Είχε την τύχη να γνωρίσει σπουδαίες υφάντριες της Κύπρου, ιδιαίτερα του Καραβά και της Λαπήθου. Στην έρευνά της για τα κυπριακά υφαντά, η Ελένη Παπαδημητρίου ξεδιπλώνει εικόνες και πληροφορίες για την κυπριακή υφαντική, ταξιδεύοντάς μας πολλές δεκαετίες πίσω. Αποκαλύπτει τους θησαυρούς της λαϊκής μας παράδοσης και σχολιάζει πώς το έργο των επιδέξιων υφαντριών μπορεί να δώσει έμπνευση στους νέους δημιουργούς.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΣΤΟΝ ΚΑΡΑΒΑ, έναν τόπο με μεγάλη παράδοση στη λαϊκή τέχνη. Έχω από μικρή πολλές εικόνες, όπως  το μεγάλωμα του μεταξοσκώληκα σε ήσυχο, σκοτεινό δωμάτιο, τις χρυσές θηλειές του μεταξιού στον υπαίθριο μεταξειό,  τα σεντόνια που άπλωναν στο ράψιμο του κρεβατιού των νεονύμφων  πριν  τον γάμο, με μουσική και τραγούδια. Στην αποθήκη του σπιτιού μας η γιαγιά μου φύλαγε τον αργαλειό της και μας έδειχνε με καμάρι τα μεταξωτά σεντόνια που ύφανε στα νιάτα της.

ΤΟ 1965 ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΖΩΓΡΑΦΟ ΑΔΑΜΑΝΤΙΟ ΔΙΑΜΑΝΤΗ. Πατέρας του ήταν ο επιπλοποιός Νικόλας,  που ήταν Καραβιώτης. Είχα εντυπωσιαστεί από το Μουσείο Λαϊκής Τέχνης που δημιούργησε ο Διαμαντής, το οποίο ήταν το κίνητρο για να μελετήσω τα περίφημα  μεταξωτά της Λαπήθου και του Καραβά. Περπάτησα σε όλη την  περιοχή όπου άκμαζε έως το 1950 περίπου η μεταξουργία, γνώρισα τις τελευταίες υφάντριες και τα θαυμάσια έργα τους. Η συνάντηση με τον Διαμαντή σφράγισε το υπόλοιπο της ζωής μου. Διαπίστωσα ότι η δημιουργία των απλών ανθρώπων ήταν ένας θησαυρός της λαϊκής μας παράδοσης και έπρεπε με κάθε τρόπο να διασωθεί.

ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΥΦΑΝΤΡΙΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ, παρόλο που ήταν υποταγμένες στην τότε ανδροκρατούμενη παραδοσιακή κοινωνία της υπαίθρου, ήταν  ζωντανές, εργατικές, δυναμικές, αναλάμβαναν με αυτοπεποίθηση τις ευθύνες του νοικοκυριού και βοηθούσαν τους άντρες στις εργασίες έξω από το σπίτι. Σεμνές, αξιοπρεπείς, ευγενικές, γελαστές, φιλόξενες, επιδέξιες, πρόθυμες να μάθουν καινούργια σχέδια και τεχνικές, ακούραστες και τελειομανείς στο έργο τους.

Ο ΡΟΛΟΣ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΥΦΑΝΤΩΝ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΖΕΤΑΙ με την προίκα και τον γάμο: Κάθε κορίτσι άρχιζε να ετοιμάζει τα προικιά του από νεαρή ηλικία, ήταν η πρώτη συλλογή για τον εξοπλισμό του σπιτιού της, η αξιολόγηση και η καταξίωσή της στην κοινωνία. Όλα τα είδη ρουχισμού, σεντόνια, τραπεζομάντιλα, μαντιλιές και  ενδύματα θα εκτεθούν με τελετουργία, ως μέρος της γαμήλιας τελετής, στη θέα της κοινότητας. Σε πολλά χωριά έστηναν τη μανάσσαν ή τον παστόν, άπλωναν τα υφαντά στους τοίχους και την οροφή της σάλας όπου το αντρόγυνο θα δεχτεί τις ευχές χωριανών και φίλων. Σε άλλα χωριά τα παρουσίαζαν στο ράψιμο του κρεβατιού των νεονύμφων.

 

Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΗΤΑΝ ΚΑΤΕΞΟΧΗΝ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΟΙΚΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ, σύμφωνα με τα ήθη της κοινωνίας. Υπήρχαν ωστόσο άντρες υφαντές χοντρών χαλιών, όπως και σακιών για τη μεταφορά προϊόντων, σε χωριά του Τροόδους όπως τα Καμινάρια και ο Πεδουλάς, και σε χωριά της Μεσαορίας. Τα ύφαιναν με νήμα από μαλλί αιγοπροβάτων, όπως και με τα χοντρά του λιναριού που έκλωθαν οι άντρες με αδραχτάν.

ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΤΩΝ ΥΦΑΝΤΩΝ ΔΙΕΞΑΓΟΤΑΝ ΣΤΑ ΤΟΠΙΚΑ ΠΑΝΗΓΥΡΙΑ και τα παζάρια των πόλεων. Στο μεγάλο παζάρι της Λευκωσίας κάθε Παρασκευή γινόταν το γραφικό Γεναικοπάζαρον, όπου οι γυναίκες έφερναν και πωλούσαν οι ίδιες τα υφαντά τους. Γυναίκες, επίσης, πωλούσαν τα υφαντά από σπίτι σε σπίτι. Από τις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν έμποροι στη Λευκωσία και τις άλλες πόλεις, όπως ο Κώστας Χριστοδούλου και ο Απέγητος, που έδιναν παραγγελίες υφαντών στα χωριά κυρίως της Μεσαορίας και της περιοχής Λαπήθου, τα οποία πωλούσαν στα μαγαζιά τους.

Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΑ ήταν ασταθής. Η γυναικεία υφαντική στήριξε τον οικογενειακό προϋπολογισμό, ιδιαίτερα σε περιόδους όπως ο Α΄ και Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, ενόσω δεν εισάγονταν υφάσματα από το εξωτερικό. Η Λευκωσία ως τις αρχές του 20ού αιώνα υπήρξε το κέντρο της υφαντουργίας. Ως τότε δεν υπήρχαν μεγάλες πόλεις στην Κύπρο, η ανάπτυξή τους άρχισε μετά την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, την αστικοποίηση του αγροτικού πληθυσμού και την υποκατάσταση της χειροτεχνίας με άλλες μορφές παραγωγής.           

ΤΑ ΠΙΟ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΟΥ ΥΦΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΛΕΥΚΑ ταϊστά αραχνοΰφαντα μεταξωτά. Η ύφανσή τους απαιτούσε δεξιοτεχνία και άριστη επεξεργασία της κλωστής. Είναι υφασμένα με λεπτό ομοιόμορφο μετάξι, με σουρωμένες ρίγες κατά μήκος του στημονιού από διπλό στριμμένο και βρασμένο, ασπρισμένο μετάξι. Το ύφασμα ήταν εκλεκτό για είδη προίκας όπως σεντόνια, εσώρρουχα και πουκάμισα διακοσμημένα με μεταξωτές δαντέλες.

Ο ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΑΘΗΣ ΙΔΡΥΣΕ ΤΟ 1942 ΥΦΑΝΤΟΥΡΓΕΙΟ σε αστικό σπίτι στη Λευκωσία, όπου εργάζονταν γυναίκες από τις γύρω περιοχές. Τα υφαντά του ήταν τόσο παραδοσιακά όσο και πλέον σύγχρονα, και είχαν μεγάλη επιτυχία στους αστικούς κύκλους. Δυστυχώς έχουν διασωθεί ελάχιστα σε μέλη της οικογένειάς του.

Η ΥΦΑΝΤΙΚΗ ΑΡΧΙΣΕ ΝΑ ΦΘΙΝΕΙ ΟΤΑΝ ΠΛΗΜΜΥΡΙΣΑΝ ΤΗΝ ΑΓΟΡΑ τα ευρωπαϊκά υφάσματα, ιδιαίτερα τα αγγλικά. Εξαιτίας του χαμηλού κόστους τους και της στροφής του ανθρώπινου δυναμικού σε άλλες πιο πρόσφορες εργασίες, δεν μπορούσαν πλέον τα ντόπια να ανταγωνιστούν τα εισαγόμενα.

Η ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΑΣ επιχείρησε την αναβίωση της Υφαντικής το 1975, κυρίως για να προσφέρει εργασία στους πρόσφυγες τεχνίτες. Τα κυπριακά υφαντά είναι ακριβά σε σύγκριση με εκείνα των ασιατικών χωρών, ωστόσο μπορούν να τα συναγωνιστούν εφόσον (α) έχουν κυπριακό χαρακτήρα, ως εξέλιξη των παραδοσιακών, (β) άριστη ποιότητα υλικών και ύφανσης, (γ) συνδυασμό με νέα τεχνολογία και (δ) σύγχρονη χρήση. Για τα πιο πάνω χρειάζονται προσοντούχοι σχεδιαστές και επιδέξιες υφάντριες με έφεση στη δημιουργία. Σύγχρονα υφαντά υψηλού κόστους απευθύνονται σε διεθνείς αγορές εφαρμοσμένης τέχνης. Παράλληλα με αυτά, ενδείκνυται να υπάρχουν απλοποιημένα υφαντά προσιτά στον μέσο αγοραστή. Τα υφαντά έχουν επίσης ρόλο στην βιομηχανία της μόδας. 

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΕΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ ΚΥΠΡΙΑΚΩΝ ΥΦΑΝΤΩΝ σε μουσεία του εξωτερικού, κυρίως στην Αγγλία, τα οποία συνέλεξαν τον περασμένο αιώνα συλλέκτες και επιστήμονες, εθνογράφοι και αρχαιολόγοι. Η μεγαλύτερη συλλογή βρίσκεται στο Μουσείο Βικτωρίας και Αλβέρτου στο Λονδίνο και στο μουσείο Αρχαιολογίας και Εθνογραφίας στο Κέμπριτζ, όπως και στο Μουσείο Μπενάκη της Αθήνας και στο Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα του Ναυπλίου.

 

Η υφαντική τέχνη δεν υπήρξε ποτέ στατική,

αλλά έτρεφε τη νεότερη παράδοση

Το βιβλίο «Κυπριακά Υφαντά» ξεδιπλώνει μια άκρως ενδιαφέρουσα έρευνα της Ελένης Παπαδημητρίου, η οποία άρχισε το 1960 σε μια προσπάθεια για τη διάσωση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Κύπρου. Η συγγραφέας εστιάζει στις παραδοσιακές τεχνικές για την κατεργασία των πρώτων υλών κατά την περίοδο αυτή, την ύφανση και τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες της Κύπρου. Επίσης αναφέρεται στην παράδοση της υφαντικής στο νησί, από τη μεγάλη ακμή της κατά τον Μεσαίωνα και τις σημαντικές τομές που διαφοροποίησαν την εκμετάλλευσή της, ως τα νεότερα χρόνια. Στο βιβλίο παρουσιάζονται υφάσματα και παραδοσιακά υφαντά του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, καθώς και δείγματα της περιόδου μετάβασης από την προβιομηχανική στη σύγχρονη οικονομία. Εντόπισε 100 περίπου υφαντά στις συλλογές του Βρετανικού Μουσείου του Λονδίνου, του Μουσείο Αρχαιολογίας και Εθνογραφίας της Οξφόρδης και του Μουσείου Bankfield του Χάλιφαξ. Προέρχονται από την επιτόπια έρευνα του Άγγλου ανθρωπολόγου L.H. Dudley Buxton το 1912 – 1913, μέλους της Αρχαιολογικής Αποστολής του Βρετανικού Συμβουλίου στην Κύπρο υπό τη διεύθυνση του καθηγητή J.L. Myres.

Όπως σημειώνει η συγγραφέας, η υφαντική τέχνη δεν υπήρξε ποτέ στατική και αναλλοίωτη, αλλά αναζωογονούσε και έτρεφε τη μορφή της νεότερης παράδοσης. «Πίσω από τα ωραία χρώματα και σχήματα των δημιουργημάτων της Κύπριας γυναίκας κρύβεται η ανώνυμη λαϊκή ψυχή. Η αξιολόγησή τους, πέρα από την αισθητική πλευρά, αναζητεί την ιστορική και κοινωνιολογική της σημασία ως αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής μας ταυτότητας». Όπως λέει, η έρευνά της για τα κυπριακά υφαντά δεν απευθύνεται μόνο στους ειδικούς αλλά και σε όσους αγαπούν τα επιτεύγματα των λαϊκών τεχνιτών του τόπου. «Τα κυπριακά υφαντά μπορούν να εμπνεύσουν στους σύγχρονους δημιουργούς καινούργιους τρόπους χρωματικών συνδυασμών και σχεδίων για τα δικά τους έργα. Λαμπρό παράδειγμα είναι οι σύγχρονες δημιουργίες της υφαντουργού Ιωάννας Λουκά, δείγματα των οποίων παρατίθενται στην έκδοση και τα οποία έχουν καταξιωθεί στους διεθνείς καλλιτεχνικούς χώρους».

Στο εισαγωγικό σημείωμα της η κ. Παπαδημητρίου αναφέρει ότι είναι ευγνώμων στον αείμνηστο ζωγράφο Αδαμάντιο Διαμαντή και στον Θεόδωρο Παπαδόπουλο, πρώην διευθυντών του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης της Κύπρου και του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών αντίστοιχα, οι οποίοι την υποστήριξαν και τη βοήθησαν στην έρευνά της.

Ελεύθευθερα 19.2.2023