Μην πυροβολείτε τους (καλούς) ποιητές.
Γνωρίζουμε καλά, αν και δεν το ομολογούμε, ότι τα βραβεία κάθε είδους, κυρίως τα «κρατικά», δεν είναι θέσφατο αλλά απλώς οι επιλογές μιας δράκας ανθρώπων. Οι βραβεύσεις δεν απηχούν παρά τις απόψεις, το γούστο, τις προσωπικές αξίες τριών, τεσσάρων ή πέντε ανθρώπων, όσον αφορά τα κυπριακά Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας, οι οποίοι δεν είναι δυνατόν να εκφράζουν το σύνολο της κοινωνίας.
Το ίδιο συμβαίνει με διαγωνισμούς κάθε είδους, είτε πρόκειται για λογοτεχνία, για σινεμά, τραγούδι κ.ά. Πολλοί βραβευθέντες, άλλωστε, έχουν απαρνηθεί στο παρελθόν βραβεία που τους απονεμήθηκαν, ακόμα και κάποια από αυτά που θεωρούνται μεγάλα, όπως τα νόμπελ ή τα όσκαρ. Για έναν καλλιτέχνη είναι προφανώς κολακευτικό να τον ξεχωρίζουν και να τον ανταμείβουν με αυτό τον τρόπο, συνάμα και μια ευκαιρία να γίνει γνωστό το έργο του και να «πουλήσει».
Οι επιτροπές αποφασίζουν πλειοψηφικά. Ωστόσο, δεν είναι αθέμιτο να εκφράσει ένα μέλος δημοσίως τη διαφωνία του για κάποια επιλογή. Ο Κυριάκος Ιωάννου, όμως, πρόεδρος της επιτροπής των κυπριακών βραβείων για τα βιβλία του 2024, αμφισβήτησε εκ των υστέρων την επάρκεια της επιτροπής στην οποία συμμετείχε, επειδή δεν του άρεσε η απόφαση της πλειοψηφίας.
Επιπλέον, στόχευσε ιδιαιτέρως τον Αλέξανδρο Χρονίδη, τον νεαρό ποιητή που κέρδισε το βραβείο Νέου Λογοτέχνη, με άκομψο και υποτιμητικό τρόπο. Το (σουρεαλιστικό) αποτέλεσμα; Ελάχιστες μέρες μετά, το βιβλίο έγινε ανάρπαστο από τα ράφια των βιβλιοπωλείων. Φαίνεται πως η απαξίωση προς το πρόσωπο και το έργο του Χρονίδη από τον Ιωάννου λειτούργησε αντίστροφα, προκαλώντας το ενδιαφέρον του κοινού – και δικαίως, θα έλεγα, εφόσον το έργο του νέου ποιητή είναι αξιόλογο. Φαίνεται πως έχει σημασία ποιος σε κατακρίνει…
Αυτό, βεβαίως, δεν είναι παρά η προσωπική μου εκτίμηση, την οποία κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να δεχτεί. Ωστόσο, έχει την ίδια αξία με εκείνη κάθε μέλους της επιτροπής, όπως και οποιουδήποτε άλλου. Όχι τόσο επειδή ενδέχεται να έχω κάποιες εξειδικευμένες γνώσεις, διαβάσματα, εμπειρία κ.λπ., τουλάχιστον όσο ο Ιωάννου και οι άλλοι, αλλά επειδή το γούστο καθενός (πρέπει να) είναι σεβαστό, ακόμα κι αν δεν συμπίπτει με τις επιδιώξεις του δημιουργού, ακόμα κι αν προσλαμβάνεται διαφορετικά. Ένα έργο τέχνης, όπως ένα βιβλίο, παύει να ανήκει στον δημιουργό του αφότου ολοκληρωθεί και «απελευθερωθεί», αποτελεί πλέον μέρος της κοινότητας η οποία μπορεί να το αποδεχτεί ή όχι, είτε και να το ερμηνεύσει αλλιώς.
Προκύπτει, ωστόσο, ένα ερώτημα: Υπάρχουν ή όχι μετρήσιμα κριτήρια για την αξία ενός έργου – μιας ποιητικής συλλογής στην προκειμένη περίπτωση; Ναι, υπάρχουν, όσο κι αν διαφέρουν οι εκτιμήσεις γι’ αυτό: Ένα βιβλίο μπορεί να είναι αντικειμενικά καλό ή κακό βάσει ορισμένων στοιχείων ποιότητας – γλωσσικών, ιδεολογικών, λογοτεχνικών, πρωτοτυπίας κ.ά., τα οποία δεν χρειάζεται να αναλυθούν εδώ.
Ταυτοχρόνως, υπάρχει και το στοιχείο του γούστου, της προσωπικής προτίμησης, ανεξάρτητο εν μέρει από τη λογοτεχνική αξία του: Μπορεί ένα βιβλίο π.χ. να είναι άρτιο ποιοτικά, αλλά να μην ταιριάζει με τα αισθητικά ή άλλα κριτήρια κάποιου αναγνώστη, στον οποίο απλώς δεν αρέσει. Αυτό, ωστόσο, δεν ισχύει και αντίστροφα: Ένα κακό ποιοτικά βιβλίο δεν μπορεί να αρέσει σε κανέναν – εκτός κι αν έχει… καμμένα εγκεφαλικά κύτταρα. Κι όμως, έχουν βραβευτεί τέτοια βιβλία, ακόμα και διεθνώς.
Η ποίηση του Αλέξανδρου Χρονίδη, στη συλλογή του «Επί των ποταμών Βαβυλώνος» (εκδ. Αλμύρα, 2024), είναι όντως φρέσκια και ενδιαφέρουσα. «Ο ποιητής μάς μεταφέρει σε ένα σύγχρονο, δυστοπικό τοπίο, όπου η Βαβυλώνα γίνεται σύμβολο της σημερινής παρακμής, της αποξένωσης από τις ρίζες, αλλά και της ανθρώπινης αλλοτρίωσης», σημειώνεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης. «Κάποιοι “κριτικοί” μου δίνουν/ Το σχοινί να κρεμαστώ μόνος μου/ Το πλέκουν θηλιά περιτέχνως/ Ύστερα το βάζουν στο λαιμό τους/ “Κοίτα να δεις” μου λένε, “να, έτσι φοριέται”/ Κάνουν δυο βήματα/ Και πέφτουν στην καταπακτή/ Του Εγώ τους», λέει ο ίδιος – μια ποιητική απάντηση, προφανώς, στις επιθέσεις που δέχτηκε.
chrarv@philelefheros.com
Ελεύθερα, 23.11.2025