Ξεκινάμε με μια παραδοχή: Ποτέ δεν μας εντυπωσίαζαν τα βραβεία και δη τα κρατικά. Είχαμε πάντα μια επιφύλαξη ως προς την επιλογή των νικητών, ακόμα και των λεγόμενων «short lists» που προηγούνται της τελικής ανακοίνωσης. Γενικώς, δεν θεωρούσαμε πως κρίνεται (καθολικά) ένα έργο από τη διαδικασία ετήσιας βράβευσης, ειδικά εδώ στην Κύπρο. Ειδικά, γιατί η ντόπια (λεγόμενη) διανόηση -ή η συντριπτική πλειοψηφία της- δεν έχει καταλήξει ακόμα για το τι είναι εθνικό, τι αληθινό, τι ελληνικό, τι κυπριακό, τι ιδιωματικό, τι πατριωτικό, τι σάτιρα, τι λογοτεχνία, τι ποίηση και ούτω καθεξής.
Αυτό, τέλος πάντων, αποδεικνύεται και με τον σαματά που έκανε ο πρόεδρος της Κριτικής Επιτροπής των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας 2024, Κυριάκος Ιωάννου, για ένα συγκεκριμένο βραβείο, αλλά και γενικότερα -όπως αντιλαμβανόμαστε- για τον τρόπο αξιολόγησης και τη σύνθεση της επιτροπής, η οποία είχε αποφασίσει και για τα έργα του 2023 -πέρσι δεν είχε αντίρρηση ο κύριος Ιωάννου, ούτε καν για την «επάρκεια» των μελών της Κριτικής Επιτροπής, αλλά φέτος εξαπέλυσε τα βέλη του, όχι στη διαδικασία επιλογής, αλλά στον νικητή του βραβείου της κατηγορίας Νέος Λογοτέχνης.
Ο κ. Ιωάννου επέλεξε να δημοσιεύσει σκόρπια αποσπάσματα από το βραβευμένο βιβλίο του Αλέξανδρου Χρονίδη «Επί των ποταμών Βαβυλώνος» (Εκδόσεις Αλμύρα, 2024) και όχι να κάνει λογοτεχνική κριτική. Αποσπάσματα που ήξερε πως θα προκαλούσαν, έστω και αν όσοι κατέκριναν το βιβλίο δεν είχαν ιδέα πως εκδόθηκε -εδώ και ενάμιση χρόνο- και τέθηκε υποψήφιο για βράβευση.
Έστω και αν όσοι το κατήγγειλαν, λες και ζούμε κάπου στον γερμανικό μεσοπόλεμο, δεν θα έπαιρναν είδηση ότι υπάρχει, αν δεν «προωθούσε» τα αποσπάσματα και την άποψή του ο Κυριάκος Ιωάννου.
Το ζήτημα, όμως, δεν είναι αν αρέσει ή όχι το βιβλίο στον πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής και αν με αφορμή αυτό, αποφάσισε να κατσαδιάσει τόσο την Υφυπουργό Πολιτισμού όσο και την ίδια την Επιτροπή. Το ζήτημα τίθεται, κατά την ταπεινή και άτεχνη άποψή μας, από μια συγκεκριμένη, αυθαίρετη φράση του κ. Ιωάννου: «Η συλλογή που έχει βραβευτεί δεν έχει -και αυτό το γράφω με πόνο ψυχής- καμία σχέση με την ποίηση. Κοντολογίς, δεν είναι ποίηση», ισχυρίζεται και προσθέτει κάποια αποσπάσματα. Σκόρπια αποσπάσματα από ποιήματα του Χρονίδη, τον οποίο κατηγορεί για… μισελληνισμό, με (τρανό) παράδειγμα έναν μόλις στίχο.
Σκοπός του κειμένου δεν είναι η ποδοσφαιροποίηση των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας ούτε η αλληλεγγύη στον Χρονίδη, ο οποίος έχει τη μαγκιά να εκφράζεται μέσω της ποίησής του, όταν οι συνομήλικοί του προτιμούν το Τικ Τοκ, τον Φειδία και άλλα πράσινα άλογα. Σκοπός του κειμένου είναι να σημειωθεί πως η ποίηση, παρόλο που πολλές φορές δεν καταλαβαίνουμε τη σύγχρονη εκδοχή της, δεν μπορεί να μείνει στο ράφι και να παγώσει καρτερώντας έναν νέο Βασίλη Μιχαηλίδη, έναν νέο Σεφέρη, έναν νέο Ελύτη. Και άρα, δεν είναι τόσο εύκολο, όπως το έκανε να μοιάζει ο Κυριάκος Ιωάννου, να κρίνει κανείς τι είναι ποίηση και τι δεν είναι.
Εν ολίγοις, «ό,τι μπορεί να εξηγηθεί δεν είναι ποίηση» που έλεγε κι ο σπουδαίος Ιρλανδός ποιητής Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς. Πιο λαϊκά, «η ποίηση είναι ποίηση, άμα δεν την καταλαβαίνει κανείς. Άμα την καταλαβαίνουν όλοι, δεν είναι ποίηση, είναι τσιφτετέλι», που έλεγε κι ο Ντίνος Ηλιόπουλος στο «Δόλωμα». Στο διά ταύτα, πρέπει κάποτε να προχωρήσουμε σε μια συλλογική συνειδητοποίηση: Ότι δικαίωμα στην τέχνη, στην άσκηση και την έκφρασή της, έχουν και αυτοί που δεν χωνεύουμε τα έργα τους, έστω κι αν αυτά τσιγκλούν τις εθνικές, θρησκευτικές ή άλλες ευαισθησίες μας. Διότι και τον Μηχανικό, ο οποίος αναφέρθηκε στο κείμενο του Ιωάννου και του οποίου την ποίηση δεν φτάνει κανείς από τους σημερινούς, πολλοί θα κατηγορούσαν με αποσπάσματα από τα «αμφιλεγόμενα» ποιήματά του. Για τις κατάρες του Ονησίλλου, τους ρουφιάνους που τους βιάσανε τις γυναίκες και δεν τράβηξαν τον σουγιά τους, το σκοτωμένο Τουρκάκι και άλλα.