Οι εξουσίες και οι αρμοδιότητες ενός εκκαθαριστή εταιρείας, εάν δεν είναι ο επίσημος παραλήπτης ο οποίος ως εκ του αξιώματος του έχει τα προσόντα, απαιτείται όπως το πρόσωπο που θα διοριστεί έχει τη δέουσα κατάρτιση και εξειδίκευση, καθόσον θα λάβει στον έλεγχο και στη φύλαξη του όλη την ιδιοκτησία και τα αγώγιμα δικαιώματα που η εταιρεία δικαιούται ή φαίνεται ότι δικαιούται.

Θα ασκεί όλες τις εξουσίες και αρμοδιότητες και θα εκτελεί όλα τα καθήκοντα που ο νόμος του παρέχει και επιβάλλει. Γι’ αυτό και στον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ.113, άρθρο 314 Α, προνοείται ότι με εξαίρεση τον επίσημο παραλήπτη, ο εκκαθαριστής πρέπει να είναι πρόσωπο που κέκτηται τα προσόντα και άδεια εξάσκησης του επαγγέλματος του Συμβούλου Αφερεγγυότητας, δηλαδή να είναι φυσικό και όχι νομικό πρόσωπο και να έχει μια τουλάχιστον από τις ιδιότητες του δικηγόρου, νομικού, εγκεκριμένου λογιστή, εγγεγραμμένου ελεγκτή, αναλογιστή, λειτουργού ή εξεταστή του Επίσημου Παραλήπτη  ή/και στην Υπηρεσία Αφερεγγυότητας ή του επαγγελματία στον χρηματοοικονομικό τομέα. Ο εκκαθαριστής θα πρέπει να έχει την καθορισμένη επαγγελματική πείρα, να επιτύχει σε εξετάσεις επαγγελματικής ικανότητας οι οποίες έχουν οργανωθεί ή αναγνωριστεί από τη Δημοκρατία και να διατηρεί σε ισχύ ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης.

Ο σύμβουλος αφερεγγυότητάς είναι εγγεγραμμένος στο μητρώο της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας και υπόκειται σε κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας, οι οποίοι καλύπτουν τουλάχιστον την ιδιότητα του ως προστάτη του δημοσίου συμφέροντος, την ακεραιότητα και την αντικειμενικότητα του, καθώς και την επαγγελματική του ικανότητα και δέουσα επιμέλεια. Εξουσιοδοτείται να ενεργεί ως σύμβουλος αφερεγγυότητας μόνο εφόσον διαθέτει αποδεδειγμένη επαγγελματική πείρα σε θέματα αφερεγγυότητας για περίοδο δύο ετών ή για εξακόσιες ώρες ή πείρα σε δέκα υποθέσεις εκ των οποίων οι μισές τουλάχιστον να μην αφορούν σε εκούσιες εκκαθαρίσεις.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση που εξέδωσε στην Π.Ε.278/2015, ημερ.12.04.2023 ασχολήθηκε με το θέμα, κατόπιν έφεσης διευθυντή εταιρείας που τέθηκε υπό εκκαθάριση. Εφεσίβαλε την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου που διόρισε σύμβουλο αφερεγγυότητας αντί δικηγόρο στη θέση του εκκαθαριστή της εταιρείας. Συγκεκριμένα, η συνέλευση πιστωτών αποφάσισε κατά πλειοψηφία αριθμού και ποσού το διορισμό συγκεκριμένου συμβούλου αφερεγγυότητας, ενώ οι μέτοχοι/συνεισφορείς το διορισμό δικηγόρου. Ο επίσημος παραλήπτης υπό την ιδιότητά του ως προσωρινός εκκαθαριστής της εταιρείας υπέβαλε αίτηση στο Δικαστήριο για έγκριση των ψηφισμάτων και των αποφάσεων που πήραν οι πιστωτές και οι μέτοχοι/συνεισφορείς στις συνελεύσεις. Επίσης, αιτήθηκε την έκδοση διατάγματος για τον διορισμό του σύμβουλου αφερεγγυότητας ως εκκαθαριστή και έγκριση της εγγυητικής επιστολής που αυτός κατέθεσε και καθορισμό της αμοιβής του σύμφωνα με τους Κανονισμούς Εκκαθάρισης.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επανέλαβε ότι μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, αρχίζει η διαδικασία διευθέτησης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων της εταιρείας και ο διορισθείς εκκαθαριστής είναι αυτός που έχει πλέον την αποκλειστική ευθύνη για τη διαχείριση της περιουσίας και των υποθέσεων της εταιρείας. Αναφορικά με το θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εκδώσει το διάταγμα, παρέπεμψε στις πρόνοιες του άρθρου 209 του Κεφ.113, για τον καθορισμό του κατά πόσο η διαδικασία εμπίπτει στην αρμοδιότητα Ανώτερου ή Επαρχιακού Δικαστή, λαμβάνεται υπόψη το ποσό του μετοχικού κεφαλαίου της εταιρείας που καταβλήθηκε ή πιστώθηκε ότι καταβλήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο ήταν €17.100 και ορθά επιλήφθηκε της αίτησης Επαρχιακός Δικαστής.

Εάν ορθά διορίστηκε ο σύμβουλος αφερεγγυότητας ως εκκαθαριστής, το Ανώτατο Δικαστήριο παρέπεμψε στο άρθρο 314 Α(1) του Κεφ.113, όπου ρητά αναφέρεται ότι ο εκκαθαριστής πρέπει να είναι πρόσωπο που κέκτηται τα προσόντα και άδεια εξασκήσεως του επαγγέλματος του Συμβούλου Αφερεγγυότητας και το πρόσωπο που διορίστηκε τα κατείχε ενώ ο δικηγόρος δεν τα κατείχε. Συνεπώς, ο προτεινόμενος δικηγόρος εκ μέρους των μετόχων/συνεισφορέων δεν πληρούσε τα προσόντα για διορισμό, όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο και ουδείς βάσιμος λόγος προβλήθηκε για μη διορισμό του συμβούλου αφερεγγυότητας ως αποφάσισε η πλειοψηφία των πιστωτών και δικαιολογημένα εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο εφεσείοντας δεν παρουσίασε στη συνέλευση των πιστωτών αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προέκυπτε πως αυτός ήταν πιστωτής της εταιρείας. Κατ’ επέκταση, η επαλήθευση χρέους που υπέβαλε δεν έγινε αποδεκτή και δεν του επετράπη να ψηφίσει σε σχέση με το φυσικό πρόσωπο που θα διοριζόταν ως εκκαθαριστής της εταιρείας. Ούτε ήταν μέτοχος/συνεισφορέας της εταιρείας και έκρινε ότι είναι αμφίβολο αν αυτός νομιμοποιείτο να εμφανιστεί στην πρωτόδικη διαδικασία και να καταχωρήσει ένσταση στη συγκεκριμένη αίτηση.

* Δικηγόρος στη Λάρνακα