Έχει χαρακτηριστεί η τελευταία ευκαιρία για να σωθεί ο πλανήτης. Η διάσκεψη της Γλασκώβης που ξεκινά σήμερα είναι ένα κομβικό σημείο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Μέσα σε ένα διάστημα δύο εβδομάδων, περίπου 20.000 εκπρόσωποι 195 χωρών, ηγέτες, επιστήμονες και ειδικοί του κλίματος, ακτιβιστές και περιβαλλοντικές οργανώσεις θα προσπαθήσουν να επιλύσουν σημαντικές διαφορές σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο πλανήτης θα μειώσει τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, δηλαδή να επιτευχθεί ο στόχος της Συμφωνίας του Παρισιού του 2015, για περιορισμό της παγκόσμιας μέσης αύξησης της θερμοκρασίας στους 1,5°C έως το 2050.
Οι συνομιλίες πρέπει να πετύχουν, προκειμένου να ανακτήσουμε τον έλεγχο του κλίματος, όπως ανάφερε στη συνέντευξή της στον «Φιλελεύθερο», η Εμμανουέλα Δούση, Καθηγήτρια στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, κάτοχος της έδρας UNESCO για την Κλιματική Διπλωματία, αφού η κατάσταση που επικρατεί τώρα είναι άκρως ανησυχητική. Απέχουμε σημαντικά από την επίτευξη των στόχων για το κλίμα που είχαν οριστεί το 2015. Χρειάζεται, όπως εξήγησε, άμεση λήψη μέτρων και το κυριότερο, μια διεθνής συνεργασία, ώστε οι στόχοι που θα τεθούν να υλοποιηθούν. Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο και η διαχείρισή του προϋποθέτει τη συνεργασία κρατών με πολύ διαφορετικά συμφέροντα, προτεραιότητες, επίπεδα ανάπτυξης, όπως και επίπεδα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου.
Αν δεν τα καταφέρουμε οι συνέπειες θα είναι τεράστιες και θα επηρεάσουν όλους. Επιδείνωση συγκρούσεων, εμφύλιων και διεθνών. Αύξηση της μετανάστευσης, καθώς οι άνθρωποι θα προσπαθούν να διαφύγουν από την αστάθεια που θα τροφοδοτεί η κλιματική αλλαγή. Αύξηση των στρατιωτικών εντάσεων και της αβεβαιότητας, ενώ θα υπάρξουν και χρηματοπιστωτικοί κίνδυνοι. Καθώς η Μεσόγειος θεωρείται hot spot της κλιματικής αλλαγής, η Κύπρος και η Ελλάδα είναι από τις χώρες που θα επηρεαστούν εντονότερα. Οι δύο χώρες, επεσήμανε η Ελληνίδα ειδικός, παρόλο που δεν ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την κλιματική κρίση, είναι αποδέκτες του προβλήματος και αυτό είναι ένα θέμα που πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη. Την ίδια στιγμή, διαθέτουν πολλές εναλλακτικές πηγές ενέργειας, καθαρές και εγχώριες που μπορούν να αξιοποιηθούν και έτσι οι κυβερνήσεις τους έχουν στα χέρια τους ένα εργαλείο που μπορεί να αξιοποιηθεί στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής.
-Τα βλέμματα όλων στρέφονται στη διάσκεψη της Γλασκώβης για το κλίμα. Γιατί αυτή η διάσκεψη θεωρείται τόσο σημαντική;
-Είναι η ύστατη ευκαιρία της διεθνούς κοινότητας να μειώσει το χάσμα ανάμεσα σε όσα συμφώνησε έξι χρόνια νωρίτερα στο Παρίσι και την πρακτική εφαρμογή τους. Το 2021 ήταν μια χρονιά γεμάτη ενδείξεις της κλιματικής κρίσης. Τα ρεκόρ υψηλών θερμοκρασιών στις ΗΠΑ και τον Καναδά, οι φονικές πλημμύρες στη Γερμανία και το Βέλγιο, οι καύσωνες και οι πυρκαγιές στη Μεσόγειο ξεπέρασαν τις πλέον δυσοίωνες προβλέψεις και απέδειξαν ότι η κλιματική απορρύθμιση πλήττει και χώρες με αναπτυγμένες υποδομές. Αυτά τα ακραία φαινόμενα θα πρέπει να αφυπνίσουν περισσότερο τις κυβερνήσεις και την κοινωνία και να επισπεύσουν τις δράσεις σε δύο μέτωπα. Το πρώτο, αφορά την άμεση και δραστική μείωση των παγκόσμιων εκπομπών με στόχο τον μηδενισμό τους έως το 2050. Το δεύτερο μέτωπο αφορά τις δράσεις προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή, δηλαδή μια σειρά από προληπτικά μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής απορρύθμισης. Η τελευταία έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για το Κλίμα που δημοσιεύθηκε τον Αύγουστο επισημαίνει ότι η συγκράτηση της υπερθέρμανσης στον 1,5 βαθμό Κελσίου που είναι ο στόχος της Συμφωνίας των Παρισίων είναι ακόμα εφικτή από πλευράς φυσικής επιστήμης, αλλά μόνο με γρήγορες περικοπές των εκπομπών αυτή τη δεκαετία.
-Η διάσκεψη του Παρισιού χαρακτηρίστηκε ως ένα σημαντικό βήμα, στην ουσία, όμως δεν αποδείχτηκε καθοριστικό. Θα είναι διαφορετικά τα πράγματα αυτή τη φορά; Και αν ναι γιατί;
-Θα μου επιτρέψετε να εμβαθύνω έτι περαιτέρω τη μεγάλη εικόνα της κλιματικής κρίσης. Το πρόβλημα είναι παγκόσμιο και η διαχείρισή του προϋποθέτει τη συνεργασία κρατών με πολύ διαφορετικά συμφέροντα, προτεραιότητες, επίπεδα ανάπτυξης όπως και επίπεδα εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις στη διεθνή συνεργασία παρόλο που η πρώτη διεθνής συμφωνία για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής (η Σύμβαση-πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή του 1992) συγκέντρωσε πολύ μεγάλη αποδοχή, καθώς την υπέγραψαν σχεδόν όλα τα κράτη του κόσμου. Το κείμενο αυτό αναγνώρισε τη σημασία του προβλήματος, την ανθρωπογενή προέλευσή του και την ανάγκη να ληφθούν μέτρα, αφήνοντας όμως τις λεπτομέρειες εφαρμογής να ρυθμιστούν αργότερα μέσα από διαπραγματεύσεις στο πλαίσιο ενός μηχανισμού που το ίδιο κείμενο δημιούργησε. Έτσι, χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Το 2015 έγινε ένα πολύ σημαντικό βήμα. Βρέθηκε μια κοινή συνισταμένη που αποτυπώθηκε στη Συμφωνία των Παρισίων για την Κλιματική Αλλαγή. Η συμφωνία αυτή τροποποιεί την αρχική ιδέα της θέσπισης στόχων σε διεθνές επίπεδο και καλεί τα ίδια τα κράτη να διαμορφώσουν εθνικά σχέδια μείωσης των επιβλαβών εκπομπών και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και να τα αναθεωρούν σε τακτικά διαστήματα υπό διεθνή εποπτεία. Αυτός είναι με δυο λόγια ο θεσμικός πυρήνας της Συμφωνίας, η οποία βάζει όλα τα κράτη σε ένα κοινό μονοπάτι για τη σταδιακή αποδέσμευση των εθνικών οικονομιών από τα ορυκτά καύσιμα.
-Τι είδους αποφάσεις θα παρθούν στη Γλασκώβη; Θα τεθούν νέοι στόχοι προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κλιματική αλλαγή και ποιοι αναμένεται ότι αυτοί θα είναι;
-Μέχρι σήμερα τα εθνικά σχέδια δράσης για την κλιματική αλλαγή που έχουν καταθέσει τα κράτη στα Ηνωμένα Έθνη δεν επαρκούν για να επιτευχθεί ο στόχος της συγκράτησης της υπερθέρμανσης του πλανήτη στον 1,5 βαθμό. Το ζητούμενο λοιπόν είναι τα κράτη να έρθουν στη Γλασκώβη με νέα, αναθεωρημένα, σχέδια και να αυξήσουν τη φιλοδοξία ώστε να πλησιάσουμε το στόχο. Γι’ αυτό η φετινή χρονιά είναι πολύ κρίσιμη για τη διεθνή συνεργασία για το κλίμα. Θα συζητηθούν επίσης και άλλες λεπτομέρειες για την εφαρμογή της Συμφωνίας, όπως για παράδειγμα η λειτουργία των αγορών άνθρακα. Τα καλά νέα είναι ότι, μετά από ένα δυσάρεστο διάλειμμα, οι ΗΠΑ επανέρχονται δυναμικά στις διαπραγματεύσεις. Επιπλέον, τα σχέδια ανάκαμψης των εθνικών οικονομιών από την πανδημία δίνουν τη δυνατότητα για στροφή στη βιωσιμότητα. Ήδη αρκετές χώρες έχουν ανακοινώσει μέχρι στιγμής φιλόδοξες δεσμεύσεις. Στις χώρες αυτές περιλαμβάνονται οι σημαντικότεροι ρυπαντές, δηλαδή οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ευρωπαϊκή Ένωση, που ευθύνονται για πάνω από το ήμισυ των παγκόσμιων εκπομπών. Όλες αυτές οι δεσμεύσεις στέλνουν ένα μήνυμα προς τους επενδυτές, τους παραγωγούς και τους καταναλωτές ότι η πορεία προς την καθαρή ενέργεια έχει ξεκινήσει. Αν τα κράτη υλοποιήσουν όλα όσα υπόσχονται, υπάρχει ελπίδα ότι θα επιτευχθεί ο μακροπρόθεσμος στόχος της Συμφωνίας των Παρισίων και θα αποτραπούν τα χειρότερα.
-Οι υποσχέσεις και τα μέτρα για αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ακούγονται καλές. Πώς θα διασφαλίσουμε όμως ,ότι θα προχωρήσουμε από τα λόγια στις πράξεις; Και το κυριότερο, θα καταφέρουν να πειστούν όλες οι χώρες να υλοποιήσουν τις δεσμεύσεις τους;
-Η πορεία προς την καθαρή ενέργεια έχει ήδη ξεκινήσει. Πρέπει όμως να τρέξουμε, να προχωρήσουμε με ταχείς ρυθμούς τη μετάβαση προς την κλιματική ουδετερότητα. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα διότι η μετάβαση απαιτεί ριζικές αλλαγές στον τρόπο που παράγουμε, καταναλώνουμε, μετακινούμαστε, ταξιδεύουμε, ζεσταίνουμε και ψύχουμε τα σπίτια μας. Η μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα πρέπει να γίνει με δίκαιο τρόπο, ιδίως για εκείνους που επηρεάζονται περισσότερο δηλαδή τους εργαζομένους και τις τοπικές κοινωνίες που είχαν για χρόνια εγκλωβιστεί σε ρυπογόνες οικονομικές δραστηριότητες και τώρα καλούνται να στραφούν σε βιώσιμες εναλλακτικές. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πρωτοπόρος σε αυτή την πορεία. Στη Γλασκώβη θα πάει με ένα πολύ φιλόδοξο σχέδιο που αποτυπώνεται στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία. Βεβαίως από την εξαγγελία ως την υλοποίηση υπάρχει ακόμα μεγάλη απόσταση και επιτυχία της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη βούληση των κρατών μελών να ακολουθήσουν αυτό το μονοπάτι και να ξαναδούν συνολικά, να αναθεωρήσουν τα αναπτυξιακά τους σχέδια και τις ενεργειακές τους υποδομές. Το ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχει κοινή ενεργειακή πολιτική αποτελεί από μόνο του ένα πρόβλημα.
-Τι σημαίνει η κλιματική αλλαγή για τις χώρες της Μεσογείου και ειδικά για την Κύπρο και την Ελλάδα;
-Η Μεσόγειος αναδεικνύεται σε hotspot δηλαδή θερμό σημείο της κλιματικής κρίσης. Είναι θέμα γεωγραφίας. Είναι μια κλειστή θάλασσα περικυκλωμένη από ηπειρωτικά εδάφη και ταυτόχρονα δέχεται αυξημένες πιέσεις από την έντονη ανθρώπινη παρουσία στα παράλια. Έτσι η κλιματική απορρύθμιση συντελείται στη Μεσόγειο πιο γρήγορα από ότι σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Μια πρόσφατη έρευνα από ερευνητές του ΜΙΤ που δημοσιεύθηκε τον Μάιο στο περιοδικό Journal of Climate εξηγεί με λεπτομέρειες τους λόγους αυτής της τοπικής υπερθέρμανσης. Επισημαίνει μεταξύ άλλων ότι η συχνότητα και σοβαρότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων αυξάνεται στη Μεσόγειο με μεγαλύτερη ένταση, το ίδιο και ο αριθμός των καταστροφών που εκδηλώνονται με πρωτοφανείς δασικές πυρκαγιές και καύσωνες έως καταστροφικές ξηρασίες και λειψυδρία που με τη σειρά τους επηρεάζουν μεγάλο εύρος διαφορετικών οικονομικών δραστηριοτήτων όπως τη γεωργία, τις ιχθυοκαλλιέργειες, τον τουρισμό κ.ά. Η Κύπρος και η Ελλάδα παρόλο που δεν ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την κλιματική κρίση είναι αποδέκτες του προβλήματος και αυτό είναι ένα κρατούμενο που θα πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη. Οι καταστροφές που ζήσαμε φέτος το καλοκαίρι θα πρέπει να μας αφυπνίσουν περισσότερο για να προετοιμαστούμε καλύτερα και πιο συντονισμένα.
-Ας υποθέσουμε πως όλες ή τουλάχιστον οι περισσότερες δεσμεύσεις της ΕΕ για το κλίμα γίνουν πραγματικότητα, αρκεί αυτό για να σωθεί ο πλανήτης;
-Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία έχει και μια ακόμα ανάγνωση που αφορά τις γεωπολιτικές της συνέπειες. Η εφαρμογή της θα επηρεάσει με πολλούς τρόπους την ευρύτερη γειτονιά της ΕΕ και τους εμπορικούς της εταίρους. Για παράδειγμα, θα αναδιαμορφώσει τις σχέσεις της με τους προμηθευτές ορυκτών καυσίμων, εκείνες τις χώρες που δίνουν στην Ευρώπη πετρέλαιο και φυσικό αέριο όπως η Αλγερία και η Ρωσία ή η Σαουδική Αραβία. Θα αλλάξει τις σχέσεις της με τις χώρες που παράγουν πρώτες ύλες για τις ΑΠΕ και τις καθαρές τεχνολογίες. Θα επηρεάσει επίσης το εμπόριο και τις επενδύσεις λόγω της επιβολής δασμού άνθρακα στις εισαγωγές.
Από την άλλη πλευρά, αν η Ευρώπη γίνει κλιματικά ουδέτερη σίγουρα δεν αρκεί αυτό για να σωθεί ο πλανήτης γιατί η ΕΕ έχει πλέον ένα μικρό μερίδιο στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, περίπου 10%. Υπάρχει δε και ο κίνδυνος, η εφαρμογή της Πράσινης Συμφωνίας να προκαλέσει διαρροή άνθρακα σε άλλες χώρες και τότε η κατάσταση θα γίνει ακόμα χειρότερη. Συνεπώς, η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η Ευρώπη να πείσει και άλλους να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο, να δημιουργήσει ένα μεγάλο συνασπισμό για την κλιματική ουδετερότητα. Η ΕΕ ήταν από τους πρώτους που αντιλήφθηκε ότι η κλιματική δράση αποτελεί ένα θέμα που συνδέεται και με την εξωτερική πολιτική και ανέπτυξε την έννοια της κλιματικής διπλωματίας, δηλαδή την ανάγκη να ενσωματωθούν οι κλιματικοί στόχοι και κίνδυνο στο ανώτατο διπλωματικό επίπεδο και σε όλες τις πολιτικές. Τώρα καλείται να αξιοποιήσει τη διπλωματική της δεξιοτεχνία αφενός για να πείσει και άλλες χώρες να ακολουθήσουν το ίδιο μονοπάτι και αφετέρου να συνεργαστεί με τους εταίρους της για να διαχειριστούν τις συνέπειες εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας.
-Ποιες θα είναι οι συνέπειες αν συνεχίσουμε στο ίδιο μοτίβο όπως τώρα και δεν πάρουμε μέτρα κατά της υπερθέρμανσης της γης και της μόλυνσης της ατμόσφαιρας;
-Τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα αυξηθούν σε συχνότητα και ένταση και θα έχουμε μεγαλύτερη ξηρασία, περισσότερους καύσωνες και πυρκαγιές, συχνότερες πλημμύρες, αλλά και άνοδο της στάθμης της θάλασσας με καταστροφικά αποτελέσματα για παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, όπως η γεωργία και ο τουρισμός. Πόλεις όπως το Κάιρο δεν θα είναι πια κατοικήσιμες με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να αναγκαστούν να μεταναστεύσουν.
-Με ποιο τρόπο μπορεί να συμβαδίσει η πράσινη οικονομία με την πράσινη ανάπτυξη; Το κόστος μετάβασης όπως έχουμε αντιληφθεί είναι τεράστιο και πολλές χώρες δεν είναι πρόθυμες ή δεν μπορούν να αναλάβουν τέτοιο βάρος. Πώς μπορεί να συμφιλιωθεί το περιβάλλον με την ανάπτυξη;
-Η σχέση ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την προστασία του περιβάλλοντος δεν είναι κατ’ ανάγκη συγκρουσιακή. Υπό την προϋπόθεση ότι η προστασία αυτή λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στους τομείς οικονομικής πολιτικής οι οποίοι με τον ένα ή άλλο τρόπο επηρεάζουν το περιβάλλον, δηλαδή τους φυσικούς πόρους, τον αέρα στις πόλεις, το πόσιμο νερό, τις θάλασσες, τη βιοποικιλότητα κ.ο.κ. Η ιδέα αυτή συμπυκνώνεται στην έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, η οποία αποτελεί τη μόνη ελπίδα ώστε να υπάρχει ευημερία στο μέλλον. Τι σημαίνει βιώσιμη ανάπτυξη; Σημαίνει τη μετάβαση σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα σέβεται τα πεπερασμένα όρια του πλανήτη μας και τις ανάγκες των μελλοντικών γενεών που θα ζήσουν στον ίδιο πλανήτη. Η καταπολέμηση της φτώχιας και των κοινωνικών ανισοτήτων αποτελεί επίσης προϋπόθεση για την επίτευξη ευημερίας και συνδέεται άμεσα με τη βιώσιμη ανάπτυξη. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε ότι ο εννοιολογικός πυρήνας της βιώσιμης ανάπτυξης ταυτίζεται με την έννοια του μέτρου στην αρχαιοελληνική του σύλληψη, δηλαδή του μέτρου ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και την ορθολογική χρήση των φυσικών πόρων. Με άλλα λόγια, λιγότερη σπατάλη, απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και στροφή προς καθαρές μορφές ενέργειας, λιγότερα απόβλητα, πιο καθαρές πόλεις, μεγαλύτερος σεβασμός στη φύση. Παράλληλα να διασφαλιστεί ότι κάθε πολίτης έχει τα απαραίτητα προς το ζειν, με αξιοπρέπεια.
Η μετάβαση σε ένα τέτοιο μοντέλο ανάπτυξης προϋποθέτει βεβαίως ένα στιβαρό σχέδιο, συντονισμό και συνέπεια στην υλοποίησή του σε όλα τα επίπεδα: διεθνές, περιφερειακό, εθνικό ακόμη και τοπικό επίπεδο. Οι 17 Στόχοι Βιώσιμης Ανάπτυξης που θεσπίστηκαν ομόφωνα από όλες τις χώρες του ΟΗΕ το 2015, προσδιορίζουν τα κοινωνικά, οικονομικά και περιβαλλοντικά στοιχεία που απαιτούνται για να προχωρήσει η βιώσιμη ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο. Για να το πω διαφορετικά, είναι ένα σχέδιο μετάβασης προς ένα νέο, δίκαιο και βιώσιμο αναπτυξιακό μονοπάτι, χωρίς αποκλεισμούς. Η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία κινείται προς αυτή την κατεύθυνση.
-Ποιες δράσεις, κατά τη γνώμη σας, θα οδηγήσουν στην οικοδόμηση ενός μέλλοντος ανθεκτικού στην κλιματική αλλαγή;
-Η στροφή στις καθαρές μορφές ενέργειας αποτελεί πλέον μονόδρομο και η παράταση ζωής στα ορυκτά καύσιμα δεν αποτελεί βιώσιμη επιλογή. Η Κύπρος και η Ελλάδα διαθέτουν άφθονη ηλιοφάνεια και αέρα όλες τις εποχές του χρόνου, δηλαδή εναλλακτικές πηγές ενέργειας, καθαρές και εγχώριες που μπορούν να αξιοποιηθούν. Η προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας θα πρέπει ωστόσο να γίνει με περίσκεψη για το ποια πηγή ταιριάζει και πώς στο κάθε περιβάλλον και τοπίο, ανάλογα και με τις ανάγκες των τοπικών πληθυσμών. Να δώσουμε έμφαση σε ενεργειακές κοινότητες δήμων και συνεταιρισμών που εξασφαλίζουν μεγαλύτερη αποδοτικότητα με τοπική παραγωγή και κατανάλωση, χωρίς απώλειες λόγω μεταφοράς της ενέργειας σε μεγάλες αποστάσεις και χωρίς εξάρτηση από μεγάλες εταιρείες, ιδιωτικές ή και κρατικές. Κι αν γίνει μαζική εγκατάσταση ανανεώσιμων πηγών, ας διαπραγματευτούμε με τους προμηθευτές για όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία και, ει δυνατόν, συνολική κατασκευή στις χώρες μας. Επιπλέον θα πρέπει να οργανωθεί σωστή και συστηματική ενημέρωση των πολιτών. Να μάθουν για ποιο λόγο χρειάζεται η μετάβαση σε καθαρές μορφές ενέργειας, τι όφελος θα έχουν οι ίδιοι και πως μπορούν να συμβάλλουν σε αυτή την προσπάθεια. Αν δεν ενσωματώσουμε την κοινωνία, το εγχείρημα της μετάβασης στην κλιματική ουδετερότητα θα αποτύχει. Να ξεκινήσουμε χτίζοντας καλύτερες γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα στην επιστήμη, την πολιτική και την κοινωνία. Τι μας δίδαξε ο κορωνοϊός; Ότι πρέπει να έχουμε συστηματική, στοχευμένη και επίσημη ενημέρωση. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν και ο χρόνος δεν βοηθά. Πρέπει να λάβουμε αμέσως γενναία μέτρα. Αυτό που έδειξε η πανδημία του κορωνοϊού είναι ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε περισσότερο την επιστημονική γνώση για τη λήψη πολιτικών αποφάσεων και για τον σχεδιασμό πολιτικών. Η υλοποίηση αυτών των αποφάσεων προϋποθέτει όμως και τη συνεργασία της κοινωνίας. Για να πετύχουμε το στόχο της κλιματικής ουδετερότητας δεν αρκεί η λήψη μέτρων από την κυβέρνηση αλλά απαιτείται η συντονισμένη κινητοποίηση όλων των φορέων και των πολιτών για το κομμάτι που αντιστοιχεί στον καθένα.