Πρόκειται για την Κοκκινοσκουφίτσα, ένα από τα πιο δημοφιλή παραμύθια στον κόσμο. Ανατίθεται σε ένα μικρό κοριτσάκι, την Κοκκινοσκουφίτσα, να μεταφέρει καλάθι με τρόφιμα στην άρρωστη γιαγιά της που ζει μόνη της στο δάσος. Ο κακός ο λύκος παρακολουθεί το κοριτσάκι και αφού φτάνει πρώτος στο σπιτάκι στο δάσος, καταβροχθίζει την γιαγιά. Η Κοκκινοσκουφίτσα βρίσκει τον λύκο στο κρεβάτι μεταμφιεσμένο ως γιαγιά, και με τη σειρά της πρόκειται να γίνει θύμα του λύκου, όταν επεμβαίνει ο καλός κυνηγός που σκοτώνει το λύκο και βγάζει από τη κοιλιά του τη γιαγιά, ζωντανή εννοείται.
Μέσα από την αφήγηση του παραμυθιού υπάρχουν ηθικά διδάγματα: τα παιδιά, και ιδιαίτερα τα μικρά χαριτωμένα, ευγενικά κοριτσάκια, δεν πρέπει να κυκλοφορούν μόνα τους σε επικίνδυνες περιοχές. Ακόμα και αν ο «λύκος» (πραγματικός, μεταφορικός, διαδικτυακός) είναι ευγενικός (τότε είναι πιο επικίνδυνος) δεν πρέπει να του δίνουν πίστη, να μην εμπιστεύονται αγνώστους.

Όμως, εκτός από την ηθική πλευρά υπάρχει και η ρεαλιστική πλευρά για την οποία αναμένονται επερωτήσεις από τα παιδιά (ανάλογα με την ηλικία τους). Ερωτήσεις όπως:

⦁ Έχει τόσο μεγάλο μέγεθος ένας λύκος ώστε να μπορέσει να καταπιεί τη γιαγιά;
⦁ Θα μπορούσε η γιαγιά να βγει από το στομάχι του λύκου ζωντανή και ολόκληρη;

Και πολλές άλλες ερωτήσεις.

Η ικανότητα αλλά και δυνατότητα να υποβάλλονται οι σωστές ερωτήσεις είναι πολύ σημαντική. Ας θυμηθούμε τη Σωκρατική μέθοδο (μαιευτική) όπου ο δάσκαλος (Σωκράτης) θέτει συνεχώς ερωτήσεις στον συνομιλητή του, για να τον οδηγήσει να ανακαλύψει μόνος του την αλήθεια, να αναθεωρήσει τις αρχικές του πεποιθήσεις, να εντοπίσει αντιφάσεις και τελικά να καταλήξει σε συμπεράσματα. Πολύ καλή μέθοδος για την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης.

Κάποτε ρώτησαν τον Albert Einstein πώς και σκέφτηκε τις θεωρίες του και αυτός απάντησε: «όταν οι άνθρωποι μεγαλώσουν παύουν να διερωτώνται για τον ουρανό, τα άστρα, το φεγγάρι, τα πάντα γύρω μας. Εγώ εξακολούθησα να διερωτώμαι». Δήλωσε ότι είχε την περιέργεια για το πώς λειτουργεί το σύμπαν και την αποκάλεσε «άγια» περιέργεια.

Αρχαίοι και σύγχρονοι φιλόσοφοι προβληματίστηκαν ξεκινώντας από μια φιλοσοφική ερώτηση. Ερωτήματα που απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση και δέχονται διαφορετικές απαντήσεις, είναι ουσιαστικά αμφιλεγόμενα. Δεν απαιτούν τη σωστή απάντηση. Τα φιλοσοφικά ερωτήματα είναι θεμελιώδη, οριακά ερωτήματα για τη φύση της πραγματικότητας, της ύπαρξης, της γνώσης, των αξιών, του νου και της λογικής, που δεν έχουν απλή επιστημονική απάντηση αλλά μας ωθούν να αμφισβητήσουμε αυτονόητες αντιλήψεις και να εξερευνήσουμε τα όρια της ανθρώπινης σκέψης και κατανόησης.

Όλοι μας γνωρίζουμε ότι τα μικρά παιδιά «πυροβολούν» συνέχεια με ερωτήσεις. Μέχρι να τελειώσουν το σχολείο τα περισσότερα παιδιά παύουν να ρωτούν για οτιδήποτε. Και δεν φταίει η ύλη του σχολείου, φταίει ο τρόπος που προσφέρεται η ύλη.

Αυτή την έμφυτη περιέργεια των παιδιών, την αμφισβήτηση των πάντων, όπως κάνουν οι φιλόσοφοι, σκέφτηκε να αξιοποιήσει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κολούμπια, Professor Matthew Lipman, και διατύπωσε την «Φιλοσοφία για Παιδιά». Ακολούθησαν πολλοί άλλοι σε διάφορα μέρη του κόσμου. Στο σχετικό εγχειρίδιο που ετοίμασε, τα μικρά παιδιά ακούουν ένα παραμύθι και καλούνται να υποβάλουν τις ερωτήσεις. Δεν πρέπει να αποθαρρύνονται ποτέ στην υποβολή ερωτήσεων. Έτσι μαθαίνουν να μην παίρνουν «αμάσητα» όσα ακούουν αλλά να τα υποβάλλουν στο βάσανο της λογικής. Η όλη διαδικασία τελικά αυτοματοποιείται και συντροφεύει το άτομο και στην ενηλικίωση. Δεν δέχεται τοις μετρητοίς όταν κάποιος στο διαδίκτυο του υπόσχεται υπερκέρδη, το ψάχνει λίγο ρωτώντας πρώτα.

Φυσικά στην όλη διαδικασία έχει σημαντικό ρόλο ο εκπαιδευτικός, ο δάσκαλος. Η σημασία του καλού δασκάλου φαίνεται αν αναλογιστούμε ότι ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν μαθητής του Αριστοτέλη, που ήταν μαθητής του Πλάτωνα, που ήταν μαθητής του Σωκράτη.

Ο δε Albert Einstein είχε για δάσκαλο του τον σπουδαίο Έλληνα μαθηματικό Κωνσταντίνο Καραθεοδωρή (1873-1950).

Η υποβολή των σωστών και καίριων ερωτήσεων είναι ιδιαίτερα σημαντική σε ορισμένα επαγγέλματα. Για παράδειγμα ένας αστυνομικός ανακριτής πρέπει να ξέρει τι να ρωτήσει αλλά και πώς να το ρωτήσει. Αλλά και ένας/μια δημοσιογράφος πρέπει να μην παρασύρεται από τη γλωσσοδιάρροια του άλλου ώστε να ξεφύγει, οφείλει να επανέρχεται στο θέμα και να επιμένει στις σημαντικές ερωτήσεις.

Ένα μικρό παράδειγμα.

Την προηγούμενη βδομάδα έγινε κατ’ άρθρο συζήτηση στην Επιτροπή Παιδείας της Βουλής σχετικά με το προτεινόμενο Σχέδιο Αξιολόγησης. Η συζήτηση έγινε κεκλεισμένων των θυρών. Γιατί;

Ποια μεγάλα μυστικά (μήπως πυραυλικά συστήματα;) έπρεπε να προστατευτούν και δεν έπρεπε να διαρρεύσουν στον έξω κόσμο;

Επομένως, πρώτη σημαντική ερώτηση, γιατί κεκλεισμένων θυρών;

Ακολούθως, ακούσαμε από τον πρόεδρο της Επιτροπής ότι απειλήθηκαν βουλευτές και αυτό κρίθηκε απαράδεκτο διότι επίκεινται βουλευτικές εκλογές. Και δεν ρωτά η δημοσιογράφος «τι απειλές»; Αν η «απειλή» ήταν δεν θα σε ξαναψηφίσουμε τότε είναι απολύτως θεμιτό, έχει δικαίωμα ο πολίτης να ψηφίσει όποιον θέλει. Μήπως γι’ αυτό η συνεδρία έγινε κεκλεισμένων των θυρών; Αν η απειλή ήταν «θα σε σκοτώσω» τότε να ειδοποιηθεί αμέσως η αστυνομία.

Όσον αφορά το ίδιο το Σχέδιο Αξιολόγησης σχετικά με περίπου 12.000 εκπαιδευτικούς, είναι φανερό ότι οι συντεχνίες κατέθεταν τις διαφωνίες τους αλλά φαίνεται ότι η υπουργός επανάφερε τα ίδια σημεία ώστε τώρα, την δωδεκάτη, υπάρχει κίνδυνος να απωλέσουν €60 εκατ.. Ταπεινή μου γνώμη ότι υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης προς τα ψηλά δώματα του υπουργείου και δεν φταίνε οι εκπαιδευτικοί γι’ αυτό.

Οπότε ποιόν/ποιάν ακριβώς προστατεύουν τα κεκλεισμένων των θυρών κ. Μυλωνά;