Η συζήτηση γύρω από την ευθανασία δεν είναι διπολική. Είναι τετραμερής μεταξύ του, «ναι», «όχι» και «ναι, αλλά…», «όχι, αλλά….». Στην Κύπρο, όπου το θέμα επανέρχεται δειλά-δειλά στο δημόσιο διάλογο, παρουσιάζεται συχνά ως σημείο «προόδου». Πίσω από αυτή τη ρητορική, επαναλαμβάνονται λέξεις όπως «αξιοπρέπεια», «επιλογή», «αυτονομία», έννοιες που φέρουν έντονο συναισθηματικό βάρος, αλλά σπάνια συνοδεύονται από πλήρη αξιολόγηση του νομικού, ηθικού και κοινωνικού τους βάρους.

Η κυπριακή κοινωνία, όπως και η ελληνική, δεν είναι ουδέτερη νομοθετική επικράτεια. Είναι θρησκευτικά και πολιτισμικά θεμελιωμένη σε αξίες που καθιστούν τη ζωή ιερή, την οικογενειακή φροντίδα αυτονόητη και την κοινωνική ευθύνη προς τον αδύναμο ακρογωνιαίο λίθο. Η αγνόηση αυτών των αξιών, στο όνομα μιας αμφισβητούμενης «προόδου», θα συνιστούσε αποξένωση του νόμου από τον ίδιο τον λαό που καλείται να τον εφαρμόσει. Όπως σημειώνει ο H.L.A. Hart, «το δίκαιο είναι αντανάκλαση της κοινωνικής ηθικής». Κι όπως έγραψε ο Lawrence Friedman, «τα νομικά συστήματα δεν αιωρούνται σε πολιτισμικό κενό· παίρνουν το σχήμα των κοινωνιών τους, όπως το γάντι προσαρμόζεται στο χέρι».

Και σ’ αυτό ακριβώς το πολιτισμικό βάθρο βασίζεται το πρώτο και πιο ισχυρό αντεπιχείρημα στη νομιμοποίησή της ευθανασίας στην Κύπρο. Η ζωή είναι δώρο Θεού κι όχι ατομικό περιουσιακό στοιχείο. Ο άνθρωπος δεν είναι κύριος του θανάτου του. Η ευθανασία, ακόμη και εκούσια, ερμηνεύεται ως αυτοκτονία. Από θεολογική σκοπιά, αποτελεί ύβρη και σφετερισμό της θείας αρμοδιότητας. Η αποδοχή της από το κράτος συνεπάγεται αποδόμηση της πνευματικής ταυτότητας της κοινωνίας μας.

Δεύτερον, η νομιμοποίηση χωρίς αυστηρά πλαίσια οδηγεί σε αναπόφευκτη κατάχρηση. Εκεί όπου η ευθανασία θεσμοθετήθηκε ως εξαίρεση, πολύ σύντομα έγινε κανόνας. Στην Ολλανδία, η ευθανασία που αρχικά περιοριζόταν σε ανίατες σωματικές ασθένειες, σήμερα εφαρμόζεται ακόμη και σε περιπτώσεις «ψυχικής κόπωσης από τη ζωή», χωρίς ιατρική διάγνωση. Το 2023 εγκρίθηκε ευθανασία σε άτομο χωρίς οργανική πάθηση, απλώς γιατί «δεν άντεχε άλλο». Αυτό το αρχικά προστατευόμενο «δικαίωμα στον θάνατο», κανονικοποίηθηκε σε εγκατάλειψη της ζωής.

Τρίτον, η εθελοντικότητα δεν είναι εγγυημένη. Η συγκατάθεση ενός ασθενούς στο τελικό στάδιο ζωής είναι πάντοτε ευάλωτη επηρεαζόμενη από ψυχική εξάντληση, μοναξιά, πίεση. Ακόμη και η πιο καλά οργανωμένη δήλωση βούλησης ενδέχεται να αντικατοπτρίζει απόγνωση, όχι ελευθερία. Η Βουλή των Λόρδων στο Ηνωμένο Βασίλειο έχει διαπιστώσει ότι είναι πρακτικά αδύνατο να διασφαλιστεί ότι όλες οι περιπτώσεις ευθανασίας είναι πράγματι εθελοντικές.

Τέταρτον, η ιατρική δεοντολογία αντιστρατεύεται την ευθανασία. Ο όρκος του Ιπποκράτη και η αρχή της μη βλάβης (primum non nocere), δεν είναι διαπραγματεύσιμα. Ο ρόλος του ιατρού δεν είναι να θέτει τέλος στη ζωή, αλλά να προσφέρει φροντίδα στον ασθενή, ανακούφιση στον πάσχοντα και να διαφυλάττει τη ζωή. Η μετατροπή των γιατρών σε «διαχειριστές θανάτου» καταλύει τον δεσμό εμπιστοσύνης μεταξύ ιατρού και ασθενούς.

Πέμπτον, η ζωή δεν είναι δικαίωμα προς εκχώρηση. Το δικαίωμα στη ζωή δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο παραίτησης, διότι τότε παύει να είναι «δικαίωμα» και γίνεται εμπόρευμα. Όπως υποστηρίζει ο Feinberg, «ακόμη και η συναίνεση δεν νομιμοποιεί την κατάργηση του αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος στη ζωή». Η ιδέα ότι η ανθρώπινη ύπαρξη υπόκειται σε αξιολόγηση «ποιότητας» μας οδηγεί σε ωφελιμιστική ηθική.

Έκτον, η έλλειψη δομών καθιστά την «επιλογή», ψευδαίσθηση. Προτού ρωτήσουμε αν κάποιος δικαιούται να πεθάνει με αξιοπρέπεια, οφείλουμε να εξασφαλίσουμε ότι μπορεί να ζήσει με αξιοπρέπεια. Στην Κύπρο του 2025, απουσιάζουν οι υποδομές παρηγορητικής φροντίδας, η συντονισμένη ψυχολογική και πνευματική υποστήριξη, η εξειδίκευση επαγγελματιών. Χωρίς αυτές τις συνθήκες, η ευθανασία δεν είναι ελευθερία αλλά, κρατικά επισφραγισμένη απελπισία.

Η Κύπρος δεν είναι Βέλγιο. Ούτε Ολλανδία. Και δεν οφείλει να μετατραπεί σε αποστειρωμένο εργαστήριο φιλελεύθερων πειραμάτων. Είμαστε μια κοινωνία που τιμά την οικογένεια, τον ηλικιωμένο, την παράδοση. To αίτημα δεν πρέπει να είναι «δικαίωμα στον θάνατο», αλλά δικαίωμα σε ζωή με αξιοπρέπεια μέχρι θανάτου. Κι εδώ έγκειται η υποχρέωση του κράτους να τη διασφαλίσει. Μέχρι τότε, η Κύπρος έχει λόγους να σταθεί επιφυλακτική. Αν, παρά τις αντιρρήσεις, προχωρήσει σε θεσμοθέτηση, η μόνη ανεκτή λύση είναι ένα εξαιρετικά περιοριστικό πλαίσιο – όπως το μοντέλο του Όρεγκον με αυστηρά κριτήρια, διπλό ιατρικό έλεγχο και δημόσια εποπτεία. Όχι ως επιλογή, αλλά ως έσχατη άμυνα απέναντι στην κατάχρηση.

* Νομικός