
Διανύουμε μία περίοδο μοναδικής φρενίτιδας με μαζικές εκποιήσεις ιδιωτικών κατοικιών από εταιρείες με ξένα συμφέροντα, οι οποίες υποκατέστησαν τις τράπεζες αγοράζοντας τα δάνεια που έδωσαν προς τους ιδιοκτήτες ιδιώτες, τα οποία συνοδεύονται με υποθήκη χωρίς να ενδιαφερθεί κανένας αν αυτή η δραστηριότητα είναι συμβατή με τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Καθημερινά ανοίγει ένας την εφημερίδα του και βλέπει πλειάδες ειδοποιήσεων για ηλεκτρονικές πωλήσεις κατοικιών όπου κατοικούν οι δανειζόμενοι με την οικογένεια τους και πρέπει με την ενέργεια των εν λόγω εταιρειών να βγουν έξω στο δρόμο για να δώσουν το σπίτι για να πωληθεί σε πλειστηριασμό και να εισπραχθεί ποσό συνήθως διπλάσιο από το ποσό το οποίο αρχικά έγινε το δάνειο.
Κατ’ αρχήν εγείρεται το θέμα κατά πόσο η αντικατάσταση της σχετικής τράπεζας που έδωσε το δάνειο και είναι το συμβαλλόμενο μέρος μαζί με τον δανειζόμενο μπορεί να αντικατασταθεί χωρίς την συγκατάθεση του δανειζόμενου από τις ξένες εταιρείες που επιδιώκουν να πωλήσουν το αντικείμενο της υποθήκης. Η υποκατάσταση των τραπεζών από τις εταιρείες αυτές είναι οπωσδήποτε αντίθετη με το Άρθρο 26 του Συντάγματος που προβλέπει για την ελευθερία του συμβάλλεσθαι δηλαδή για το δικαίωμα ενός να επιλέγει ελεύθερα τον αντισυμβαλλόμενο του. Το θέμα αυτό το ήγειρα σε Πρωτόδικα Δικαστήρια σε διάφορες περιπτώσεις αλλά κανένα δεν τόλμησε να υιοθετήσει την πιο πάνω θέση μου. Και μιλώ για τόλμη διότι τα Δικαστήρια δεν μας έδωσαν μία λογική αιτιολογία γιατί απορρίπτουν την εν λόγω αντισυνταγματικότητα. Ορισμένοι Πρωτόδικοι Δικαστές ισχυρίζονται ότι δεν μπορούν να εξετάσουν το θέμα διότι δεν τέθηκε με σαφήνεια ενώ στην πραγματικότητα η θέση ήταν σαφέστατη. Άλλοι, χρησιμοποιούν άλλα αβάσιμα επιχειρήματα, ενώ άλλοι δεν αναφέρονται καν στο θέμα. Και διερωτώμαι, τι συμβαίνει τέλος πάντων διότι δεν θέλω να δεχθώ την άποψη πολλών ατόμων, μεταξύ των οποίων και νομικών, ότι τα δικαστήρια είναι φιλοτραπεζικά και δεν τολμούν να τα βάλουν με τις τράπεζες.
Ελπίζω, ότι αυτό το θέμα θα το αντιμετωπίσουν τελικά είτε το Ανώτατο Δικαστήριο είτε, εάν προλάβουμε, το νέο Συνταγματικό Δικαστήριο.
Η προστασία της κατοικίας αναφέρεται και στο Άρθρο 16 του Συντάγματος όμως η κατοικία ως ιδιοκτησία εμπίπτει στο Άρθρο 23. Δεν είναι όμως αποτελεσματική η προστασία αυτή λόγω της παραγράφου 7 του Άρθρου αυτού. Ωστόσο αποτελεσματική προστασία της ιδιοκτησίας έναντι αναγκαστικής αποστέρησης της προκύπτει σαφώς από το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο προβλέπει τα εξής:
«Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται ειρηνική απόλαυση των κτημάτων του. Κανένας δεν μπορεί να αποστερηθεί των κτημάτων του εκτός για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος τηρουμένων και των όρων που προβλέπει ο νόμος και οι γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου».
Το δημόσιο συμφέρον έχει ερμηνευτεί ότι περιλαμβάνει την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων την προώθηση της δικαιοσύνης και τις βελτιώσεις για το καλό του γενικού κοινού.
Η υπεροχή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης έναντι του Συντάγματος σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα της κατοικίας σε συνδυασμό με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας δεν επιτρέπουν αναγκαστική αποστέρηση κατοικιών οι οποίες προστατεύονται από το Άρθρο 8 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1. Δηλαδή μία τέτοια αποστέρησης πρέπει να δικαιολογείται από το δημόσιο συμφέρον. Και δεν είναι λογικό να υποστηριχθεί ότι η αναγκαστική αποστέρηση κατοικίας που καταλήγει σε τραγικές συνθήκες για τα άτομα που κατοικούν εντός αυτής εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον. Πέραν τούτου μια τέτοια αποστέρηση υπάγεται στην απαγόρευση της ανάλογης επέμβασης σε ανθρώπινο δικαίωμα (Rule of proportionality) δηλαδή αν το ποσόν του δανείου με τους άγριους παράνομους τόκους που επιβάλλονται πολλαπλασιαστεί σε υπερβολικό βαθμό ως και οι άλλες δυσμενείς τραγικές επιπτώσεις μιας τέτοιας στέρησης αυτή θα είναι δυσανάλογο μέτρο που αποκλείεται από τις αρχές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την νομολογία του ΕΔΑΔ.
Υπάρχει το επιχείρημα ότι εφόσον ο δανειζόμενος συμφωνεί και υποθηκεύει το σπίτι του η στέρηση του σπιτιού του με μία εκποίηση από την τράπεζα λόγω μη πληρωμής του χρέους αποτελεί νόμιμο τρόπο ενέργειας του δανειστής. Μια τέτοια διευθέτηση προϋποθέτει ότι ο δανειζόμενος ενεργεί ελεύθερα με όλη την σημασία της λέξης για την αποστέρηση της οικίας του στο τέλος μιας διαδικασίας. Προπαντός όμως η διευθέτηση αυτή υπόκειται στην προστασία του δανειζόμενου που ανάφερα προηγουμένως (δηλαδή της προστασίας της κατοικίας του με βάση το δημόσιο συμφέρον και του κανόνα της αναλογίας της ενέργειας με τον σκοπό της) είτε το θέλει είτε όχι ο δανειστής διότι κανένα πρόσωπο δεν μπορεί νομικά να αποποιηθεί τα ανθρώπινα δικαιώματα του.
Και επειδή τέτοιες αποστερήσεις γίνονται με βάση την υποθήκη του σπιτιού των δανειζόμενων θέλω να τονίσω τα εξής: Καθόσον αφορά υποθήκες σπιτιών που ανήκουν κατά κανόνα στους συζύγους των δανειζόμενων υπάρχουν πάρα πολλές περιπτώσεις που ο/ή σύζυγος καταναγκάζεται από την καταπίεση του συντρόφου του/της να υπογράψει ως ενυπόθηκος δανειστής για την ασφάλεια του χρέους. Αυτό συνεπάγεται ακυρότητα της υπογραφής και της υποχρέωσης να διαθέσει το σπίτι ως ασφάλεια του χρέους διότι η ενέργεια υποθήκευσης αυτού έγινε χωρίς ελεύθερη συναίνεση όπως απαιτεί ο νόμος. Αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα το οποίο αντιμετώπισα σε πολλές περιπτώσεις όπου κάποιοι σύζυγοι εκμεταλλευόμενοι την επίδραση τους και την καταπίεση που ασκούν στους συζύγους τους αναγκάζουν αυτούς να υποθηκεύσουν το σπίτι τους. Πρόκειται για ένα φαινόμενο Κυπριακό που ισχύει πιο έντονα στις περιπτώσεις υποθήκευσης οικίας της συζύγου.
Το κράτος έχει υποχρέωση να προστατεύει τα ανθρώπινα δικαιώματα όλων των πολιτών περιλαμβανομένων των τραπεζών. Συνεπώς το ποσό που δανείζει μια τράπεζα μπορεί (και ίσως βάση νόμου να πρέπει) να περιορίζεται σε ασφάλειες που δεν συνιστούν κατοικία. Εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να γίνει προσπάθεια διευκολύνσεως εξόφλησης του δανείου με τρόπο να μην πλήττεται το δικαίωμα κατοικίας.
*Δικηγόρος, πρώην δικαστής του ΕΔΑΔ.