«Η γυναίκα μου θα κάμει δάκτυλα, για το φεστιβάλ, να τα δείξετε, δικά μας γλυκά από Χαμεντιγιέ», λέει ο Άκραμ. «Έχουμε κι εμείς δάκτυλα», του λέμε. «Ξέρω το», απαντά στα κυπριακά. Ο Άκραμ είναι Συριοκρητικός, από το Χαμεντιγιε της Συρίας και μένει με την οικογένειά του σε ένα μικρό σπίτι στα στενά του Καϊμακλίου, πίσω από την εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας. Ο Άκραμ μιλά κρητικά, αραβικά και κυπριακά και είναι ένα από τα πολλά μέλη της κοινότητας των Συριοκρητικών που βρίσκονται τα τελευταία δέκα χρόνια στην Κύπρο. Μια ιδιαίτερη κοινότητα, με δύο γλώσσες και με παρελθόν και παρόν από τρεις χώρες.
Η έρευνά μας στην κοινότητα των Συριοκρητικών του Καϊμακλίου ξεκίνησε στα πλαίσια ενός μαθήματος του Πανεπιστημίου Κύπρου. Με μια ομάδα φοιτητριών του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής -την Άντρια, την Ηλιάνα, τη Μαρία, τη Μαρίνα, τη Νικολίνα, τη Χριστίνα, τη Μάρω, την Ιφιγένεια, την Αρετή, τη Δημητριάνα, την Έλενα, την Ευφροσύνη, τη Σταύρη, τη Δήμητρα, την Κωνσταντίνα, τη Νεφέλη, τη Χριστιάνα και τη Χρύσω – μελετήσαμε την ιστορική και γεωγραφική πορεία της κοινότητας, από την Κρήτη, στη Συρία και τώρα στην Κύπρο. Μελετήσαμε τις ιστορίες τους, τις συνταγές και τις μουσικές τους, τα μοιρολόγια και τις ευχές τους και τα παρουσιάσαμε στο φεστιβάλ «Πάμε Καϊμακλί» (https://pame-kaimakli.org) στις 25/10/2025.
Έχοντας ως θεωρητική βάση τον γραμματισμό για την κοινωνία (social literacy) και τον κριτικό γραμματισμό οι φοιτήτριες, με τη βοήθεια μαθητριών με συριοκρητική καταγωγή από το Λύκειο Παλλουριώτισσας, έκαναν συνεντεύξεις με μέλη της κοινότητας και μάζεψαν υλικό από τραγούδια, ρεπορτάζ και φωτογραφίες. Ένα σημαντικό παιδαγωγικό εργαλείο, εκτός από τις διαλέξεις και τη μελέτη ακαδημαϊκών πηγών, είναι να βγαίνει το πανεπιστήμιο στην κοινωνία και να μπορεί να γεφυρώνει τη θεωρία με την πράξη. Έτσι, οι φοιτήτριες ανασύνθεσαν το υλικό που μάζεψαν και το μετασχημάτισαν σε ένα συμμετοχικό, παρεμβατικό δρώμενο από το οποίο προέκυψε η δράση «Να γλυκοσαλίζεστε: Οι Συριοκρητικοί του Καϊμακλίου».
Δίπλα από τον Άκραμ κάθεται ο κύριος Αλί, με μάτια χαμογελαστά και μας μιλά με νοσταλγία για το Χαμεντιγιέ, τη θάλασσα και τα δέντρα τους. «Ήμασταν το κρητικό χωριό στη Σουρία, μόνο κρητικά μιλάγαμε στο χωριό ούτε αραβικά ούτε τίποτε». Και η κυρία Ζήνα, με βλέμμα διαπεραστικό και οικείο μας λέει για τα φαγητά, «κάναμε μπαμιέζες με το κριάς το αρνί, κάναμε φασούλες, φασούλες δροσερές, φασούλες ξερές, ντολμάδες με το κριάς (…) από όλα ψήνομε (…) ούλα τα φαγιά τσ’ Κρήτης είχαμε».
Πώς γίνεται μια γλώσσα να ταξιδεύει στον χρόνο και στον τόπο; Οι Συριοκρητικοί του Χαμεντιγιέ ήταν ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι της Κρήτης. Μεταξύ του 1866 και 1897, μετά την εξέγερση των Κρητικών εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο τελευταίος σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας Αμπτούλ Χαμίντ τους πρόσφερε ένα νέο σπίτι στις ακτές της Συρίας στο χωρίο Χαμεντιγιέ. Έτσι οι Κρήτες μουσουλμάνοι που μίλαγαν μόνο ελληνικά και είχαν κρητική συνείδηση, αναγκάστηκαν να φύγουν από τον τόπο τους.
«Έφυγαν από την Κρήτη άμα δε θέλανε», λέει η Ζοχρά. «Η πεθερά μου θυμόταν τη μάνα της, πάντα έκλαιγε, ήθελε να αποθάνει στην Κρήτη, έλεγε να θελα να μου βρουν ένα κομμάτι χώμα απ την Κρήτη να μου το βάλουνε όταν αποθάνω». Όλο τον 19ο αιώνα κράτησαν τη γλώσσα την Κρητική, τα τραγούδια, τις μουσικές και τους χορούς ζωντανούς, κομμάτι μιας δυναμικής ταυτότητας που αναπλαισιώθηκε και συμπληρώθηκε και από άλλες πολιτισμικές και κοινωνικές διαστρωματώσεις. Πολλοί από τους Συριοκρητικούς του Χαμεντιγιέ δεν έμαθαν καθόλου αραβικά αφού το χωριό αποτελούσε θύλακα της ελληνικής γλώσσας για δεκαετίες και οι μεγαλύτεροι δεν πήγαν σχολείο για να μάθουν την αραβική.
«Και πώς βρεθήκατε στο Καϊμακλί», ρωτάνε οι φοιτήτριες. «Πόλεμος κορίτσι μου, ο πόλεμος είν’ κακό πράμα». Αφήσανε το χωριό μπήκανε σε βάρκες για να γλιτώσουν, άλλοι για να δουλέψουν. «Η φτώσσεια, ο πόλεμος καλά πράματα δε φέρνουν μα τι θα πεις». Ο εμφύλιος πόλεμος που ταλανίζει τη Συρία τα τελευταία χρόνια ανάγκασε πολλά μέλη της κοινότητας των Συριοκρητικών να εγκαταλείψουν το Χαμεντιγιέ και να βρεθούν από τη Συρία στο Καϊμακλί.
Εδώ η επιστήμη της γλωσσολογίας σκύβει το κεφάλι με κάποιο δέος. Όλες οι θεωρητικές έννοιες της γλωσσικής επιβίωσης, της γλωσσικής διατήρησης και της γλωσσικής ανθεκτικότητας παίρνουν σάρκα και οστά μπροστά μας. Πώς γίνεται η γλώσσα αυτή η ελληνική να διατηρηθεί μέσα από τους αιώνες; Πώς γίνεται αυτή η κοινότητα που ξεριζώθηκε και μετακινήθηκε από την Κρήτη εδώ και πάνω από ένα αιώνα να κρατάει ζωντανή τη μνήμη, ανάμεικτη με το τραύμα του αποχωρισμού και να ξαναδημιουργεί, να συνοικοδομεί νέα μέρη, νέους χώρους, νέες πρακτικές; Να τη συναντούμε τώρα, το 2025, στην Κύπρο; Να διασταυρώνονται στο Καϊμακλί, η κρητική διάλεκτος με την κυπριακή, να συνομιλούν και να σμίγουν δύο μεγάλες και ιστορικές διάλεκτοι της ελληνικής γλώσσας; Μέσα από ανθρώπους, ομάδες, κοινότητες που κουβαλούν το παρελθόν αλλά ταυτόχρονα φτιάχνουν το μέλλον. «Ξέρεις τι σημαίνει να γλυκοσαλίζεστε;», ρωτά ο κύριος Αλί. «Όχι» απαντούμε. «Το λέμε στους γάμους, είν’ ευχή, να ‘χουν γλυκό σάλιο ο γαμπρός και η νύφη». Η φράση ταξίδεψε μέσα από τους αιώνες και μέσα από τους τόπους κι αναδύθηκε ξανά σε νέο χρονοτόπο.
«Θα μπορούσε κάποιος να μας γράψει στα ελληνικά τη συριοκρητική συνταγή για τα δάκτυλα, να την δείξουμε στο φεστιβάλ;» ρωτώ. Αμηχανία. Η Νουρ καταλαβαίνει μόνο λίγα σπαστά Κρητικά, ενώ ο Άκραμ δεν έχει καμία γραπτότητα στην ελληνική. Η γλώσσα τους η ελληνική παρέμεινε προφορική μέσα από τους αιώνες. Για μερικά λεπτά δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Και τότε ακούγεται μια φωνή, σιγανή αλλά σταθερή: «Εγώ θα σας την γράψω», λέει η Μάγια η 9χρονη κόρη τους που φοιτά σε δημόσιο σχολείο. Ναι, η Μάγια θα μας γράψει τη συνταγή στη νέα ελληνική. Γιατί η Μάγια είναι μια γέφυρα. Η Μάγια είναι η γέφυρα της κρητικής, της αραβικής και της κυπριακής, η γέφυρα του παρελθόντος με το μέλλον. «Θα μας την φέρεις;» , ρωτάμε. «Ναι», απαντά χαμογελαστή, «μαζί με τα συριοκρητικά δάκτυλα».