Το σπίτι κτίστηκε γύρω στο 30, μεταξύ των δύο μεγάλων πολέμων. Τα πατώματα της σαλοτραπεζαρίας και των υπνοδωματίων ήταν καρφωμένα με σανίδια σε μακριές λωρίδες από ξύλο ρωσικών σημύδων. Ήξερα τα δέντρα αυτά από την ταινία Δρ. Ζιβάγκο που βλέπαμε και ξαναβλέπαμε με τη μητέρα, όποτε την έδειχνε σε επανάληψη η τηλεόραση, μα δεν είδα ποτέ το τέλος αφού πάντα αποκοιμιόμουν στην αγκαλιά της. Ζούσα με το όνειρο της μακρινής απέραντης αυτής χώρας, όπου θα πήγαινα μια μέρα και από την Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας θα διέσχιζα τις στέπες της απέραντης Σοβιετικής Ένωσης με τον υπερσιβηρικό αλλά και με έλκηθρο ακριβώς όπως στην ταινία.

Γεννήθηκα στο σπίτι με το ξύλινο πάτωμα που η μητέρα και η γιαγιά κέρωναν κάθε τόσο, χαρά μου να γλιστρώ στα κρυφά σ’ αυτό, με την ψευδαίσθηση πως έκανα πατίνια στις παγωμένες λίμνες και τα λιμάνια της Ρωσίας. Τα χρόνια έφευγαν κι αυτά, γλιστρούσαν ανάμεσα στις κάμαρες με το ρωσικό πάτωμα που μύριζε κερί. Στην κουζίνα, τον ηλιακό και την τζαμαρία τα πατώματα ήταν από μωσαϊκά πλακάκια πάνω στα οποία άπλωναν τα χαλιά κάθε Οκτώβρη. Το σπίτι μύριζε τότε ναφθαλίνες αλλά και φρεσκάδα από τις χοντρές φρεσκοπλυμένες κουρτίνες που κρέμαζαν στα παράθυρα. Ήταν η εποχή που μάζευαν τα έπιπλα από τον κήπο και τις βεράντες κι εμείς μαζευόμασταν μέσα αφού πλέον «εμύρισεν σπίτιν» όπως έλεγαν.

Το σπίτι ήταν πλημμυρισμένο από φως και μυρωδιές που έβγαιναν καθημερινά από την κουζίνα και έσμιγαν μ’ αυτές από τα άνθη και τα δέντρα της αυλής, διαφορετικές και μοναδικές κάθε εποχή, γιασεμιά, νυχτολούλουδα, φούλια και βασιλικός το καλοκαίρι, ανθισμένες μεσπιλιές το φθινόπωρο και η ξινή μυρωδιά από τις οκτωβρούδες που όμως ομόρφαιναν την αυλή και τ’ ανθοδοχεία μας. Κυπαρίσσι τα Χριστούγεννα από το δέντρο που στολίζαμε στο σαλόνι, μιτσικόριδα, υάκινθοι και οι γλώσσες πύρινες στην αυλή. Την άνοιξη ζούσαμε σ’ ένα παραδεισένιο κήπο, με τα ανθισμένα λεμονόδεντρα, τα κρίνα, τις φρέζιες και τις τριανταφυλλιές.

Ο κάθε μήνας ήταν μοναδικός και τον ζούσα μέσα από τις μυρωδιές και τις γιορτές των αμέτρητων αγίων για τους οποίους κτυπούσαν οι καμπάνες της Αγίας Ζώνης, της εκκλησίας της ενορίας μας, που έσμιγαν με αυτές των άλλων εκκλησιών της μικρής ήσυχης μας πόλης. Άνοιγαν τα σπίτια και τα σαλόνια οι νοικοκυρές κι εμείς περνούσαμε από το ένα στο άλλο για να ευχηθούμε, να κεραστούμε και ν’ αφήσουμε το δώρο μας.

Έπειτα έμπαινε χειμώνας βαρύς. Κρυώναμε κι ανάβαμε τις σόμπες παντού στο σπίτι. Η μάμμα κατέβαζε τα βαριά παμπατζιένα παπλώματα και τις κουβέρτες. Στο σχολείο τουρτουρούσαμε, ούτε μια σόμπα δεν υπήρχε στην τάξη. Κάναμε μάθημα φορώντας τα πανωφόρια μας, ενώ τα χέρια και τα πόδια μας γέμιζαν με σιονίστρες που μας πονούσαν, αυτοί οι μικροί κόκκινοι λόφοι που φύτρωναν στα άκρα μας, τότε που έριχνε τα πρώτα χιόνια στο Τρόοδος και φυσούσε παγωμένος ο «βορκάς».

Τότε ούτε τα γάντια ή τα χοντρά μάλλινα καλσόν που φορούσαμε κάτω από την καρό σχολική ποδιά, δεν μπορούσαν να προστατεύσουν εμάς τα κορίτσια από το κρύο, ενώ τα αγόρια μια χαρά ζεσταίνονταν με τα μακριά τους παντελόνια. Πρώτη διαπίστωση διάκρισης μεταξύ των δύο φύλων.

Το δωμάτιο μου με το ξύλινο παρκέ χωριζόταν από το καθιστικό με την τηλεόραση από μια τζαμόπορτα με «κουτρουβωτό» γυαλί. Ακόμη και τις ώρες που κοιμόμουν οι φωνές των εκφωνητών και των ηθοποιών καθώς και οι μουσικές των ταινιών περνούσαν μέσα από την πόρτα, χαράζονταν και καταχωνιάζονταν στο ασυνείδητό μου. Μα ξεγλιστρούν κάθε τόσο, ζωντανεύουν και με εκπλήττουν ευχάριστα στον παρόντα χρόνο. Αρκεί μια μουσική ή μια ατάκα από ταινία για να με πάρει πίσω στο σπίτι των παιδικών μου χρόνων με το μελωδικό βάδισμα από τις γόβες της μητέρας στο σανιδένιο πάτωμα.

Ήταν η εποχή που «Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς» εκτός από τα Σάββατα που ξενυχτούσα μπροστά από την οθόνη της μαυρόασπρης Telefunken τηλεόρασής μας παρακολουθώντας την ελληνική ή μια ξένη ταινία του Σαββάτου.

Ήταν χρόνια πληρότητας σε ένα νησί που μόλις είχε αποκτήσει την πολυπόθητη ανεξαρτησία του και η γη, μας ανήκε, ανθοβολούσε και καρποφορούσε πλέον μόνο για μας. Μα τα σπίτια έμειναν να στενάζουν και τα σανίδια τους να τρίζουν παραπονιάρικα μετά από μισό αιώνα αφότου με την τουρκική εισβολή εκδιώχθηκαν βίαια οι κάτοικοι τους και οι νοικοκυρές που τα κέρωναν και τα γυάλιζαν με τόση αγάπη και φροντίδα δεν είναι πια εκεί. Ο χρόνος γλιστράει μέσα από τα χέρια μας.

«Ξέρεις τα σπίτια πεισματώνουν εύκολα, σαν τα γυμνώσεις»
(«Το σπίτι κοντά στη θάλασσα», ΚΙΧΛΗ, Γιώργος Σεφέρης)

dena.toumazi@gmail.com