Η συζήτηση για τον κεντρώο χώρο στην Κύπρο δεν είναι συζήτηση περί κομμάτων, ούτε περί συσχετισμών ισχύος. Είναι συζήτηση περί σταθερότητας, περί ιστορικής συνέχειας και περί της θεσμικής ισορροπίας που κράτησε όρθια την Κυπριακή Δημοκρατία στις πιο δύσκολες στιγμές της. Ο κεντρώος χώρος υπήρξε για δεκαετίες ο χώρος της σύνθεσης, της πολιτικής μετριοπάθειας, της κοινωνικής συνοχής και της σταθερής στάσης στο εθνικό θέμα. Και αν σήμερα συζητείται η αναγκαιότητα της επιβίωσής του, αυτό δεν οφείλεται στην αδυναμία της ιδέας, αλλά στην ανάγκη μιας βαθιάς και έντιμης αυτοκριτικής για τα λάθη που επέτρεψαν να αμφισβητηθεί η αξία του.
Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι ο κεντρώος χώρος, όπως γενικά και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα, ταυτίστηκε σε περιόδους με τη «νομή της εξουσίας». Ότι υπήρξαν στιγμές όπου οι αρχές του έμοιαζαν να υποχωρούν μπροστά σε επιθυμίες συμμετοχής στη διακυβέρνηση. Ότι σε κάποιες φάσεις επικράτησε η λογική της διαχείρισης αντί της διεκδίκησης, η πρακτική των συμβιβασμών αντί της καθαρής γραμμής. Και αυτή η εικόνα, σε συνδυασμό με τη φθορά της δημόσιας ζωής, επέτρεψε σε μέρος των πολιτών να δει τον κεντρώο χώρο με δυσπιστία, ως χώρο χωρίς τεκμήριο αξιοπιστίας.
Αυτή η κριτική είναι υπαρκτή, καταγεγραμμένη και δεν ωφελεί να επιχειρεί κανείς να την αποφύγει. Ωστόσο, η αυτοκριτική δεν μπορεί να αποκοπεί από την ψύχραιμη και ιστορικά τεκμηριωμένη διαπίστωση του τι συνέβη πραγματικά σε αυτόν τον τόπο. Γιατί, όταν κανείς αξιολογήσει τις πολιτικές που επικράτησαν στην Κύπρο, είτε στο εθνικό ζήτημα, είτε στην κοινωνική πολιτική, είτε στο οικονομικό μοντέλο, διαπιστώνει ότι κατά κρίσιμη πλειονότητα ήταν πολιτικές που έφεραν τη σφραγίδα του κεντρώου χώρου. Ήταν πολιτικές που κινήθηκαν στο μέτρο, στη σύνθεση, στη σταθερότητα, στη θεσμική συνέχεια και στην κοινωνική ισορροπία. Ήταν πολιτικές που άντεξαν και υπηρέτησαν το σύνολο της κοινωνίας, μακριά από δογματισμούς και ακρότητες.
Από αυτήν τη διαπίστωση δεν εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο κεντρώος χώρος ήταν αλάνθαστος. Εξάγεται, όμως, το συμπέρασμα ότι, παρά τα λάθη, τις παραχωρήσεις και τις «αβαρίες» που έγιναν στο όνομα της εξουσίας, ο κεντρώος χώρος δεν ήταν ο χώρος των μεγαλύτερων υπερβολών, ούτε των ακραίων επιλογών, ούτε της συστηματικής πολιτικής εκτροπής. Οι πιο βαριές παρεκκλίσεις δεν έγιναν από τον κεντρώο χώρο. Κι αυτό δεν αποτελεί αυτοδικαίωση, αλλά ιστορική παρατήρηση. Ούτε υπάρχει πρόθεση να συγκριθεί η ποιότητα των λαθών, αλλά να τονιστεί ότι τα ισχυρότερα θεμέλια στα οποία περπάτησε η Κυπριακή Δημοκρατία είχαν κεντρώα χαρακτηριστικά.
Η οικονομική ανασυγκρότηση μετά την εισβολή δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την κουλτούρα της σύνθεσης, χωρίς την εμπιστοσύνη που καλλιεργούσε η μεσαία τάξη, χωρίς το μοντέλο κοινωνικής οικονομίας της αγοράς που προστάτευε τους αδύνατους και ενθάρρυνε τους δυναμικούς. Η ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου δεν θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς μια πολιτική τάση ανοιχτή στην εξωστρέφεια, αλλά, ταυτόχρονα, προσεκτική στη θεσμική συνέχεια. Η αξιοπρέπεια με την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία στάθηκε διεθνώς για δεκαετίες, δεν θα ήταν η ίδια χωρίς μια πολιτική σχολή που απέφευγε τις ακρότητες και δεν καταχράστηκε ούτε τη ρητορική ούτε το εθνικό ζήτημα για μικροκομματική σκοπιμότητα.
Αν, λοιπόν, σήμερα οι πολίτες νιώθουν αποστασιοποίηση, αυτό αποτελεί μεν αποτέλεσμα πραγματικών λαθών, αλλά δεν ακυρώνει την ιστορική χρησιμότητα του κεντρώου χώρου. Αντίθετα, την καθιστά ακόμη πιο επίκαιρη. Γιατί η αποδυνάμωση του κεντρώου χώρου δεν οδηγεί σε νέο πολιτικό πολιτισμό. Οδηγεί σε πόλωση. Και η πόλωση, σε ένα μικρό κράτος με ανοιχτό εθνικό ζήτημα, χωρίς πολυτέλεια αστάθειας, μπορεί να αποδειχθεί πραγματικός κίνδυνος.
Σε μια πολιτική σκηνή χωρίς κεντρώο άξονα, η παραδοσιακή δεξιά ωθείται προς συνεννόηση με ακραίες εκδοχές της, ενώ η αριστερά αναζητεί στήριξη σε μορφώματα χωρίς ιδεολογική ρίζα και χωρίς σαφή προσανατολισμό. Η πολιτική ζωή μετατρέπεται σε ανταγωνισμό αντιθέτων χωρίς συνθετική πρόταση. Η κοινωνία στερείται ενός σταθερού σημείου αναφοράς. Η ίδια η Κυπριακή Δημοκρατία αποδυναμώνεται.
Ο κεντρώος χώρος, λοιπόν, δεν οφείλει να επιβιώσει για λόγους κομματικούς ή ιστορικούς. Οφείλει να υπάρχει επειδή μια χώρα χρειάζεται ένα κέντρο βάρους. Ένα σημείο ισορροπίας. Ένα πολιτικό ρεύμα που δεν θα φοβάται τη σύνθεση, που δεν θα απορρίπτει την αυτοκριτική, που δεν θα διστάζει να εκφράσει την κοινωνία της μεσαίας τάξης, που δεν θα αποκόπτεται από την παράδοση αλλά και δεν θα εγκλωβίζεται σε αυτήν, που θα βλέπει το μέλλον με σταθερότητα και όχι με ευκολία.
Η αυτοκριτική του κεντρώου χώρου πρέπει να είναι πραγματική, όχι προσχηματική. Να αναγνωρίζει τις παραλείψεις, χωρίς να ακυρώνει την ιστορική του συμβολή. Να βλέπει τις αδυναμίες, χωρίς να χάνει την ταυτότητά του. Να αντιλαμβάνεται ότι το μέλλον δεν γράφεται με την άρνηση των λαθών, αλλά με τη σοβαρή ανάληψη ευθύνης. Και, κυρίως, να κατανοεί ότι η κοινωνία απαιτεί πλέον όχι μόνο προτάσεις, αλλά και συνέπεια.
Γιατί ο τόπος, περισσότερο από ποτέ, χρειάζεται έναν χώρο που να μπορεί να ενώσει, να σταθεροποιήσει και να διασφαλίσει τη συνέχεια. Κι αυτός ο χώρος, με όλα του τα λάθη, αλλά και με όλη του την ιστορική βαρύτητα, παραμένει ο κεντρώος χώρος.