Στις μέρες μας ο θεολογικός διάλογος δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ή θα είναι ανύπαρκτος ή θα πέσει στο αδηφάγο διαδίκτυο με τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης να εκχυδαΐζουν το επίπεδο εκτοξεύοντας ανήκουστες ύβρεις, σπιλώνοντας συνειδήσεις σε συνδυασμό με μια ατελείωτη συνωμοσιολογία την οποία γαρνίρουν με μπόλικη «πνευματικότητα» και επίπλαστο ευσεβισμό. Παρακολουθούμε, εμβρόντητοι πολλές φορές, αρκετούς, χωρίς να συναισθάνονται το βάρος των λεγομένων τους και χωρίς, δυστυχώς, την απαραίτητη εκκλησιαστική συνείδηση και εννοώ το βάθος της ιστορικής πορείας αλλά και το τι ορίζουμε ως Εκκλησία, να καλούν σε «αποτείχιση», πιστούς, ιερείς, μέχρι και επισκόπους(!!!), από το Σώμα της Εκκλησίας, για να διαφυλάξουν μια δήθεν «καθαρότητα» της ορθόδοξης πίστης.
Προκαταβολικά να πούμε ότι όλο αυτό δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από πλάνη και σοβαρή παρέκκλιση από την ίδια την Εκκλησία. Και εξηγούμαι. Σύμφωνα με τη δογματική της θεολογίας μας, Εκκλησία είναι η σύναξη του διασκορπισμένου κόσμου επί τω αυτώ στη Βασιλεία του Θεού, με κεφαλή τον Ιησού Χριστό. Αυτόν τον Βασιλέα Χριστό εικονίζει στην Εκκλησία ο προεστώς της Ευχαριστίας Επίσκοπος. Ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ήδη από τα τέλη του Α΄ αιώνα μ.Χ., βλέπει τον Επίσκοπο στη Θεία Ευχαριστία, ως καθήμενον εις τόπον και τύπον Χριστού, περιστοιχούμενον από τους πρεσβυτέρους, οι οποίοι λειτουργούν εις τύπον των Αποστόλων. Η Θεία Ευχαριστία είναι εικόνα της Βασιλείας του Θεού. Ο θεσμός επομένως του Επισκόπου, από δογματικής απόψεως, είναι πρόσωπο συστατικό του κατ’ εξοχήν Μυστηρίου της Εκκλησίας, που είναι η Θεία Ευχαριστία. Καμία επομένως Θεία Λειτουργία δεν είναι έγκυρη, αν δεν γίνεται στο όνομα του Επισκόπου.
Ορισμένοι σήμερα, είτε ιερείς, είτε πιστοί, είτε άλλοι, στο όνομα κάποιας «πνευματικότερης», ή «χαρισματικότερης», ή πιο «ζηλωτικής» Εκκλησίας, που την εννοούν περισσότερο ως ιδεολογία, σταματούν το μνημόσυνο στον Επίσκοπο, καλώντας σε «αποτείχιση», όπως την ονομάζουν. Το προβάλλουν, μάλιστα, ως «υγιή και ορθόδοξη αντίδραση». Το άκρον άωτο δηλαδή της πλάνης. Τονίζουμε και ξεκαθαρίζουμε ότι ουδέποτε στο παρελθόν, κατά τη μακραίωνη ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν δυνατόν να τελείται η Θεία Λειτουργία και τα μυστήρια, χωρίς την πνευματική πατρότητα, έγκριση και άδεια του Επισκόπου.
Ο Επίσκοπος μνημονεύει τον Αρχιεπίσκοπο προκαθήμενο της τοπικής αυτοκέφαλης Εκκλησίας που ανήκει, ενώ ο Αρχιεπίσκοπος ή Πατριάρχης ως προκαθήμενος της αυτοκέφαλης Εκκλησίας, ολοκληρώνει την ευχαριστιακή αναφορά με την ανάγνωση των Διπτύχων, των ονομάτων δηλαδή, όλων των Προκαθημένων των Αυτοκεφάλων ορθοδόξων Εκκλησιών. Με αυτό δηλώνεται η αναγνώριση και η κοινωνία μεταξύ των τοπικών ορθοδόξων Εκκλησιών, δηλαδή η Ενότητα της ανά την οικουμένη Μίας, Αγίας και Αποστολικής Εκκλησίας.
Οτιδήποτε άλλο που αρνείται την σχέση με τον Επίσκοπο και τις αποφάσεις της σύναξης των Επισκόπων, που είναι η Ιερά Σύνοδος, αποκόπτοντας την κοινωνία μετ’ αυτών, αυτομάτως θέτει εαυτόν εκτός Εκκλησίας, δηλαδή εκτός της μετοχής του στη Θεία Ευχαριστία. Θεματοφύλακας και αυθεντικός ερμηνευτής του Ευαγγελίου και της πατερικής μας παράδοσης της Εκκλησίας είναι η Σύνοδος των Επισκόπων, μια αδιάλειπτη παράδοση που αρχίζει από την Α΄ Αποστολική Σύνοδο το 49 μ.Χ. και φθάνει μέχρι τις μέρες μας. Καλός ο ζήλος στην Εκκλησία αλλά πάντοτε και κατά τον Απόστολο των εθνών Παύλο «μετ’ επιγνώσεως». Ο «ου κατ’ επίγνωσιν» ζήλος οδηγεί στην αυτοδικαίωση, την εγωιστική αυτάρκεια και στο τέλος στην ίδια την αποκοπή από το Σώμα της Εκκλησίας.