Δύο άνθρωποι συναντιούνται έξω από ένα δικαστήριο. Το γεγονός αυτό προκαλεί έκπληξη και στους δύο και ο ένας ζητά από τον άλλο να μάθει τον λόγο που βρίσκεται εκεί. Ο πρώτος είναι ο Σωκράτης που βρίσκεται εξαιτίας της κατηγορίας «κάποιου Μελήτου», ότι διαφθείρει τους νέους της Αθήνας και ότι εισάγει νέους θεούς. Ο δεύτερος είναι ο Ευθύφρων που έχει κάνει κάτι πρωτόγνωρο: ήρθε για να καταγγείλει τον πατέρα του για φόνο.
Ο Ευθύφρων είναι ένας πρώιμος Πλατωνικός διάλογος που έχει γραφτεί λίγο μετά τη Σωκρατική καταδίκη. Η δραματική εικόνα του Σωκράτη έξω από τα δικαστήρια να περιγράφει στον Ευθύφρονα τις κατηγορίες του Μελήτου (αλλά και τον ίδιο τον Μέλητο: «Έχεις μήπως υπόψη σου στον Πίθο κανένα Μέλητο με ίσια πεταχτά μαλλιά, με αραιό γενάκι και κάπως γαμψή μύτη;» ρωτάει τον Ευθύφρονα) αντισταθμίζεται από την Σωκρατική ειρωνεία που είναι διάσπαρτη σε ολόκληρο τον Πλατωνικό διάλογο. Ο Σωκράτης εξηγεί στον Ευθύφρονα την κατηγορία του Μελήτου (3b): «Αλλόκοτα πράγματα, φίλε μου, τουλάχιστον όταν τα ακούς για πρώτη φορά. Ισχυρίζεται, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως φτιάχνω νέους θεούς γι’ αυτό μου έκανε την καταγγελία, επειδή, λέει, φτιάχνω καινούριους θεούς και δεν τιμώ τους παλαιούς».
Είναι η σειρά του Ευθύφρονα να εξηγήσει τον λόγο της παρουσίας του εκεί (4a-e): Ένας εργάτης, δικός του, από τα κτήματα στη Νάξο, πάνω στο μεθύσι του διαπληκτίστηκε με έναν δούλο και τον σκότωσε. Τότε ο πατέρας του Ευθύφρονα έδεσε τον εργάτη χειροπόδαρα, τον πέταξε σε ένα λάκκο και έστειλε να φωνάξουν τον «εξηγητή» για να τους πει τι να κάνουν. Μέχρι να έρθει (και επειδή ο πατέρας του αμελούσε τη φροντίδα του δολοφόνου) ο εργάτης πέθανε. Για τον Ευθύφρονα, ο πατέρας του διέπραξε φόνο. Και όμως, τον κατηγορούν ότι «είναι ανοσιούργημα να καταγγέλλει ο γιος τον πατέρα ως φονιά», ωστόσο, ο Ευθύφρων γνωρίζει καλά «πιο είναι από θρησκευτική άποψη το σωστό ως προς το όσιο και το ανόσιο».
Ο Σωκράτης στο πρόσωπο του Ευθύφρονα βρίσκει τον κατάλληλο συνομιλητή και ο Πλάτωνας δράττεται της ευκαιρίας να θέσει το ερώτημα: Ποιος ορίζει τι είναι όσιο; Σε ολόκληρο τον διάλογο, ο καταδικασμένος για ασέβεια Σωκράτης δείχνει να απορεί, θέτοντας ερωτήματα στον θεοσεβούμενο (και θεοφοβούμενο) Ευθύφρονα. Ο Σωκράτης που δεν γνωρίζει τίποτα (6b) θέλει να γίνει μαθητής του Ευθύφρονα, να διδαχτεί από αυτόν το νόημα της ευσέβειας και της ασέβειας. Εξάλλου, ποιος ξέρει;
«Κι αν δεν πεισθεί ό Μέλητος να με απαλλάξει από την κατηγορία ή να καταγγείλει εσένα αντί για μένα, θα μπορούσα τα ίδια αυτά πράγματα να τα προτείνω και στο δικαστήριο. Πώς το βλέπεις;» 5a-b
«Κι αν δεν πεισθεί ό Μέλητος να με απαλλάξει από την κατηγορία ή να καταγγείλει εσένα αντί για μένα, θα μπορούσα τα ίδια αυτά πράγματα να τα προτείνω και στο δικαστήριο. Πώς το βλέπεις;» 5a-b
Ο Ευθύφρων δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται τη Σωκρατική ειρωνεία και η συζήτηση συνεχίζεται με τον Σωκράτη να προσποιείται άγνοια, αναζητώντας να μάθει από τον, ειδήμονα περί των Θεών, Ευθύφρονα «Τι είναι όσιο», λαμβάνοντας την κλασική απάντηση: «ό,τι είναι αγαπητό στους θεούς είναι όσιο, ό,τι δεν τους είναι αγαπητό είναι ανόσιο» (6e-7a). Ο ορισμός επιδέχεται βελτίωσης και, έπειτα από δύο αποτυχημένες απόπειρες ο Σωκράτης θέτει νέο ερώτημα (γνωστό ως το δίλημμα του Ευθύφρονα ή θεωρία της θεϊκής εντολής/ Divine Command Theory): «Άραγε το όσιο είναι αγαπητό στους θεούς επειδή είναι όσιο ή είναι όσιο επειδή τους είναι αγαπητό;» (10a2-3). Δηλαδή, είναι το καλό πραγματικά καλό επειδή το επιθυμεί ο θεός, ή επειδή είναι καλό το επιθυμεί ο θεός; Ή αλλιώς, πού στηρίζεται η Ηθική του θεού;
Δεν απαντάται το ερώτημα, βέβαια, αλλά η συζήτηση συνεχίζεται έως σήμερα. Φυσικά, ο πρώτος που δεν μπορεί να αντικρούσει τα επιχειρήματα του Σωκράτη είναι ο Ευθύφρων που φεύγει βιαστικός, αφήνοντας τον Σωκράτη λυπημένο που δεν θα μάθει τι είναι όσιο και τι όχι, ώστε να απαλλαχτεί από την κατηγορία του Μελήτου.
*Η Δρ Έλσα Νικολαΐδου διδάσκει Φιλοσοφία στο Med High