Δανειζόμαστε τον τίτλο δημοσιεύματος της εφημερίδας Ο ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ, γιατί είναι δηλωτικό του μέλλοντος της πατρίδας μας.

Αν λοιπόν η Αθήνα και Λευκωσία, ύστερα από 51 χρόνια εισβολής και κατοχής, «πέτυχαν» την επανέναρξη των συζητήσεων, σιγά το πράμα. Προσέξτε, όχι των διαπραγματεύσεων, αλλά των συζητήσεων, πλα-πλα κουλλαπλά, δηλαδή. Συζητήσεις σαν αυτές που γίνονται για δεκαετίες τώρα και που βόλεψαν τόσο πολύ τους Τούρκους, αφού όσο περνούσε ο καιρός όλο και κάτι έπαιρναν μέχρι που δεν έμεινε τίποτε άλλο να δώσουμε. Εδραιώνοντας έτσι την εισβολή-κατοχή και εκτουρκίζοντας το κατεχόμενο μέρος της πατρίδας μας σε βαθμό που να μυρίζει σήμερα Τουρκιά.

Αν λοιπόν το μήνυμα από πλευράς Αθηνών είναι ότι πετύχαμε επανέναρξη των συζητήσεων, όχι διαπραγματεύσεων αλλά συζητήσεων, και άρα βαίνουμε καλώς, τότε οι ελπίδες για επιβίωσή μας δεν είναι πολλές. Και όταν μιλούμε για «πατριωτισμό της ευθύνης, του ρεαλισμού και του αποτελέσματος», όπως μίλησε ο Έλληνας πρωθυπουργός στο μνημόσυνο του μακαριστού Γλαύκου Κληρίδη, διερωτόμαστε τι πραγματικά εννοούσε ο κ. Μητσοτάκης με την αράδα αυτών των λέξεων;

Θα περίμενε κανείς ότι οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις των Αθηνών, ύστερα από 51 χρόνια εισβολής και κατοχής που την προκάλεσε η χούντα των Αθηνών, θα αναλάμβαναν έμπρακτα τις ευθύνες τους έναντι του κυπριακού λαού. Όχι μόνο για λόγους εθνικούς γιατί είμαστε μέρος του ίδιου λαού, όχι μόνο γιατί η εισβολή και κατοχή προκλήθηκε από το πραξικόπημα που προήλθε από πλευράς Αθηνών, αλλά και γιατί οι συμβατικές υποχρεώσεις της Ελλάδας έναντι της Κύπρου όπως προνοούνται στις Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου επιβάλλουν στην Ελλάδα την εγγύηση της ανεξαρτησίας της Κύπρου. Που όλα αυτά τα χρόνια απέφευγε να το πράξει. Από την ύπαρξη του Κυπριακού από τις αρχές του περασμένου αιώνα όλες οι Ελληνικές Κυβερνήσεις, και όχι βέβαια ο ελληνικός λαός που πλήρωσε και αυτός τίμημα για την τραγωδία της Κύπρου με νεκρούς και αγνοούμενους, δεν πήραν τον αγώνα της Κύπρου στα σοβαρά. Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, μηδεμιάς εξαιρουμένης, όλο αυτό το διάστημα δεν περιέλαβαν ποτέ το Κυπριακό ψηλά στην πολιτική τους ατζέντα ως ύψιστο εθνικό θέμα που άξιζε να αγωνιστεί ένας για να επιτύχει το καλύτερο.

εωρούσαν πάντοτε το Κυπριακό ως αγκάθι στις διεθνείς σχέσεις τους και ειδικά στις σχέσεις τους με τη Βρετανία. Χόρευαν στους ρυθμούς του Λονδίνου πλήρως εξαρτώμενοι από τον David Lloyd George και από όσους τον διαδέχθηκαν.

Η Ελλάδα, βέβαια, δεν είχε ποτέ απεριόριστες δυνατότητες, είτε αυτές ήταν πολιτικές, διπλωματικές ή στρατιωτικές. Αλλά και εκείνες που είχε δεν τις χρησιμοποίησε ποτέ προς εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων της Κύπρου, που σε τελική ανάλυση υπηρετούσαν και την ίδια. Και τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Κατάσταση που δυστυχώς συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Ακούαμε προχθές με μια δόση κομπασμού ότι καταφέραμε να αποκλείσουμε την Τουρκία από συμμετοχή της στον μηχανισμό ασφάλειας SAFE της Ευρώπης. Για να μας πουν ύστερα από δυο-τρεις μέρες ότι ασφαλώς και η Τουρκία θα συμμετέχει μέσω των πολεμικών εταιρειών της που βρίσκονται σε συνεργασία με αντίστοιχες εταιρείες της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Γερμανίας. Και ότι αυτό δεν μπορεί να αποφευχθεί γιατί έτσι προνοεί το Κοινοτικό Κεκτημένο.

Και είναι φυσικά πολύ δυνατόν να έχουμε στο εγγύς μέλλον Τούρκους στρατιωτικούς, όχι μόνο στο κατεχόμενο μέρος της Κύπρου αλλά και στο μέρος εκείνο του τόπου μας που παραμένει ακόμα ελεύθερο, για να εποπτεύουν τους κανόνες ασφάλειας της πατρίδας μας! Από ποιους; Από την Τουρκία!

Πού είναι λοιπόν η ελληνική διπλωματία για να σταθεί στο πόδι της και μαζί με την Κυπριακή Δημοκρατία ως μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων Οργανισμών να αντισταθούν ανυποχώρητα σ’ αυτό το ενδεχόμενο και να το αποτρέψουν; Πώς μπορεί ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας μιας χώρας ίσης περίπου πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος με την Ελλάδα να ανθίσταται ανυποχώρητος, πότε μόνος του και πότε με λιγοστούς συμμάχους του σε κρίσιμες πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης που κρίνουν ότι βλάπτουν τη χώρα τους, όπως την επιβολή κυρώσεων σε βάρος της Ρωσίας; Πώς κάποιες πολιτικές ηγεσίες χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης βρίσκουν τη δύναμη και το σθένος να ανθίστανται ανυποχώρητα σε πολιτικές της, τις οποίες θεωρούν καταστροφικές για τον τόπο τους ενώ η Ελλάδα και η Κύπρος χορεύουν σαν καλά παιδιά στο βιολί της Άγκυρας; Πού είναι η στήριξη των εταίρων μας;

Να, πώς, και γιατί αφήσαμε να οδηγηθεί η Κύπρος στο παρά πέντε. Αν γνοιάζεται, δηλαδή, κανένας ακόμα στην Αθήνα.