Έχετε ξανακούσει γιατρούς να λένε, όταν πεθάνει ασθενής τους, «εκοιμήθη ήσυχα αφού αντιμετώπισε με θάρρος, υπομονή και χριστιανική καρτερία τη δοκιμασία της ασθένειάς του»; Δεν ήταν ανακοίνωση της Ιεράς Συνόδου ή κάποιου ιερωμένου, αλλά το ιατρικό ανακοινωθέν των τεσσάρων θεραπόντων γιατρών του αρχιεπισκόπου για τον θάνατό του.
Είναι ιατρικός όρος το ότι κάποιοι ξεχωριστοί «κοιμούνται ήσυχα»; Αφού όλοι μας «πεθαίνουμε εξαιτίας της παραβάσεως της εντολής του Θεού» ώσπου κάποτε να αναστηθούμε, όπως ισχυρίζεται, π.χ., η ανακοίνωση –παραλίγο να πω ιατρικό ανακοινωθέν– της μητρόπολης Κωνσταντίας και Αμμοχώστου, γιατί δεν λένε το ίδιο και για κάθε απλό άνθρωπο; Την ώρα που ακόμα και η Εκκλησία λέει «πεθαίνουμε», από πότε γιατροί ορίζουν διαφορετικά τον θάνατο; Αναλόγως του ασθενή που χάνουν, κάποιοι δεν πεθαίνουν αλλά «κοιμούνται»; Είναι πιο ευσεβές όταν το πεις έτσι;
Γράφονται και θα γραφούν πολλά για τον Αρχιεπίσκοπο, οπόταν περιττεύει εκ μέρους μου, ειδικά εφόσον τα πεπραγμένα του ή τα εσωτερικά της Εκκλησίας με αφορούν μόνο όταν πρόκειται για πράξεις και αποφάσεις που επηρεάζουν καταχρηστικά τη δική μου ζωή ή άλλων, επίσης αμέτοχων ανθρώπων. Θεωρώ ύβρη να λέγεται ότι «ο τάδε έδωσε σκληρή μάχη με την αρρώστια» ή «την αντιμετώπισε αξιοπρεπώς» και άλλα τέτοια ηρωικά. Δεν υπάρχει κατακριτέος ή αναξιοπρεπής τρόπος να πεθάνεις ούτε δίνεις κάποια μάχη, πρόκειται απλώς για μια φυσική διαδικασία. Οι μόνοι που αγωνίζονται είναι οι θεράποντες και οι συγγενείς, ώστε να προσφέρουν ό,τι μπορούν στον άνθρωπο που υποφέρει, για τον οποίο δεν υπάρχει σωστός και λάθος, καλός ή κακός τρόπος να πεθάνει, παρά μόνο με λιγότερο πόνο και βάσανο. Ο θάνατος, ωστόσο, είναι η μοναδική βεβαιότητα στον κόσμο μας, και αυτό που έχει σημασία είναι το πώς έζησες, τι άφησες πίσω σου, πώς και γιατί θα σε θυμούνται.
Λένε πως «ο αποθανών δεδικαίωται» και συνήθως παραλείπουν τη συνέχεια, που είναι «από της αμαρτίας». Αυτό δεν σημαίνει πως άμα πεθάνει κάποιος δικαιώνεται ή συγχωρείται (κακώς λέμε «ο συχωρεμένος»), αλλά ότι ο νεκρός δεν έχει πια τη δυνατότητα να αμαρτήσει. Αυτή η (σκόπιμη;) παρανόηση παράγει ενίοτε εξωφρενικά εγκώμια για τον νεκρό τα οποία, ιδίως σε περιπτώσεις αμφιλεγόμενων δημοσίων προσώπων, καταλήγουν από γελοία ως και προσβλητικά στην υπερβολή τους. Ίσως θα ήταν πιο τίμιο να πει ευθέως κάποιος (επίσημος, εννοώ, γιατί κατ’ ιδίαν, στις συντροφιές, άλλα λέγονται), με εύσχημο τρόπο έστω, τη γνώμη του για τον νεκρό, όσο άκομψο και αν μοιάζει.
Εννοείται ότι μια περίοδος πένθους δεν είναι ίσως πιο η κατάλληλη για αρνητική κριτική. Από την άλλη, όμως, οι ανακοινώσεις για το «τεράστιο έργο» του αρχιεπισκόπου, τον «εξαίρετο και ευθύ χαρακτήρα» του «θαρραλέου ηγέτη που μιλούσε στοχαστικά για τη θρησκεία και τα πιστεύω του» και άλλα τέτοια, μοιάζουν (και ενίοτε είναι όντως) υποκριτικά – για να μην αναφέρω άλλες υπερβολές, όπως π.χ. το λαϊκό προσκύνημα (τι βασίλισσα, τι αρχιερέας). Μερικές φορές, μια ένδειξη υποκριτικότητας διαφεύγει ανάμεσα από τις γραμμές κάποιων ανακοινώσεων, ηθελημένα ή αθέλητα, όταν ο συντάκτης τονίζει εμφατικά ότι τα συλλυπητήρια που εκφράζει είναι «ειλικρινή», λες και αγωνιά να πείσει ότι η θλίψη του είναι αληθινή, επειδή κατά βάθος θεωρεί ότι κανείς δεν θα πιστέψει ότι το εννοεί.
Στην κατηγορία των υποκριτικών αναφορών κατέχει ιδιαίτερη θέση η «ανακωχή» ανάμεσα στους δελφίνους του αρχιεπισκοπικού θρόνου, οι οποίοι θέλουν να πιστέψουμε ότι, από σεβασμό προς τον εκλιπόντα, αναστέλλουν ως άκαιρη και άτοπη τη συνέχιση των προεκλογικών τους δραστηριοτήτων πριν την κηδεία. Τον οποίο τόσο πολύ σέβονταν, ώστε άρχισαν τις επαφές, τις συμμαχίες και τα άλλα σχετικά κόλπα για τη διαδοχή του διαρκούσης της αρρώστιας του. Αν και δεν με αφορά το θέμα, το αναφέρω απλώς ως μια ακόμα ένδειξη υποκρισίας, η οποία όμως προέρχεται όχι από τους κατά τεκμήριο «ασεβείς» άθεους, αλλά εκ μέρους των υποτιθέμενων ευσεβών και «αγίων».