Στην εποχή της εικόνας που ζούμε, έχουμε σχεδόν πειστεί ότι το πρόβλημα με τη γυναικεία εκπροσώπηση και συμμετοχή στη δημόσια ζωή είναι θέμα ποσοτικό. Έτσι γίνεται για παράδειγμα πρωτοσέλιδος τίτλος το πόσες γυναίκες διόρισε ο πρόεδρος στο υπουργικό συμβούλιο, πόσες γυναίκες περιλαμβάνονται στα ψηφοδέλτια των κομμάτων, πόσες γυναίκες συμμετέχουν σε ανεξάρτητους θεσμούς και ημικρατικούς οργανισμούς κ.ο.κ. Μέσα δε από αυτή την επιφανειακή και ποσοτική θεώρηση του ζητήματος της γυναικείας εκπροσώπησης, το πραγματικό πρόβλημα χάνεται και παραμένει εκεί άλυτο και δυσεπίλυτο μαζί.
Κι αυτό γιατί το πραγματικό ζήτημα δεν είναι το πόσες γυναίκες αξιοποιούνται από μια κυβέρνηση ή ένα κόμμα (που είναι αριθμητικά πολύ λίγες εν πάση περιπτώσει) αλλά το πόσες γυναίκες μπορούν να αξιοποιηθούν και να μπουν στην αρένα του πολιτικού στίβου.
Η μέση γυναίκα στην Κύπρο, πέραν των όλων ευθυνών που προκύπτουν από την εργασία της, είναι επιφορτισμένη με δύο επιπρόσθετα κεφάλαια ευθυνών που εκπηγάζουν από εγκληματικά κενά της κρατικής πολιτικής. Ειδικότερα η Κύπρια γυναίκα, σε αντίθεση με τις γυναίκες σε άλλες χώρες της ΕΕ, καλείται να καλύψει η ίδια τις ανεπάρκειες του εκπαιδευτικού συστήματος από τη μια και την παντελή απουσία κρατικής μέριμνας για τους ηλικιωμένους, από την άλλη.
• Από τη στιγμή που τα παιδιά της Κύπρου ξεκινούν τη φοίτησή τους στο σχολείο, η Κύπρια μητέρα μετατρέπεται αναγκαστικά, μαζί με όλους τους άλλους ρόλους που έχει στο κεφάλι της και σε απογευματινή δασκάλα, οδηγό ταξί και αρχι-συντονιστή των εξωσχολικών μαθημάτων και δραστηριοτήτων των παιδιών της. Τη στιγμή που άλλες ευρωπαϊκές χώρες έχουν αυτόνομα εκπαιδευτικά συστήματα που δεν χρειάζονται δεκανίκια για να λειτουργήσουν και να πετύχουν, στην Κύπρο έχουμε κανονικοποιήσει τόσο πολύ αυτό τον παραλογισμό με τα φροντιστήρια, τα πήγαινε-έλα και την επιστράτευση των παππούδων και των γιαγιάδων στον απογευματινό αγώνα που τον θεωρούμε φυσιολογικό. Καταντούμε δε μέσα από αυτή την παγκόσμια πρωτοτυπία μας να έχουμε ένα οικονομικό μοντέλο που βασίζεται στη διαθεσιμότητα του παππού και της γιαγιάς αφού η διαθεσιμότητα τους αποτελεί, στις πλείστες περιπτώσεις, βασική προϋπόθεση για να μπορεί η μέση κυπριακή οικογένεια να λειτουργήσει. Για τις οικογένειες δε, στις οποίες δεν υπάρχουν παππούδες και γιαγιάδες για να βοηθήσουν, το φορτίο της γυναίκας του σπιτιού γίνεται ακόμα πιο βαρύ.
• Στην πορεία ή και ταυτόχρονα, η Κύπρια γυναίκα αναλαμβάνει και δεύτερο μεγάλο φορτίο, αφού στην απουσία κρατικών υποδομών και προγραμμάτων για στήριξη και φροντίδα των ηλικιωμένων για αξιοπρεπή γηρατειά, αυτός ο οποίος συνήθως επωμίζεται την ευθύνη της φύλαξης και της φροντίδας των ηλικιωμένων γονιών είναι η κόρη ή οι κόρες της οικογένειας.
Αυτή είναι δυστυχώς η εικόνα της σύγχρονης κυπριακής πραγματικότητας, η οποία κρατά τις Κύπριες γυναίκες δέσμιες στα γρανάζια της απουσίας εκπαιδευτικής και κοινωνικής πολιτικής. Μέσα από αυτό το πρίσμα είναι σχεδόν εξόφθαλμο σε τι οφείλεται η υπο-εκπροσώπηση των γυναικών στην Κύπρο, αφού για τη μέση Κύπρια γυναίκα που δεν έχει την οικονομική ευχέρεια να τακτοποιήσει αυτές τις ευθύνες με άλλο τρόπο, όλη η ενέργεια της απορροφάται και διοχετεύεται στην εκπλήρωση αυτών των ζωτικής σημασίας υποχρεώσεων.
Όπως είναι, λοιπόν, προφανές σε όσους ειλικρινά θέλουν να δουν το πρόβλημα στη ρίζα του, το εκπαιδευτικό σύστημα και το κοινωνικό κράτος από τη μια και η ενδυνάμωση της γυναικείας συμμετοχής στη δημόσια ζωή από την άλλη, είναι στην πράξη, συγκοινωνούντα δοχεία. Όσο τα πρώτα νοσούν τόσο η γυναίκα εγκλωβίζεται στο σπίτι προσπαθώντας να καλύψει τα κενά. Αντίθετα όμως όσο το εκπαιδευτικό σύστημα και το κοινωνικό κράτος ενισχύονται, τόσο πιο πολύ απελευθερώνονται οι γυναίκες της χώρας στο να εμπλακούν ενεργά και δυναμικά στην κοινή προσφορά. Γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο που χώρες με ισχυρές κοινωνικές δομές, και δυνατά εκπαιδευτικά συστήματα έχουν και ψηλή αλλά και ουσιαστική συμμετοχή των γυναικών στη δημόσια ζωή.
Το ζήτημα λοιπόν ουδέποτε ήταν, ούτε και είναι ποσοτικό για να μπορεί να επιλυθεί με μεμονωμένους διορισμούς γυναικών σε θέσεις κλειδιά. Όσο ικανές ή διεκδικητικές κι αν είναι οι γυναίκες που διορίζονται (που στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι) αυτό είναι μόνο η επιφάνεια του ζητήματος ενώ συχνά τέτοιοι διορισμοί παρουσιάζονται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις για σκοπούς καμουφλάζ και βιτρίνας.
Το κλειδί στην ουσιαστική και συνολική επίλυση του προβλήματος είναι η ενδυνάμωση του εκπαιδευτικού συστήματος και του κοινωνικού κράτους. Το να βγαίνεις ως κυβέρνηση και να λες ότι προωθείς τη γυναικεία συμμετοχή στη δημόσια ζωή τη στιγμή που έχεις τις γυναίκες εγκλωβισμένες να καλύπτουν τα δικά σου κενά, τη δική σου απραξία και τη δική σου έλλειψη πολιτικής βούλησης, είναι σαν να βάζεις κάποιον να τρέξει σε αγώνα στίβου αφού έχεις πρώτα δέσει στα πόδια του δυο γερά, μεταλλικά βαρίδια. Και είναι δυστυχώς με αυτά τα βαρίδια που οι γυναίκες της Κύπρου -ως συλλογικότητα- μένουν συστηματικά και διαχρονικά εκτός συμμετοχής στη δημόσια ζωή.