Ας δούμε την αλήθεια κατάματα. Η κρίση της στέγης έρχεται να προστεθεί στις δυσκολίες ένταξης των νέων μας στην εργασία ή στην έναρξη επιχειρηματικής δράσης, υψώνοντας ένα διπλό τείχος οικονομικής ανασφάλειας και κοινωνικής ασφυξίας. Πολλοί, στα 20 και στα 30 τους, μένουν με τους γονείς τους γιατί δεν έχουν τη δυνατότητα να νοικιάσουν ή να αγοράσουν ένα σπίτι χωρίς να δεσμεύουν ένα παράλογα μεγάλο μέρος του εισοδήματός τους – τη δυνατότητα να οργανώσουν τη ζωή τους με προοπτική, να δημιουργήσουν τη δική τους οικογένεια. Το στεγαστικό έχει εξελιχθεί σε τροχοπέδη για μια ολόκληρη γενιά – και αυτό δεν διορθώνεται με μικροεπεμβάσεις.
Αν θέλουμε να μιλήσουμε σοβαρά, πρέπει να αξιοποιήσουμε κάθε διαθέσιμο εργαλείο. Κι ένα από τα ισχυρότερα που ήδη διαθέτουμε, αλλά παραμένει ουσιαστικά ανεκμετάλλευτο, είναι το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Το ΤΚΑ είναι μια κορυφαία κατάκτηση των εργαζομένων. Όμως, η δομή και η φιλοσοφία του παραμένει κολλημένη στο χθες. Σήμερα, το πλεόνασμα του Ταμείου «χάνεται» μέσα στα δημοσιονομικά αποτελέσματα της Γενικής Κυβέρνησης: συγχωνεύεται με τα οικονομικά του κράτους και τελικά χρησιμοποιείται για κάλυψη άμεσων αναγκών μέσω του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας. Με απλά λόγια: τα αποθεματικά των εργαζομένων δεν αξιοποιούνται στρατηγικά για το μέλλον τους.
Εδώ είναι που χρειάζεται μια νέα, τολμηρή και ρεαλιστική πολιτική. Η πρότασή μου είναι σαφής: Το ΤΚΑ πρέπει να ανεξαρτητοποιηθεί και να μετατραπεί σε ένα ανεξάρτητο κρατικό επενδυτικό ταμείο (sovereign fund), το οποίο θα διαχειρίζεται το αποθεματικό του ταμείου αποκλειστικά προς όφελος των σημερινών και αυριανών εργαζομένων.
Με νομοθετική ρύθμιση, το ετήσιο πλεόνασμα (τονίζω, το πλεόνασμα) του ΤΚΑ να παύσει να πηγαίνει στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας και να κατατίθεται σε αυτό το ανεξάρτητο Ταμείο. Εκεί, μια επιτροπή επαγγελματιών – με σαφές πλαίσιο και διεθνείς πρακτικές, με απόλυτο έλεγχο και λογοδοσία- θα επενδύει τα αποθεματικά με στόχο υψηλότερες αποδόσεις και μεγαλύτερη ασφάλεια για τις μελλοντικές συντάξεις.
Και εδώ έρχεται η ουσία: μέρος αυτών των επενδύσεων μπορεί και πρέπει να κατευθυνθεί άμεσα στην προσιτή στέγη. Αν μόλις το 20% του πλεονάσματος του Ταμείου επενδυόταν σε ανέγερση κατοικιών με χαμηλό κόστος και προσιτά ενοίκια, η αγορά θα αποκτούσε χιλιάδες νέες μονάδες μέσα σε λίγα χρόνια. Οι τιμές θα έπεφταν και οι νέοι – αλλά και ευρύτερα οι πιο αδύναμοι- θα έβρισκαν ξανά χώρο να αναπνεύσουν.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος: το πλεόνασμα του ΤΚΑ το 2023 ήταν 1,174 δισ. ευρώ και το 2024 ήταν 1,421 δισ. ευρώ – συνολικά 2,595 δισ. σε δύο χρόνια. Αυτό σημαίνει ότι περίπου 250 εκατ. ευρώ τον χρόνο θα μπορούσαν να επενδύονται σε έργα προσιτής στέγης, δημιουργώντας τόσο κοινωνικό όφελος όσο και σταθερά, υπολογίσιμα έσοδα για το Ταμείο. Με τα ποσά αυτά 1500 οικιστικές μονάδες κάθε χρόνο θα μπορούσαν να ανεγερθούν και να ενταχθούν στην αγορά –7500 μονάδες σε βάθος 5ετίας- πιέζοντας και τα υφιστάμενα ενοίκια προς τα κάτω.
Η πραγματική πολιτική είναι η αναμέτρηση με τις πραγματικές, επείγουσες ανάγκες της κοινωνίας, με λύσεις τολμηρές, ρεαλιστικές και απολύτως εφαρμόσιμες – όπως το να λύνεις το πιο πιεστικό πρόβλημα των νέων σήμερα, ενώ χτίζεις πιο ισχυρές συντάξεις για το αύριο.
Αυτό χρειάζεται ο τόπος. Και αυτό αξίζουν οι νέες γενιές.