. Τότε θα ξέρουμε ότι η ειρήνη είναι εδώ…

Η Ιστορία δεν γράφεται με ψηφίσματα. Γράφεται με το θάρρος να κοιτάς τον άλλον στα μάτια και να του λες: «ναι, κι εγώ σε πόνεσα». Αυτό το θάρρος έδειξαν όσοι δούλεψαν στη ΔΕΑ. Αυτό το θάρρος μου έμαθε κι εμένα ο Ξενοφών Καλλής. Αυτό που δείχνει κάθε Κύπριος που παραδίδει ένα δαχτυλίδι, ένα σταυρουδάκι ένα κουμπί, ένα κομμάτι γης στην οικογένεια του άλλου. Αυτό το θάρρος οφείλει να δείξει και η Ευρώπη. Γιατί χωρίς αυτό, το μνημείο του Ευρωκοινοβουλίου δεν θα είναι μνημείο μνήμης, αλλά μνημείο υποκρισίας.

paraschos.andreas@gmail.com.