
Είναι μάλλον κοινή ομολογία ότι το μετεκλογικό σκηνικό χαρακτηρίζεται, κυρίως, από δύο αλληλοδιαπλεκόμενα στοιχεία. Την προσπάθεια της κυβέρνησης να βρει τον βηματισμό και την ταυτότητά της από τη μια, και μια ανάλογη απόπειρα στον ΔΗΣΥ από την άλλη.
Τα δύο είναι αλληλοδιαπλεκόμενα διότι το ένα αντικειμενικά επηρεάζει το άλλο και τα δύο μαζί το κράτος. Αφενός, ο νυν πρόεδρος είναι μέλος του ΔΗΣΥ, όπως και αρκετοί υπουργοί του, ενώ φυσιολογικά αποσκοπεί και χρειάζεται τη στήριξη του συγκεκριμένου κόμματος σε νομοσχέδια και πολιτικές. Αφετέρου, ο ΔΗΣΥ, αν και ταγμένος στην «δημιουργική» αντιπολίτευση, έχει πολλές συγγένειες με την κυβέρνηση, είναι συνηθισμένος στην εξουσία και είναι και το μεγαλύτερο κόμμα στη χώρα και στη βουλή με ότι αυτό συνεπάγεται για την ομαλή λειτουργία του κράτους.
Σε ένα βαθμό, και για τους δύο πολιτικούς δρώντες η κατάσταση στην οποία βρίσκονται είναι λίγο-πολύ αναμενόμενη. Το πρώην κυβερνών κόμμα βρίσκεται σε μια διαδικασία επαναπροσδιορισμού και συνολικής αλλαγής προσώπων μετά από 10 χρόνια στην κυβέρνηση, την εκλογική αποτυχία και εν μέσω εκλογικού συνεδρίου, αλλά και ανομολόγητων συγκρούσεων και διαφωνιών. Η κυβέρνηση έχοντας αρκετά στελέχη χωρίς κυβερνητική και πολιτική εμπειρία έχει λειτουργήσει με τρόπο που αντικατοπτρίζει αυτό το έλλειμμα, έστω και αν σε βασικά ζητήματα ακολουθεί, κατά βάση, το ευρωπαϊκό πλαίσιο (οικονομία, εξωτερική πολιτική).
Τα πιο πάνω τεκμαίρονται από τις αστοχίες και παρεκκλίσεις που έχουν παρατηρηθεί. Οι αστοχίες ήταν κυρίως επικοινωνιακού χαρακτήρα, οι οποίες όμως σε μια εποχή κυριαρχίας του φαίνεσθαι και της εικόνας, μετρούν αρκετά, επειδή μπορούν να δημιουργήσουν ένα πλαίσιο απαξίωσης και αρνητικής προδιάθεσης έναντι της κυβέρνησης, του Προέδρου και των υπουργών. Από την άλλη, ακριβώς επειδή δεν είναι ουσία, δεν είναι κατ’ ανάγκη καθοριστικές, όπως έδειξε άλλωστε και η πρόσφατη προεκλογική. Οι παρεκκλίσεις από τις δεσμεύσεις που η ίδια η κυβέρνηση και ο Πρόεδρος ανέλαβαν έναντι του εκλογικού σώματος, είναι πολύ πιο σημαντικές διότι αφορούν στο πρόγραμμα με το οποίο εκλέγηκε η κυβέρνηση και η μη τήρηση τους συνιστά ουσιαστική ρωγμή στην εμπιστοσύνη και αποδοχή της κυβέρνησης από τον λαό. Αυτό, σωρευτικά, μπορεί να προκαλέσει σοβαρά προβλήματα στην κυβέρνηση.
Όσοι από εμάς σημειώναμε προεκλογικά ότι μια κυβέρνηση Χριστοδουλίδη δεν θα είχε περίοδο χάριτος ούτε από τα κόμματα ούτε από την κοινωνία και ότι πορεία πλεύσης της θα είχε να αντιμετωπίσει ουσιαστικά ζητήματα συντονισμού, ελέγχου και ισορροπιών τόσο στο εσωτερικό της όσο και στη βουλή, φαίνεται ότι επιβεβαιωνόμαστε στα πρώτα βήματα της νέας κυβέρνησης. Δεδομένης της ανυπαρξίας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και με ανοικτά σημαντικά κοινωνικά ζητήματα (ΑΤΑ, στεγαστικό, εκποιήσεις, ακρίβεια), η κυβέρνηση φαίνεται ότι βρίσκεται σε μια «άσκηση εξεύρεσης ισορροπιών». Τόσο εσωτερικά με τα συγκυβερνώντα κόμματα όσο και με τους άλλους πολιτικούς και κοινωνικούς δρώντες και κυρίως με τα κόμματα στη Βουλή.
*Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας.