Πότε η ανοχή μετατρέπεται σε συνενοχή; Το ερώτημα αυτό απασχολεί τους νομικούς κύκλους εδώ και καιρό στην Κύπρο. Δυστυχώς, όπως φαίνεται, εξακολουθεί να μην απασχολεί επαρκώς τη δημόσια διοίκηση.
«Όργιο εκμετάλλευσης», χαρακτήρισε την κατάσταση ο Πρόεδρος της Ένωσης Κατεχόμενων Δήμων, καταγγέλλοντας ότι οι «Αττίλες» δεν σφετερίζονται μόνο τεμάχια γης αλλά και εγκαταλελειμμένα σπίτια Ελληνοκυπρίων στο Ριζοκάρπασο, μετατρέποντάς τα σε τουριστικά καταλύματα, αποκομίζοντας έσοδα με τις ευλογίες του ψευδοκράτους.
Η πρόσφατη καταδίκη δύο Ουγγαρίδων από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας για εμπλοκή τους στην πώληση ακινήτων στα κατεχόμενα σηματοδοτεί καίρια εξέλιξη. Μετά από δεκαετίες αποσιώπησης, η Κυπριακή Δημοκρατία ορίζει ως σαφές νομικό προηγούμενο ότι η εμπορική εκμετάλλευση κατεχόμενης γης, εκτός από ηθικά απαράδεκτη, συνιστά και ποινικό αδίκημα.
Σύμφωνα με τη δικογραφία, οι καταδικασθείσες δρούσαν ως μεσίτριες για τουρκοκυπριακή εταιρεία ανάπτυξης γης. Προωθούσαν ακίνητα που βρίσκονται σε γη Ελληνοκυπρίων εκτοπισμένων στην κατεχόμενη Κερύνεια, χωρίς τη συναίνεση των νομίμων ιδιοκτητών. Διαφήμιζαν τα ακίνητα μέσω ιστοσελίδων και κοινωνικών δικτύων, υπέγραφαν συμβάσεις μεσιτείας με προμήθεια 5%-20%, διέθεταν φυλλάδια και υλικό προώθησης και δρούσαν υπό την καθοδήγηση εταιρείας του κατοχικού καθεστώτος. Όπως το Δικαστήριο τόνισε, οι κατηγορούμενες γνώριζαν – ή όφειλαν να γνωρίζουν – ότι τα ακίνητα αυτά είχαν καταληφθεί παράνομα το 1974 και ότι η νομή τους ουδέποτε μεταβιβάστηκε, καθώς ακόμη αναγράφονται στο Κτηματολόγιο στο όνομα των Ελληνοκυπρίων ιδιοκτητών.
Εξάλλου, το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 23 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, δεν αναστέλλεται, δεν αποδυναμώνεται και δεν ακυρώνεται από τα τετελεσμένα της κατοχής. Τουναντίον, διατηρείται νομικά ενεργό και απόλυτα προστατευτέο, ανεξαρτήτως του ελέγχου που ασκείται επί του εδάφους. Εξ’ ου και η χρήση, προώθηση ή εμπορική αξιοποίηση περιουσιών υπό παράνομη κατοχή χωρίς τη συναίνεση των νομίμων ιδιοκτητών συνιστά σφετερισμό, όπως έχει καταγραφεί στη νομολογία του ΕΔΑΔ [(π.χ. Loizidou v. Turkey (18 Δεκεμβρίου 1996), Demopoulos and others v. Turkey (1 March 2010]).
Ωστόσο, το πλέον ανησυχητικό σήμερα είναι ότι τέτοια απειλή πλέον δεν προέρχεται μόνο από ξένους επενδυτές. Προέρχεται εκ των έσω – από Ελληνοκύπριους πολίτες, και μάλιστα δικηγόρους, που, ως καταγγέλθηκε, στεγάζονται σε γραφεία στις ελεύθερες περιοχές, αλλά δραστηριοποιούνται ως εμπορικοί μεσάζοντες της κατοχής, εξυπηρετώντας αλλότρια συμφέροντα.
Ομολογουμένως, η εμπλοκή αυτή, όταν προέρχεται από πολίτες της Δημοκρατίας και μάλιστα «υπερασπιστές του νόμου», καθίσταται ακόμη πιο ολέθρια. Διότι, εδώ δεν πρόκειται απλώς για παραβίαση δεοντολογικών αρχών. Πρόκειται για εκποίηση της θεσμικής αξιοπρέπειας του δικηγορικού επαγγέλματος και προδοσία του ίδιου του ρόλου του δικηγόρου ως υπερασπιστή της έννομης τάξης. Πρόκειται για μια σιωπηλή, πλην συνειδητή, συναλλαγή ηθικής προς ιδίος όφελος, που εκφυλίζει το νομικό λειτούργημα ως επιβράβευση της παρανομίας (μιας παρανομίας που στρέφεται κατά του ίδιου του κράτους που τους όρισε θεματοφύλακες του νόμου!). Και κάπως έτσι πλήττεται το κύρος του επαγγέλματος. Και κάπως έτσι κανονικοποιείται η κατοχή εκ των έσω. Αλίμονο να αναμένουμε καλύτερο χειρισμό από ξένους!
Το νομικό (και πρωτίστως ηθικό!) δίδαγμα: οι κατεχόμενες περιουσίες δεν είναι αντικείμενα επένδυσης. Είναι ζωντανά τεκμήρια ενός συνεχιζόμενου εγκλήματος. Και όσοι το διευκολύνουν, από απληστία, ιδιοτέλεια ή κυνική αδιαφορία, οφείλουν να λογοδοτούν. Γιατί, η πιο ύπουλη μορφή υπονόμευσης της Δημοκρατίας δεν είναι η εξωτερική απειλή, αλλά εκείνη που εκδηλώνεται από εκείνους που φορούν τη μάσκα της.