ΣΥΖΗΤΟΥΜΕ ενίοτε μεταξύ μας για το εθνικό μας θέμα. Το περιεχόμενο της λύσης, τι αποδεχόμαστε και τι όχι, ποιος φταίει γιατί δεν επιτεύχθηκε τόσα χρόνια συμφωνία. Σ’ αυτή τη συζήτηση, που σχεδόν πάντα διεξάγεται στη δημόσια σφαίρα, οδηγείται η κοινωνία, το πολιτικό σύστημα σε μια εσωστρέφεια, που κάποτε δημιουργεί και αντιπαραθέσεις. Αυτό σημαίνει πως μια κοινωνία που ασχολείται με το εθνικό θέμα, ένα θέμα εθνικής επιβίωσης, χάνει την ουσία. Γιατί η επίλυση του Κυπριακού δεν θα προκύψει μέσα από τις μεταξύ μας συζητήσεις σε λογική συγκρούσεων. Το Κυπριακό δεν επιλύεται 46 σχεδόν χρόνια μετά την εισβολή και τη συνεχιζόμενη κατοχή επειδή δεν καταφέραμε να τα βρούμε μεταξύ μας. Το Κυπριακό δεν έχει επιλυθεί γιατί τούτο το εμποδίζει η κατοχική Τουρκία, η οποία δεν επιθυμεί κανένα συμβιβασμό και συνεννόηση. Και δεν θέλει συμφωνία καθώς τα θέλει όλα σε Κύπρο, Ελλάδα και στην περιοχή εν γένει. 
ΕΧΟΜΕ παρακολουθήσει αλλεπάλληλες πρωτοβουλίες, συνομιλίες, διαδικασίες, που συνήθως οδηγούνται σε αδιέξοδο και αποτυχία. Τι ακολουθεί μιας αποτυχίας; Συζητήσεις στο εσωτερικό μέτωπο για το τι έφταιξε και τι δεν έγινε ή έγινε. Κι αυτό δεν αφορά τη σημερινή κυβέρνηση αλλά διαχρονικά. 
Αντί να εστιασθεί η προσοχή και η προσπάθεια στη διαμόρφωση μιας πολιτικής που θα ανατρέπει τα αδιέξοδα. 
Αντί να εστιαστεί η προσοχή στη δημιουργία εργαλείων που θα αναγκάσουν ή θα πείσουν την κατοχική δύναμη να συνεργαστεί, τσακωνόμαστε μεταξύ μας. 
ΕΙΝΑΙ σαφές πως λάθη γίνονται. Υποχωρήσεις, επίσης. Αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να φορτωθεί η ελληνική κυπριακή πλευρά την αποτυχία μιας προσπάθειας, το αδιέξοδο. 
ΤΗΝ ίδια ώρα, θεωρούμε πως έχει φθάσει η ώρα να γίνει μια ουσιαστική συζήτηση στο Κυπριακό για το τι θέλουμε και τι όχι. Για το τι μπορούμε να αποδεχθούμε και τι όχι. Χωρίς κομματικές κι άλλες ατζέντες και χωρίς δογματισμούς. Σε μια τέτοια συζήτηση θα πρέπει πρωτίστως να ληφθούν υπόψη κάποιοι σημαντικοί παράμετροι:
Πρώτο, είμαστε κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα παραμείνουμε και μετά τη λύση. Αυτό σημαίνει πως η συμφωνία θα πρέπει  εναρμονιστεί με το κοινοτικό κεκτημένο.
Δεύτερο, η Κυπριακή Δημοκρατία, το κράτος-μέλος της ΕΕ και του ΟΗΕ, θα παραμείνει η μοναδική κρατική οντότητα στο νησί.
Τρίτο, η συμφωνία, το μέλλον της χώρας εν γένει, θα λαμβάνει ως πλεονέκτημα, προίκα του κράτους και των πολιτών το ενεργειακό πρόγραμμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ένα πλεονέκτημα, το οποίο ισχυροποιεί τη θέση μας.
 
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ με όλα αυτά, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και το αυτονόητο. Ότι δηλαδή, το Κυπριακό είναι θέμα εισβολής και συνεχιζόμενης κατοχής. Δεν πρόκειται για μια επαναλαμβανόμενη ατάκα σε ομιλίες, δηλώσεις αλλά η ουσία. Εάν δεν ανατραπούν τα αποτελέσματα της εισβολής, η συνεχιζόμενη κατοχή, δεν μπορεί να λυθεί το Κυπριακό. Αυτό θα πρέπει να αποτελεί βασική παράμετρος της διαχείρισης του Κυπριακού. 
 
ΑΥΤΟ που χρειάζεται είναι να σταματήσει η εσωστρέφεια και να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο βιώσιμης και λειτουργικής, δημοκρατικής, ευρωπαϊκής λύσης. Χρειάζεται να συζητήσουμε μεταξύ μας, αλλά όχι στη λογική των αντιπαραθέσεων. Αλλά στη λογική της αναζήτησης ενός «κοινού τόπου». Μπορούμε; Να προσπαθήσουμε.